«Φως ιλαρόν αγίας
δόξης, αθανάτου Πατρός, ουρανίου, αγίου, μάκαρος, Ιησού Χριστέ. Ελθόντες επί
την ηλίου δύσιν, ιδόντες φως εσπερινόν, υμνούμεν Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα
Θεόν. Άξιόν Σε εν πάσι καιροίς υμνείσθαι φωναίς οσίαις. Υιε Θεού, ζωήν ο
διδούς• διο ο κόσμος Σε δοξάζει».
Η Επιλύχνιος
Ευχαριστία (Φως Ιλαρόν) είναι αρχαίος ύμνος.
Συνδέθηκε με την ακολουθία του Εσπερινού από τους πρώτους
χριστιανικούς χρόνους. Η ύπαρξη του ύμνου αυτού μαρτυρείται ήδη από τον 4ο μ.Χ.
αιώνα.
Ο Μέγας Βασίλειος αναφέρεται στην ύπαρξή του και τον
χαρακτηρίζει ως «αρχαίαν φωνήν». Η σύνθεση του ύμνου αποδίδεται στον
μάρτυρα Αθηνογένη, ο οποίος, κατά την παράδοση, τον εκφώνησε, την ώρα που
τον οδηγούσαν στο μαρτύριο.
Ο ύμνος, με ποιητική γλώσσα, απευθύνεται προς το Χριστό,
τον οποίο και ονομάζει Φως Ιλαρόν. Το Ιλαρόν, όμως, αυτό Φως, είναι
διαφορετικό, ως προς τη φύση Του, από το κτιστό φως του ήλιου, γιατί είναι το
«(Φως) της Αγίας Δόξης του Αθανάτου, Ουρανίου και Μάκαρος Θεού Πατρός».
Σε αυτό το Άκτιστο Φως της Αγίας Δόξης, που είναι ο
Χριστός, ανάγουν οι χριστιανοί λατρευτικά το νου και την καρδιά τους, κάθε
φορά, που, «επί την ηλίου δύσιν», βλέπουν το «εσπερινόν φως» του φυσικού ήλιου,
και μέσα από αυτή τη μυσταγωγική αναγωγή αισθάνονται την ανάγκη να υμνήσουν
«Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα, Θεόν».
Ο επίλογος του ύμνου, απευθυνόμενος, όπως και ο υπόλοιπος
ύμνος, προς το Χριστό, δικαιολογεί την πνευματική αυτή αντίδραση των χριστιανών
στη θέα του εσπερινού φωτός, γιατί «...Άξιον Σε εν πάσι καιροίς υμνήσθαι
φωναίς οσίαις, Υιέ Θεού, ζωήν ο διδούς, διό ο κόσμος Σε δοξάζει»