1 Καὶ συστὰς Ἀζαρίας προσηύξατο οὕτως καὶ ἀνοίξας
τὸ στόμα αὐτοῦ ἐν μέσῳ τοῦ πυρὸς εἶπεν·
2 Εὐλογητὸς εἶ, Κύριε ὁ Θεὸς τῶν πατέρων ἡμῶν,
καὶ αἰνετός, καὶ δεδοξασμένον τὸ ὄνομά σου εἰς τοὺς αἰῶνας,
3 ὅτι δίκαιος εἶ ἐπὶ πᾶσιν, οἷς ἐποίησας ἡμῖν,
καὶ πάντα τὰ ἔργα σου ἀληθινά, καὶ εὐθεῖαι αἱ ὁδοί σου, καὶ πᾶσαι αἱ
κρίσεις σου ἀλήθεια,
4 καὶ κρίματα ἀληθείας ἐποίησας κατὰ πάντα, ἃ
ἐπήγαγες ἡμῖν καὶ ἐπὶ τὴν πόλιν τὴν ἁγίαν τὴν τῶν πατέρων ἡμῶν Ἱερουσαλήμ,
ὅτι ἐν ἀληθείᾳ καὶ κρίσει ἐπήγαγες ταῦτα πάντα, διὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν.
5 ὅτι ἡμάρτομεν καὶ ἠνομήσαμεν ἀποστῆναι ἀπὸ σοῦ
καὶ ἐξημάρτομεν ἐν πᾶσι καὶ τῶν ἐντολῶν σου οὐκ ἠκούσαμεν,
6 οὐδὲ συνετηρήσαμεν οὐδὲ ἐποιήσαμεν καθὼς ἐνετείλω
ἡμῖν, ἵνα εὖ ἡμῖν γένηται.
7 καὶ πάντα, ὅσα ἐπήγαγες ἡμῖν καὶ πάντα ὅσα
ἐποίησας ἡμῖν, ἐν ἀληθινῇ κρίσει ἐποίησας
8 καὶ παρέδωκας ἡμᾶς εἰς χεῖρας ἐχθρῶν ἀνόμων,
ἐχθίστων ἀποστατῶν, καὶ βασιλεῖ ἀδίκῳ καὶ πονηροτάτῳ παρὰ πᾶσαν τὴν γῆν.
9 καὶ νῦν οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἀνοῖξαι τὸ στόμα·
αἰσχύνη καὶ ὄνειδος ἐγενήθημεν τοῖς δούλοις σου καὶ τοῖς σεβομένοις σε.
10 μὴ δὴ παραδῴης ἡμᾶς εἰς τέλος διὰ τὸ ὄνομά σου
καὶ μὴ διασκεδάσῃς τὴν διαθήκην σου
11 καὶ μὴ ἀποστήσῃς τὸ ἔλεός σου ἀφ᾿ ἡμῶν διὰ
Ἁβραὰμ τὸν ἠγαπημένον ὑπὸ σοῦ καὶ διὰ Ἰσαὰκ τὸν δοῦλόν σου καὶ Ἰσραὴλ τὸν
ἅγιόν σου,
12 οἷς ἐλάλησας πληθῦναι τὸ σπέρμα αὐτῶν ὡς τὰ
ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ καὶ ὡς τὴν ἄμμον τὴν παρὰ τὸ χεῖλος τῆς θαλάσσης.
13 ὅτι, δέσποτα, ἐσμικρύνθημεν παρὰ πάντα τὰ ἔθνη
καί ἐσμεν ταπεινοὶ ἐν πάσῃ τῇ γῇ σήμερον διὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν,
14 καὶ οὐκ ἔστιν ἐν τῷ καιρῷ τούτῳ ἄρχων καὶ
προφήτης καὶ ἡγούμενος, οὐδὲ ὁλοκαύτωσις οὐδὲ θυσία οὐδὲ προσφορὰ οὐδὲ
θυμίαμα, οὐ τόπος τοῦ καρπῶσαι ἐνώπιόν σου καὶ εὑρεῖν ἔλεος·
15 ἀλλ᾿ ἐν ψυχῇ συντετριμμένῃ καὶ πνεύματι ταπεινώσεως προσδεχθείημεν
ὡς ἐν ὁλοκαυτώμασι κριῶν καὶ ταύρων καὶ ὡς ἐν μυριάσιν ἀρνῶν πιόνων,
16 οὕτως γενέσθω ἡ θυσία ἡμῶν ἐνώπιόν σου σήμερον καὶ ἐκτελέσαι
ὄπισθέν σου, ὅτι οὐκ ἔσται αἰσχύνη τοῖς πεποιθόσιν ἐπὶ σέ.
17 καὶ νῦν ἐξακολουθοῦμεν ἐν ὅλῃ καρδίᾳ καὶ φοβούμεθά σε καὶ ζητοῦμεν
τὸ πρόσωπόν σου, μὴ καταισχύνῃς ἡμᾶς,
18 ἀλλὰ ποίησον μεθ᾿ ἡμῶν κατὰ τὴν ἐπιείκειάν σου
καὶ κατὰ τὸ πλῆθος τοῦ ἐλέους σου
19 καὶ ἐξελοῦ ἡμᾶς κατὰ τὰ θαυμάσιά σου καὶ δὸς
δόξαν τῷ ὀνόματί σου, Κύριε.
20 καὶ ἐντραπείησαν πάντες οἱ ἐνδεικνύμενοι τοῖς
δούλοις σου κακὰ καὶ καταισχυνθείησαν ἀπὸ πάσης δυναστείας, καὶ ἡ ἰσχὺς
αὐτῶν συντριβείη·
21 καὶ γνώτωσαν ὅτι σὺ εἶ Κύριος Θεὸς μόνος καὶ
ἔνδοξος ἐφ᾿ ὅλην τὴν οἰκουμένην.
|
1 Σταθείς δε όρθιος ο Αζαρίας εν μέσω του πυρός,
ήνοιξε το στόμα αυτού, προσηυχήθη προς τον Θεόν και είπε·
2 “Ευλογημένος είσαι, Κύριε ο Θεός των πατέρων
μας, άξιος παντός επαίνου· δοξασμένον το Όνομά σου στους αιώνας των αιώνων.
3 Διότι είσαι δίκαιος εις όλα εκείνα, τα οποία έκαμες προς ημάς. Ολα
τα έργα σου είναι αληθινά. Αι οδοί, τας οποίας συ έδωσες εντολήν να
ακολουθώμεν, είναι ευθείαι και ασφαλείς. Όλαι αι αποφάσεις σου ορθαί.
4 Δικαίας αποφάσεις αλαθήτου κρίσεως εξέδωσες δι'
όλας εκείνας τας τιμωρίας και θλίψεις, τας οποίας έστειλες εις ημάς και
εναντίον της Ιερουσαλήμ, της αγίας πόλεως των προγόνων μας. Διότι με
ακρίβειαν και με δικαίαν κρίσιν επέφερες όλα αυτά εναντίον μας εξ αιτίας
των αμαρτιών μας.
5 Διότι ημείς ημαρτήσαμεν, παρέβημεν τον Νόμον σου και απεμακρύνθημεν
από σέ.
6 Ημαρτήσαμεν εις όλα, δεν υπηκούσαμεν εις τας εντολάς σου, δεν
εφυλάξαμεν και δεν επράξαμεν σύμφωνα με εκείνα, τα οποία συ μας είχες
διατάξει, δια να ζήσωμεν ευτυχείς και ασφαλείς.
7 Δια τούτο όλα όσα συ έφερες εναντίον μας, όλα
όσα έπραξες εις τιμωρίαν μας, τα έκαμες κατά δίκαιον και αληθινήν κρίσιν.
8 Και παρέδωκες ημάς εις χείρας παρανόμων εχθρών,
αποστατών, μισητοτάτων, εις χείρας βασιλέως αδίκου και μοχθηροτάτου από
όλους τους βασιλείς της γης.
9 Τώρα δέ, Κύριε, δεν έχομεν το σθένος να
ανοίξωμεν το στόμα μας προς σέ. Καταισχύνη και όνειδος εγίναμεν δια τους
δούλους σου, που σε υπηρετούν, δια τους ανθρώπους οι οποίοι σε λατρεύουν.
10 Αλλά σε ικετεύομεν· δια το άγιον και
φιλάνθρωπον Ονομά σου μη μας παραδώσης εις πλήρη όλεθρον και μη διαλύσης
την συιμφωνίαν, που συνήψες με τους πατέρας μας.
11 Μη απομακρύνης από ημάς το έλεός σου προς
χάριν του αγαπητού σου Αβραάμ, προς χάριν του δούλου σου Ισαάκ και του
Ιακώβ, του αγίου σου.
12 Εις αυτούς είπες και υπεσχέθης, να πληθύνης τους απογόνους των και
να τους αναδείξης ως προς το πλήθος ωσάν τα άστρα του ουρανού και ωσάν την
άμιμον, που υπάρχει εις την παραλίαν της θαλάσσης.
13 Σε παρακαλούμεν θερμώς, Δέσποτα, διότι ημείς
σήμερον εγίναμεν ολιγώτεροι και μικρότεροι από όλα τα έθνη. Εξ αιτίας των
αμαρτιών μας είμεθα σήμερον εις όλην την οικουμένην εξευτελισμένοι και
άσημοι.
14 Εις την εποχήν μας αυτήν δεν υπάρχει βασιλεύς
δι' ημάς, ούτε προφήτης, ούτε κανένας άλλος άρχων. Δεν προσφέρονται πλέον
ολοκαυτώματα, ούτε αναίμακτοι θυσίαι, ούτε θυμίαμα, ούτε και υπάρχει ναός
και θυσιαστήριον, δια να προσφέρωμεν ενώπιόν σου τας θυσίας μας και να
εύρωμεν έλεος.
15 Αλλά ας προσφερθώμεν ως θυσία ενώπιόν σου και
ας γίνωμεν δεκτοί από σε με ψυχήν συντετριμμένην και πνεύμα ταπεινωμένον.
16 Συ δέ, Κύριε, εν τω ελέει σου, όπως θα εδέχεσο ολοκαυτώματα κριών
και ταύρων και μυριάδων αμνών καλοθρεμμένων, έτσι ας γίνη σήμερα δεκτή η
θυσία μας αυτή ενώπιόν σου. Σε ακολουθούντες προσφέρομεν αυτήν την θυσίαν,
διότι είμεθα απολύτως βέβαιοι, ότι δεν θα έντραπούν ποτέ εκείνοι, οι οποίοι
έχουν πίστιν και στηρίζουν την πεποίθησιν των εις σέ.
17 Διότι και τώρα ακόμη ακολουθούμεν τας εντολάς
σου με όλην μας την καρδίαν. Σε σεβόμεθα και αναζητούμεν μετά πόθου το
πρόσωπόν σου.
18 Μη μας κατεντροπιάσης, Κύριε, αλλά δείξε και εις την περίστασιν
αυτήν απέναντί μας την επιείκειάν σου και το πλήθος του ελέους σου.
19 Σύμφωνα με τα αναρίθμητα θαυμαστά σου έργα,
που έχεις πράξει εις προστασίαν του λαού σου, γλύτωσέ μας και σήμερα και
δόξασε έτσι το Ονομά σου. Ας καταισχυνθούν όλοι εκείνοι, οι οποίοι φέρονται
με σκληρόν τρόπον και διαπράττουν κακότητας στους δούλους σου.
20 Ας καταισχυνθούν και ας αποδειχθή ανύπαρκτος
και ανίσχυρος η εναντίον μας δύναμίς των. Ας συντριβή η ισχύς των.
21 Και ας μάθουν, ότι συ είσαι ο μόνος αληθινός Κύριος και Θεός,
ένδοξος εις όλην την οικουμένην”!
|