Η μεγάλη Δεσποτική εορτή της Αναστάσεως του φίλου και
ομοτράπεζου του Κυρίου μας, Λαζάρου, αποτελεί προοίμιο της παλιγγενεσίας και
προανάκρουσμα της Ανάστασης του Χριστού. «Τὴν ψυχωφελῆ πληρώσαντες
Τεσσαρακοστήν, βοήσωμεν· Χαίροις πόλις Βηθανία, πατρὶς ἡ τοῦ Λαζάρου, χαίρετε
Μάρθα καὶ Μαρία, αἱ τούτου ἀδελφαί, αὔριον Χριστός παραγίνεται, ζωῶσαι ῥήματι,
τὸν τεθνεῶτα ἀδελφόν· οὗ φωνῆς ἀκούσας, ὁ πικρὸς καὶ ἀκόρεστος ᾍδης, φόβῳ
τρομάξας, καὶ μέγα στενάξας, ἀπολύσει Λάζαρον, κειρίαις ἐσφιγμένον, οὗ τῷ θαύματι,
δῆμος Ἑβραίων ἐκπλαγείς, μετὰ βαΐων καὶ κλάδων, αὐτῷ προσυπαντήσουσι, καὶ
ὀφθήσονται εὐφημοῦντες παῖδες, ὃν φθονοῦσι πατέρες. Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος, ἐν
ὀνόματι Κυρίου, Βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ», έψαλλε η Αγία μας Εκκλησία στον σημερινό
εσπερινό.
Σύμφωνα με την παράδοση, ο Λάζαρος μετά την εκ νεκρών Ανάστασή του
υπό του Κυρίου, φεύγων την μανία των Αρχιερέων, οι οποίοι «ἐβουλεύσαντο δὲ
οἱ ἀρχιερεῖς ἵνα καὶ τὸν Λάζαρον ἀποκτείνωσιν, ὅτι πολλοὶ δι' αὐτὸν ὑπῆγον τῶν
᾿Ιουδαίων καὶ ἐπίστευον εἰς τὸν ᾿Ιησοῦν» (Ιωάννης 12, 10-11), εγκατέλειψε
την Βηθανία και εγκαταστάθηκε
Ο τάφος του Λαζάρου
στη Βηθανία (αρχές 20ου αιώνα).
στην παραλιακή πόλη του Κιτίου – η Λάρνακα - της
Κύπρου, όπου και τον συνάντησαν αργότερα ο Απόστολος Παύλος και ο Βαρνάβας,
διερχόμενοι για την Πάφο και τον χειροτόνησαν πρώτο επίσκοπο Κιτίου. Ο Λάζαρος
έζησε μετά την εκ νεκρών Ανάστασή του 30 έτη και αφού κοιμήθηκε για δεύτερη
φορά, ενταφιάστηκε στο Κίτιο, εντός μαρμάρινης σαρκοφάγου που έφερε στα εβραϊκά
την επιγραφή : «Λάζαρος ο τετραήμερος και φίλος του Χριστού». Το 890,
μεταφέρθηκε υπό του Αυτοκράτορα Λέοντα του Σοφού στην Βασιλεύουσα, ενώ η
ανάμνηση αυτής της ανακομιδής των λειψάνων του τιμάται από την Εκκλησία στις 17
Οκτωβρίου. Σύμφωνα με άλλη παράδοση (δυτική) του 11ου – 12ο αιώνα,
ο Λάζαρος κήρυξε το ευαγγέλιο στην Προβηγκία και διετέλεσε επίσκοπος Μασσαλίας. «Τὴν
κοινὴν Ἀνάστασιν πρὸ τοῦ σοῦ Πάθους πιστούμενος, ἐκ νεκρῶν ἤγειρας τὸν Λάζαρον,
Χριστὲ ὁ Θεός· ὅθεν καὶ ἡμεῖς ὡς οἱ Παῖδες, τὰ τῆς νίκης σύμβολα φέροντες, σοὶ
τῷ Νικητῇ τοῦ θανάτου βοῶμεν· Ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος,
ἐν ὀνόματι Κυρίου».