Γιατί στὶς μυροφόρες
τὸ πρῶτο «Χριστὸς ἀνέστη» ;
(Ομιλία του
†Επισκόπου Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτου)
«Ὁ δέ λέγει αὐταῖς-
Μή ἐκθαμβεῖσθε- Ἰησοῦν ζητεῖτε τόν Ναζαρηνόν τόν ἐσταυρωμένον ἠγέρθη, οὐκ ἐστίν
ὧδε...» (Μάρκ. 16, 6)
Ἐξακολουθοῦμε, ἀγαπητοί μου, νά ἑορτάζουμε τό μέγα, τό
κοσμοσωτήριο γεγονός τῆς ἀναστάσεως τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Οἱ περισσότεροι ὕμνοι
ποῦ ψάλλονται τήν περίοδο αὐτή ὡς θέμα ἔχουν τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Ἄλλα καί
αὐτή ἡ θεία λειτουργία, ποὺ γίνεται τίς Κυριακές αὐτές τοῦ Πεντηκοσταρίου,
διαφέρει ἀπό τή θεία λειτουργία τοῦ ὑπολοίπου ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους• διότι
ἀμέσως μετά τό «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία...» δέν λέμε ἀμέσως τά εἰρηνικά, δέν λέμε
τίς αἰτήσεις «Ἐν εἰρήνῃ τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν...», ἄλλα ὁ ἱερεύς θυμιάζει τήν
ἁγία τράπεζα ἀπ' ὅλες τίς πλευρές καθώς καί ὅλο τό ναό καί ψάλλει μαζί μέ τούς
ψάλτες κατ' ἐπανάληψιν, δέκα φορές, τό «Χριστός ἀνέστη».
Τό «Χριστός ἀνέστη» ἀκούγεται ὅλες τίς Κυριακές ἀλλὰ καί
ὅλες τίς ἡμέρες μέχρι τῆς Ἀναλήψεως. Τό «Χριστός ἀνέστη» εἶναι, ἀδελφοί μου ὁ
γλυκύτερος χαιρετισμός, χαιρετισμός ποὺ μεταφέρει ἀπό στόμα σέ στόμα, ἀπό γενεά
σέ γενεά τό μέγα μήνυμα, τήν πιό χαρμόσυνη εἴδηση, ὅτι ὁ Κύριος νίκησε τό
θάνατο. Χιλιάδες φορές - ἀμέτρητες ἀκούστηκε, καί ἀκούγεται, καί θά
ἐξακολούθηση ν' ἀκούγεται τό «Χριστός ἀνέστη». Ἄλλα πότε ἐλέχθη γιά πρώτη φορά;
ποιά αὐτιά τό πρωτοάκουσαν; ποιός εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἄκουσε γιά πρώτη φορά τό
«Χριστός ἀνέστη»;
Ὅπως τή γέννηση τοῦ Χριστοῦ δέν τήν ἔμαθαν πρῶτοι οἱ
μεγάλοι καί ἰσχυροί καί πλούσιοι, ἀλλά οἱ ταπεινοί καί φτωχοί βοσκοί ποὺ
ἔβοσκαν τά ποίμνια τους στά βοσκοτόπια τῆς Βηθλεέμ, ἔτσι καί τήν ἀνάσταση τοῦ
Χριστοῦ, τό γεγονός ὅτι ὁ Ἰησοῦς σύντριψε τίς πύλες τοῦ ἅδου, δέν τό ἄκουσαν
πρῶτοι οἱ ἐπιφανεῖς καί ἀξιωματοῦχοι, δέν τό ἄκουσαν οἱ ἰσχυροί ἄνδρες, δέν τό
ἄκουσαν οὔτε καί αὐτοί οἱ μαθηταί τοῦ Χριστοῦ• τό μήνυμα τῆς ἀναστάσεως τοῦ
Κυρίου τό ἄκουσαν πρῶτες ἀπ' ὅλους οἱ γυναῖκες, οἱ μυροφόρες γυναῖκες• καί πρός
τιμήν αὐτῶν τῶν γυναικῶν εἶναι ἀφιερωμένη ἡ σημερινή Κυριακή, τρίτη Κυριακή ἀπό
τό Πάσχα.
Ἀλλὰ γιατί τό μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως τό ἄκουσαν πρῶτες ἀπ'
ὅλους οἱ μυροφόρες; Γιατί ἡ πρώτη ἐμφάνισης τοῦ ἀναστάντος Κυρίου νά γίνει σ'
αὐτές; Μήπως ὁ Χριστός στήν περίπτωση αὐτή ἐνήργησε μεροληπτικῶς;
Μεροληπτικῶς σέ καμία στιγμή τῆς ζωῆς του δέν
συμπεριφέρθηκε ὁ Κύριος. Ἦταν δίκαιος• καί συνεπῶς, ἐάν τώρα ὄχι οἱ ἄντρες, ὄχι
οἱ ἀπόστολοι, ὄχι ὁ Πέτρος καί ὁ Ἰωάννης, ἀλλά οἱ γυναῖκες ἄκουσαν τό χαρμόσυνο
μήνυμα, ὑπάρχει λόγος• λόγος ὄχι κάποιας ἰδιαιτέρας συμπαθείας, ἀλλά λόγος
δικαιοσύνης. Ὁ Χριστός ἀγαπᾶ ὅλα τά παιδιά του καί ἀμείβει τό καθένα χωρίς νά
μεροληπτεῖ εἰς βάρος ἄλλου. Ἄκουσαν πρῶτες οἱ μυροφόρες γυναῖκες τό «Χριστός
ἀνέστη», διότι τούς ἄξιζε πράγματι νά τό ἀκούσουν. καί τούς ἄξιζε, διότι αὐτές
ἔδειξαν ἀρετές ποὺ δέν ἔδειξαν οὔτε οἱ μαθηταί τοῦ Κυρίου. Ποιές ἀρετές
ἔδειξαν;
Ἀπό τήν πρώτη μέρα ποὺ γνώρισαν τόν Κύριο στή Γαλιλαία,
ἔγιναν πιστές μαθήτριές του, τόν ἀκολουθοῦσαν καί δαπανοῦσαν ἀπό τά ὑπάρχοντά
τους γιά τή συντήρηση ἐκείνου καθώς καί τοῦ ὁμίλου τῶν μαθητῶν του• «ὅτε ἦν ἐν
τῇ Γαλιλαίᾳ ἠκολούθουν αὐτῷ» (Μάρκ. 15,41) καί «διηκόνουν αὐτῷ ἐκ τῶν
ὑπαρχόντων αὐταῖς» (Λουκ. 8,3). καί μόνο τότε;
Τήν ὥρα τῆς θυσίας του, ἐνῶ ὅλοι εἶχαν ἐγκαταλείψει τόν
Κύριο, ἐνῶ ὁ μέν Ἰούδας τόν πρόδωσε γιά τριάκοντα ἀργύρια, ἐνῶ ὁ Πέτρος τόν
ἀρνήθηκε ἐμπρός σέ μία ὑπηρέτρια καί μάλιστα μέ ὅρκο, ἐνῶ οἱ ἄλλοι μαθηταί πλήν
τοῦ Ἰωάννου «πάντες ἀφέντες αὐτόν ἔφυγαν» (Ματθ. 26,56), ἐνῶ ὅλοι ὅσους εἶχε
εὐεργετήσει καθ' ὅλο τό διάστημα τῆς δημοσίας δράσεώς του πῆγαν καί ἑνώθηκαν
μαζί μέ τούς ἐχθρούς καί φώναζαν «Ἆρον ἆρον, σταύρωσον αὐτόν» (Ἰωάν. 19,15),
μέσα στή γενική αὐτή ἐγκατάλειψη οἱ μυροφόρες ἔμειναν πιστές καί ἀφοσιωμένες
στόν Κύριο. Ἔμειναν κοντά στόν Διδάσκαλο, ζώντας τό δράμα ἀπό ἀπόσταση τόση ὅση
τούς ἐπέτρεπαν οἱ συνθῆκες. οὔτε ἕνα λεπτό δέν ἀποχωρίσθηκαν ἀπό αὐτόν.
«Ἦσαν δέ ἐκεῖ καί γυναῖκες πολλαί ἀπό μακρόθεν θεωροῦσαι,
αἵτινες ἠκολούθησαν τῷ Ἰησοῦ ἀπό τῆς Γαλιλαίας διακονοῦσαι αὐτῷ• ἐν αἷς ἦν
Μαρία ἡ Μαγδαληνή, καί Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου καί Ἰωσῆ μήτηρ, καί ἡ μήτηρ τῶν υἱῶν
Ζεβεδαίου» (Ματθ. 27,55-56) «καί Σαλώμη, αἵ...καί διηκόνουν αὐτῷ, καί ἄλλαι
πολλαί αἱ συναναβᾶσαι αὐτῷ εἰς Ἱεροσόλυμα» (Μαρκ. 15,40-41). Βρῆκαν τό ψυχικό
σθένος νά μείνουν ἐκεῖ, στό Γολγοθᾶ.
Εἶδαν τό φρικτό θέαμα. Ἄκουσαν ὅλους τοὺς λόγους, ποὺ εἶπε
ὁ Χριστός ἐπάνω στό σταυρό, ἄκουσαν καί τό «Τετέλεσται» (Ἰωάν. 19,30).
Ἀλλὰ καί μετά τό θάνατό του δέν ἀναχώρησαν. Ἔμειναν
θρηνώντας κοντά στό σταυρό. Καί μόλις παρουσιάστηκε ὁ Ἰωσήφ ὁ ἀπό Ἀριμαθαίας
καί ὁ Νικόδημος μέ τήν ἄδεια τοῦ ἐνταφιασμοῦ, αὐτές ἔτρεξαν, τούς βοήθησαν,
τούς συνόδευσαν στό μνημεῖο, καί δεν ἔφυγαν ἀπό 'κεῖ παρά μόνο ὅταν ὁ ἥλιος τῆς
δραματικωτέρας αὐτῆς ἡμέρας ἔριξε πάνω στή γῆ τίς τελευταῖες του ἀκτῖνες.
Τήν ἀγάπη τους ὅμως, τήν ἀνδρεία τους, τή μεγάλη ψυχή τους
τήν ἔδειξαν κατ' ἐξοχήν τη νύχτα τῆς Ἀναστάσεως, «τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων» (Λουκ.
24,1). Τότε, ἐνῶ ἤξεραν ὅτι τό μνῆμα εἶναι σφραγισμένο, ὅτι λίθος μεγάλος καί
βαρύς φράζει τήν εἴσοδό του, ὅτι ἔνοπλοι Ρωμαῖοι στρατιῶτες φρουροῦν τόν τάφο
κ' ἔχουν ἐντολή νά χτυπήσουν καθένα ποὺ θά τολμοῦσε νά πλησίαση ἐκεῖ, ἐν
τούτοις οἱ μυροφόρες γυναῖκες «λίαν πρωί» (Μάρκ. 16,2), «ὄρθρου βαθέος» (Λουκ.
24,1), πρίν ἀκόμη ἀνατείλει ὁ ἥλιος, ξεκινοῦν νά ἔρθουν στό μνῆμα φέρνοντας
μαζί τους ἀρώματα, τά ὁποῖα εἶχαν ἑτοιμάσει, γιά νά μυρώσουν τό σῶμα τοῦ
Χριστοῦ. Κανένας φόβος καί καμιά δυσκολία δέν στάθηκαν ἱκανά νά τίς ἐμποδίσουν.
Τό μόνο ποὺ τίς ἀπασχολοῦσε ἦταν, πῶς θ' ἀποκυλίσουν τόν τεράστιο καί ἀσήκωτο
ἐκεῖνο λίθο ἀπό τό ἄνοιγμα τοῦ μνημείου.
Μία τέτοια ἀγάπη, μία τέτοια ἀφοσίωση, μία τέτοια ἀνδρεία
ἦταν δυνατόν νά μή δεῖ, νά μήν ἐκτιμήσει, νά μή βραβεύσει ὁ Κύριος; Ἀμοιβή
λοιπόν τῆς ἀγάπης τους ἦταν τό ὅτι πρῶτες αὐτές ἄκουσαν τή μεγάλη εἴδηση, τό
ἄγγελμα τῆς Ἀναστάσεως, τό «Χριστός ἀνέστη», ἀπό ἄγγελο Κυρίου. Καί ἐν
συνεχείᾳ, ὅτι πρῶτες αὐτές βλέπουν τόν ἀναστάντα Κύριο καί παίρνουν ἐντολή, νά μεταδώσουν
τό μήνυμα αὐτό στούς μαθητὰς καί στίς ἄλλες μαθήτριες.
Κ' ἐμεῖς σήμερα, ἀγαπητοί μου, ποὺ ἑορτάζουμε τή μνήμη τῶν
ἁγίων μυροφόρων γυναικῶν, ἄντρες καί γυναῖκες ἄς μιμηθοῦμε τῶν μυροφόρων τίς
ἀρετές, ἰδίως τήν ἀγάπη ποὺ εἶχαν στόν Κύριο.
Εἶναι ἀλήθεια, ὅτι καί μέχρι σήμερα οἱ γυναῖκες ἀγαποῦν τό
Θεό περισσότερο ἀπό τούς ἄντρες. Αὐτές ἐκκλησιάζονται περισσότερο. Αὐτές
ἔρχονται στούς ναούς «ὄρθρου βαθέος». Αὐτές μελετοῦν τό Εὐαγγέλιο καί ἄλλα
ἐκκλησιαστικά βιβλία. Αὐτές τρέχουν στό κήρυγμα, ὅπου ἀκούγεται λόγος Θεοῦ.
Αὐτές εἶναι προθυμότερες στήν ἄσκηση τῆς φιλανθρωπίας καί ἐλεημοσύνης. Αὐτές...
Ὦ, πόσα δέν ὀφείλει ἤ Ἐκκλησία στίς γυναῖκες τίς θερμές!
Σήμερα ὅμως, στούς χρόνους αὐτούς τῆς ἀπιστίας καί τῆς
διαφθορᾶς, καί οἱ γυναῖκες ἀρχίζουν νά κλονίζονται, νά χάνουν τό ἄρωμα τῆς
πίστεως καί τῆς εὐσεβείας. Οἱ πειρασμοί εἶναι μεγάλοι. Τά κακά παραδείγματα, τά
θέατρα, οἱ κινηματογράφοι, τά αἰσχρά περιοδικά, ἡ μόδα, ὅλα μαζί σπρώχνουν τή
γυναίκα νά λησμονήσει τόν προορισμό της, τήν ἀποστολή της, νά προδώσει τήν
πίστη καί τήν ἠθική.
Ἄλλ' ὄχι! Οἱ γυναῖκες, ὅσες τουλάχιστον κατοικοῦν στή
γωνία αὐτή τῆς γῆς, ἄς μή παρασύρονται ἀπό τά ἀπατηλά συνθήματα, ἄς μή
θαμπώνονται ἀπό φανταχτερές εἰκόνες καί ἄλλα εἴδωλα, ἄς κλείσουν τά αὐτιά στίς
εἰσηγήσεις τοῦ ὄφεως. Ἄς μή μιμηθοῦν τήν Εὔα, ποὺ ἄκουσε τή συμβουλή τοῦ
ἑωσφόρου καί ἀπολεσθεῖ• ἄς μιμηθοῦν τίς μυροφόρες, τίς ἅγιες ποὺ ἀγάπησαν τόν
Κύριον. Νά εἶσθε δέ βέβαιοι, ὅτι τότε θά ἔχουν καί στήν παροῦσα ζωή τήν εὐλογία
τοῦ Κυρίου καί θ' ἀξιωθοῦν καί αὐτές ὡς μυροφόρες τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν.
Ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος-
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ
Ζωοδόχου Πηγῆς Δάφνης - Ἀθηνῶν τὴν 5-5-1957.