Γιατρός, ψυχίατρος ήρθε να καλογερέψει και πήγαμε να πάρει την ευχή του παππού μας, του παπα Εφραίμ. Και στον γυρισμό πήραμε ευλογία να προσκυνήσουμε στις σπηλιές της Αγίας Άννας. Εκεί που έζησε ο γερο Ιωσήφ μέχρι το 1956.Τώρα είμαστε στο 1984. Τρίτη των Μυροφόρων, της Διακινήσεως. Πήγαινα μπροστά. Μόνο η κάσσα από το έμπα όρθια. Στα δεξιά γκρεμός χάος, κάτω η θάλασσα .
Αριστερά εκκλησάκι, ένα τζάμι σπασμένο στο παράθυρο. Κοιτάζω μέσα η ευωδία γλυκιά σαν μέλι, κερί λές και μόλις άναψε το καρβουνάκι. Δεν λέω τίποτα γιατί ο ψυχίατρος όλα τα ζύγιζε με τη λογική.
Προχώρησα καί τον ακούω να φωνάζει: ευωδιάζει, ευωδιάζει μέσα από το εκκλησάκι έρχεται ευωδία. Ποιός να ήρθε; Κανείς δεν είχε περάσει. Τα χορτάρια τα χτυπούσαμε για να σκίσουμε.
Δεν απάντησα και προχώρησα στα κελλιά που δεν ακουμοπούσαν στο βράχο για την υγρασία. Σε μιά γρεντιά, μιά αρμαθιά κλειδιά. Ποιο ν΄ ανοίγει το δωμάτιο; Βάζω ένα και με την πρώτη άνοιξε. Λες και χθες μετακόμισε ο ιδιοκτήτης. Και εκεί που έβαζε το κεφάλι του, ευωδία...
Η ίδια σαν το εκκλησάκι. Ελάτε γιατρέ. μυρίστε και εδώ. -Μυρίζει το ίδιο σαν έξω. Αργότερα ρώτησα και έμαθα, πως αυτό ήταν το κελλι του γερο Ιωσήφ.
Μέλι γλυκύτατον της ησυχίας τρυγήσας
ερημίαις πλανώμενος ερασμίας τού Άθω
Μέλι ουράνιον εν Εδέμ σε ευφραίνει
όπερ παμμάκαρ Ιωσήφ σπηλαιώτα
ως οσμή αιωνία εκ λειψάνων σου πνέει.
24. 9. 1988
Πορφυρίου ηγουμένου «Γι αυτό κλαίω κι εγώ» σελ 27-28