Ομιλία περί του αοίδιμου Πατριάρχου Γρηγορίου του Ε΄, 1853
Η βασιλεία των ουρανών είναι των μικρών παιδιών, λέγει το Ευαγγέλιον. Αν αθώα ψυχή, έντιμοι κύριοι ακροαταί, κερδίζη την βασιλείαν των ουρανών, καρδίαν αθώαν, ψυχήν καλήν πρέπει να έχη και όποιος βούλεται να ομιλήση αξίως δια τους μακαρίους ουρανοπολίτας. Πρέπον και δίκαιον φαίνεται ο καθαρός να ομιλή δια τους καθαρούς· έπειτα, αν είμαστε αθώοι, εννοούμεν καλύτερα και την αθωότητα των άλλων· το αθώον της ψυχής μας χρησιμεύει ως οφθαλμός λαμπρός,που βλέπει το κάλλος της αρετής των αγαθών.
Αθωότητος αισθάνομαι σήμερον ανάγκην βουλόμενος να σάς μιλήσω δια τον μακαρίτην Γρηγόριον, Πατριάρχην και Αρχιεπίσκοπον Κωνσταντινουπόλεως. Αλλά πως εύκολον, κατορθωτόν; Πως;
Όσοι ζούμεν την κοσμικήν ζωήν, απεχαιρετήσαμεν προ πολλού και την παιδικήν ηλικίαν, πως να ευρούμεν εις τα σπλάχνα μας την ποθουμένην αθωότητα, χάριν της οποίας να δώσωμεν ζωήν και κάλλος εις το εγκώμιον των Αγίων; Έβαψαν την καρδίαν μας τα πάθη της κοινωνίας, η δυσπιστία, ο φθόνος, το φιλήδονον, η διχόνοια, όσα τέλος μάχονται την αθωότητα. Αν όμως συμβή και νοήσετε σήμερον εις τα λόγια μου χάριν η αξιοπρέπειαν, αποδώσατέ το εις το εύμορφον κείμενον, που επήρα να σχολιάσω, εις την έρευναν της αρετής του παναγιωτάτου Πατριάρχου. Ως συμβαίνει, αν ταξιδεύσωμεν εις άγρια δύσβατα μέρη και αιφνιδίως ευφραίνονται οι οφθαλμοί μας, αν ιδούμεν έμπροσθέν μας κάμπους, περιβόλια εύμορφα, καθίζομεν εις τους ίσκιους των δένδρων και παίρνομεν χαράν από τα άνθη, από τους καρπούς˙ ομοίως και εγώ, ως αφιερώθηκα εις την εξέτασιν και εις την μελέτην της ψυχής του αειμνήστου Πατριάρχου, μου εφάνη να πνέω τον γλυκύν αέρα και να χαίρωμαι όλην την γαλήνην της πρώτης αρχαϊκής αθωότητος των ανθρώπων. Θα ιστορήσω λοιπόν την αθώαν του ζωήν, την κλίσιν, τον έρωτα του μακαρίτου προς την επιστήμην, θα σχολιάσω την φιλομάθειαν, τον πατριωτισμόν του, θα κλείσω τον λόγον μου με την διήγησιν του μαρτυρίου του˙ μη γένοιτο, φθάνοντας εγώ εις αυτά τα πέρατα της ομιλίας μου να κινήσω εις δάκρυα και θρήνους το ακροατήριον˙ οι θρήνοι, τα δάκρυα αρμόζουν εις την ταφόπετραν νέου παλικαριού, που δεν έζησε να δείξη τους καρπούς της μεστής ηλικίας, όχι εις γέροντα, ο οποίος επλήρωσε με τιμήν και δόξαν το μακρόβιον της ηλικίας του.
Ούτε πάλι θα τινάξω εις τους οφθαλμούς σας λαμπάδα εκδικήσεως· μη γένοιτο. Εις αυτό το παρεκκλήσι της επιστήμης, εις γαληνιαίον οικοδόμημα βιβλιοθήκης να σαλπίσω εγώ σάλπιγγα αίματος, να προκαλέσω φόνον αντί φόνου. Όψιμοι υιοί του πολιτισμού του κόσμου, χρεωστούμεν και εις άπασαν την οικουμένην την απόδειξιν, ότι καρπούμεθα του περασμένου καιρού τα μαθήματα, ότι προοιμιάζομεν τάξιν σοφήν νέου κόσμου, ότι είμεθα κοντολογής άκρη και αρχή των αιώνων˙ οι ειδήμονες του περασμένου καιρού και οι προορατικοί του μέλλοντος μου φαίνεται να μας λέγουν: Καλλιεργείτε τον νουν σας, τελειοποιείτε την καρδίαν σας εις το καλό, προκόβετε εις τές επιστήμες και εις τές τέχνες, τώρα που η μακαρία ειρήνη φωτίζει την πατρίδα σας˙ καλλιεργείτε, σέβεσθε το πολίτευμα της πατρίδος σας· καλύτερην άλλην εκδίκησιν δεν δύνασθε να πάρετε από τους εχθρούς σας, καλύτερην ευχαρίστησιν να δώσετε εις τους φίλους σας.
Ανήμερα της εορτής των Βαϊων, την Κυριακήν, οι φίλοι του έλεγαν και τον παρακαλούσαν, και άνδρες επίσημοι των πρεσβειών, να φύγη να σωθή˙ τα μέτρα της Οθωμανικής Κυβερνήσεως εγίνοντο άγρια, ανήμερα και καθένας ημπορούσε να προϊδή το μέλλον· τον παρακαλούσαν λοιπόν να φύγη, του επρόσφεραν και τα μέσα.
«Μην με παρακινήτε εις φυγήν, είπεν εις τους φίλους, μην θέλετε να σωθώ· η ώρα της φυγής μου θα ήτον αρχή σφαγής, ώρα σπαθιού εις Κωνσταντινούπολιν και την άλλην Χριστιανωσύνην· εύμορφο πράγμα θέλετε να κάμω, μεταμορφωμένος με καμιά προβιά εις την πλάτην να φεύγω εις τα καράβια η σφαλισμένος εις πρεσβείαν φιλικήν να ακούω εις τους δρόμους τα ορφανά του έθνους μου να σπαράττουν εις τα χέρια του δημίου. Είμαι Πατριάρχης, δια να σώσω τον λαόν μου, όχι να τον ρίξω εις τα μαχαίρια της γιανιτσαριάς· ο θάνατός μου ίσως χρησιμεύει περισσότερο παρ' ό,τι εδυνόμουν ποτέ να φαντασθώ, πως θα ωφελήση η ζωή μου.Οι ξένοι βασιλείς θα ταραχθούν εις την αδικίαν του θανάτου μου· δεν θα ιδούν ίσως με αδιαφορίαν, υβρισμένην την πίστιν τους εις το πρόσωπόν μου και όπου είναι άνδρες αρμάτων Ελληνες, θα πολεμήσουν με απελπισίαν πόλεμον, που συχνά χαρίζει νίκην· είμαι βέβαιος· κάμετε λοιπόν υπομονήν εις ό,τι μου συμβή. Σήμερον ας φάγωμεν εις το τραπέζι τα ψάρια του γιαλού και παρεμπρός, εντός ίσως της εβδομάδος, ας φάγουν και αυτά από ημάς.
Όχι, δεν θα χρησιμεύσω εγώ περίγελως ζώντων, και περπατώντας με διάκους και άρχοντας εις τους δρόμους της Οδησσού, της Επτανήσου η της Αγκώνας να με δαχτυλοδείχνουν τα παιδιά, ιδού ο φονιάς Πατριάρχης! Αν το έθνος μου σωθή και θριαμβεύση θα μ' αποζημιώση ελπίζω, με θυμιάματα τιμής και επαίνου, επειδή έκαμα το χρέος μου. Τετάρτη φορά δεν θ' άνεβώ πλέον εις τα μοναστήρια του Άθωνος, δεν το θέλω˙ χαίρετε, σπήλαια και κορυφές του ιερού βουνού˙ χαίρε, θαλάσσιον κύμα, χαίρε Σπάρτη και Αθήνα, όπου ήθελα να συστήσω σχολεία επιστημόνων δια τους νέους της πατρίδος. χαίρε γη της γεννήσεώς μου, Δημητσάνα.
Εγώ υπάγω όπου με καλεί, με βιάζει η γνώμη μου, η μεγάλη μοίρα του έθνους και ο Ουράνιος Θεός, έφορος θείων και ανθριπίνων πραγμάτων. » Χρεωστώ εις ένα των ακροατών μου, τον σεβάσμιον Μάρκον Δραγούμην, την ομιλίαν του Πατριάρχου εις τους φίλους του˙ και η προφητεία της ομιλίας του αλήθευσε˙ ανήμερα της Λαμπρής η γεροντική κεφαλή του, ο ζωηρός οφθαλμός του, που ενέπνεαν χαράν και πίστιν εις τους Χριστιανούς, εμελανιασαν από το αίμα, πηγμένον εις το πρόσωπόν του˙ αλλά τι εσυνέβη; Οι τρικυμίες γης και θαλάσσης είναι φτωχή παρομοίωσις των τρικυμιών της ψυχής· βροντή και αστραπή του ουρανου δεν αντιβοούν τόσον εις τα πλάγια των βουνών, όσον ο σκοτωμός του Πατριάρχου εις την καρδίαν των Ελλήνων˙ οι θαλασσινοί έγιναν ατρόμητοι και καίουν μεγάλα καράβια του εχθρού˙ εντός ολίγων μηνών από τον σκοτωμόν παραδόθηκε Τριπολιτσά, Αθήνα, Σάλωνα˙ εις την κόψιν του ελληνικού σπαθιού ήτον γραμμένον το όνομα του Πατριάρχου Γρηγορίου και εθέριζε˙ οργή πολέμου εθανάτωσεν αδιακρίτως πολεμικούς άνδρας και αθώα βρέφη εις τους κόρφους των μητέρων˙ δεν ακούεται από το φρούριον των Σαλώνων, από τους δρόμους των Αθηνών κλάημα, φωνή παιδιών, γυναικών; παρακαλούν, δέονται δια την σωτηρίαν της ζωής των, ζητούν την χάριν με φωνήν ελληνικήν˙ εδώ εις χώματα ελληνικά γεννήθηκαν και δεν γνωρίζουν σχεδόν άλλην γλώσσαν και εις την γέννησίν τους έρρεαν πλούτη και μεγαλεία. Μάταια παρακαλέσματα! Το μολύβι και το σπαθί αστράφτουν και καίουν˙ πλησίον του στρατώνος, εις εκείνο το στενό σοκάκι, το αίμα έτρεξε αυλάκι.
Μη γένοιτο να ζωγραφίσω ενώπιόν σας ως καύχημα την σφαγήν αθώων παιδιών και γυναικών, ακρόαμα και καύχήμα αναρμόδιον εις τόσον ευαίσθητο και εκλεκτόν ακροατήριον μόνο αγωνίζομαι να χαράξω εις το πνεύμα σας, ότι ο φόνος του μακαρίτου Πατριάρχου εστάθη ώρα κρίσιμη δια το Γένος μας· και απεφάσισε και έθρεψε την οργήν και το πείσμα του ελληνικού πολέμου δια την απόκτησιν της αυτονομίας. Εις αυτούς τους πρώτους καιρούς ευκολώτεραήθελε γραφτούν συνθήκες αγάπης μεταξύ λεόντων και ανθρώπων, μεταξύ λύκων και αμνών, παρά μεταξύ Οθωμανών και Ελλήνων, Ο Σουλτάνος ηθέλησε θανατώνοντας τον Εθνάρχην της φυλής, να χτυπήση εις την καρδίαν το Έθνος, να του μαράνη με μιας την ζωήν˙ πλήν εσυνέβη όλο το εναντίον˙ το κέντρον αληθινά ερραΐσθη, έλειψε, αλλ' άπλωσε, εσκόρπισε παντού, εις τα μέρη˙ ο καθένας είπε τον εαυτόν του κέντρον˙ ο καθένας αυτοχειροτονήθη εθνάρχης· εχάθηκε ο Πατριάρχης, έμεινα εγώ· αν δεν το είπαν όλοι, το είπαν οι γενναιότεροι. Εννοήσατε τώρα, διατί οι γέροντες του αγώνος, μικροί και μεγάλοι, ο καθείς θαρρεί τον εαυτόν του αίτιον των ηρωικών κατορθωμάτων˙ βαθύνετε εις την καρδίαν τους, άλλοι το λέγουν σκεπαστά, άλλοι το λέγουν ανοικτά˙ μη θαρρείτε, πως θέλουν να μας γελάσουν· το πιστεύουν και μά την αλήθειαν το εύλογον και άδικον κρατιούνται από το χέρι εις την γνώμην τους. Από δοξάρι τόσο τεντωμένο το βέλος έμελλε να χυθή βροντερό και θανατηφόρο.
Εγώ, κύριοι ακροαταί, του μακαρίτου Πατριάρχου Γρηγορίου εξετάζοντας απαθώς την αθωότητα της νεότητός του, το όσιον του ανδρός ως ιερέως, τον νουν του, φίλον, λάτρην της επιστήμης, την γενναιότητα του θανάτου του, μετρώντας το καλό, που προήλθε εις το Έθνος μας από την θυσίαν του, πρώτη κοινωνία αίματος χυμένου εις ανάστασιν ελευθερίας, δεν δειλιάζω να τον κηρύξω ως ένα των ενδοξοτάτων ανδρών της ιστορίας, εις την αράδα των ευεργετών, των αγίων της ανθρωπότητος, από καταβολής κόσμου. Η ευχή του με ημάς, με όλον το Γένος, η ευχή του με όλους τους Χριστiανούς της γης, περιπλέον ακόμη, με Χριστιανούς και με μη Χριστιανούς, ώστε η ευχή του να τους κατευοδώση, εις οδόν σωτηρίας, και από εχθροί και φονείς του να γίνουν προσκυνηταί του και τέκνα του.
Μου φαίνεται, κύριοι, πως είμεθα αρκετά προχωρημένοι εις πολιτισμόν, αρκετά αναγεννημένοι εις την χάριν του πνεύματος, αφού δεν καταριόμεθα, δεν αναθεματίζομεν πλέον, αλλά δεόμεθα υπέρ του φωτισμού της ψυχής των όσων δεν χαίρονται ακόμα τα φώτα και το κάλλος του Χριστιανισμού.Αυτά τα αισθήματα, αυτά τα λόγια μου, τα οποία εγώ, μά την αλήθειαν, δανείζομαι από τόσο σεβαστό και ελληνικό ακροατήριο γυναικών και ανδρών, αυτά τα λόγια μας, είμαι βέβαιος, είναι τα πλέον ευώδη άνθη, με τα οποία κατά το ετήσιόν μας έθιμον, στολίζομεν και την εφετεινήν εθνικήν πανηγυρικήν της 25 Μαρτίου.