{Τα μισοτηγανισμένα ψαράκια κολυμπούν ακόμα μέσα στο
Αγίασμα!}
~Όταν έπαιρναν οι Τούρκοι την Πόλη, ένας καλόγερος ετηγάνιζε
εφτά ψάρια στο τηγάνι. Τα είχε τηγανίσει από τη μια μεριά, κι όταν ήταν να τα
γυρίσει από την άλλη, έρχεται ένας και του λέει πως πήραν οι Τούρκοι την Πόλη.
-Τότε θα το πιστέψω αυτό, λέει ο καλόγερος, αν τα
τηγανισμένα ψάρια ζωντανέψουν… Δεν απόσωσε το λόγο και τα ψάρια πήδησαν από το τηγάνι ζωντανά κι έπεσαν στο νερό εκεί κοντά. Κι είναι ως τα σήμερα τα
ζωντανεμένα εκείνα ψάρια στο Μπαλουκλί και θα φαίνονται έτσι μισοτηγανισμένα, ως να ΄ρθει η ώρα να πάρουμε την Πόλη. Τότε, λένε, θα έρθει ένας άλλος καλόγερος να τ’
αποτηγανίσει…
Το Μπαλουκλί (Τα ψάρια της Ζωοδόχου Πηγής)
ποίημα του Γεώργιου Βιζυηνού
Σαράντα μέρες πολεμά ο Μωχαμέτ να πάρη την Πόλη την μεγάλη.
Σαράντα μέρες έκαμεν ο ‘γούμενος το ψάρι στα χείλη του να
βάλη.
Απ’ τες σαράντα κι ύστερα, πεθύμησε να φάγη τηγανισμένο ψάρι.
–Αν μας φυλάγ’ η Παναγιά καθώς μας’ε φυλάγει, την Πόλη ποιος θα πάρη;
Ρίχτει τα δίχτυα στον γιαλό, τρία ψαράκια πιάνει,
–Θεός να τα βλογήση! Το λάδι βάλλει στην φωτιά μες στ’
αργυρό τηγάνι, για να τα τηγανίση.
Τα τηγανίζ’ από την μια, και πά’ να τα γυρίση κι από το
άλλο μέρος.
Ο παραγιός του βιαστικά πετά να του μιλήση, και τάχασεν ο
γέρος!
–Μην τηγανίζης, γέροντα, και μόσχισε το ψάρι στην Πόλη την
μεγάλη!
Την Πόλη την εξακουστή οι Τούρκοι έχουν πάρει, μας κόβουν
το κεφάλι!
–Στην Πόλη Τούρκου δεν πατούν κι Αγαρηνού ποδάρια! Με
φαίνεται σαν ψεύμα!
Μ’ αν είν’ αλήθεια το κακό, να σηκωθούν τα ψάρια να πέσουν
μες στο ρεύμα!
Ακόμ’ ο λόγος βάσταγε, τα ψάρι’ απ’ το τηγάνι, την μια
μεριά ψημένα,
πηδήξανε κι επέσανε στης λίμνης την λεκάνη, γερά,
ζωντανεμένα.
Ακόμ’ ώς τώρα πλέουνε, κόκκιν’ από το μέρος, όπου τα είχε
ψήσει.
Φυλάγουν το Βυζάντιο ν’ αναστηθή κι ο γέρος να τ’
αποτηγανίση.
Η Ζωοδόχος Πηγή του Μπαλουκλί βοήθειά μας!