Ἐπέτειος μνημοσύνης
τῶν 353.000 σφαγιασθέντων καί μαρτυρικῶς τελειωθέντων Ἑλλήνων Ποντίων.
Ὁ ἐκ Κομοτηνῆς καταγόμενος ἀγωνιστής Μητροπολίτης
Τραπεζοῦντος καί μετέπειτα Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Χρύσανθος (Φιλιππίδης), ὁ
ὁποῖος δικαίως καί προσφυῶς ὀνομάστηκε ἀπό τόν ποντιακό ἑλληνισμό ὡς ὁ “Ἅγιος
τῶν Ποντίων”, “διά χειρί” διασώζει στίς “Βιογραφικές Ἀναμνήσεις” του τά πάθη
τῶν Ποντίων, ὅταν οἱ τσέτες τοῦ τουρκικοῦ κομιτάτου ἐφάρμοζαν τό σχέδιο τῆς
“ἐθνοκαθάρσεως” καί γενοκτονίας τοῦ Ποντιακοῦ Ἑλληνισμοῦ.
Ἡ προσωπική γραπτή μαρτυρία τοῦ ἀοίδιμου Μητροπολίτου
Τραπεζοῦντος Χρύσανθου ἀποτελεί τήν ζῶσα ἀπόδειξη τῶν ὅσων ἔλαβαν χώρα στόν
ἑλληνικό Πόντο καί εἶχαν ὡς συνέπεια τόν φρικτό καί μαρτυρικό θάνατο 353.000
Ἑλλήνων Ποντίων.
Ἀπό τίς “Βιογραφικές Ἀναμνήσεις” τοῦ Τραπεζοῦντος
Χρύσανθου, πού ἐκδόθηκαν τό 1970 ἀπό τόν ἐκτελεστή τῆς διαθήκης του, Γεώργιο Ν.
Τασούδη, δημοσιεύουμε ὁρισμένα ἀποσπάσματα στά ὁποῖα ὁ ἀοίδιμος Ἱεράρχης
καταγράφει τά τῶν Ποντίων πάθη ὡς ἑξῆς:
“Κατά Δεκέμβριο τοῦ 1917 ἄρχισε ἡ ἐγκατάλειψη τοῦ μετώπου
καί ἡ ὀπισθοχώρηση...τοῦ ἐν πλήρει ἀναρχίᾳ και παραλυσίᾳ
διατελοῦντος ρωσικοῦ στρατοῦ. Οἱ Ἔλληνες κάτοικοι τῶν ρωσοκρατούμενων μερῶν ἀπό
Τραπεζοῦντος μέχρι Ἐρζιγκιάν καί ἀπό Ριζαίου μέχρι Ἐλεβής, γνωρίζοντας τί εἶναι
τουρκική προέλαση καί δή ἐπιδρομή τσετέδων, οἱ ὁποῖοι οὐδέν ἀφήνουν ὀρθόν,
ἔντρομοι ἀπέστελναν πανταχόθεν ἀπεσταλμένους στήν Μητρόπολη Τραπεζοῦντος γιά νά
μάθουν περί τοῦ πρακτέου.
Ἡ Μητρόπολη γνωρίζοντας τίς ὀλέθριες ὑπό πᾶσαν ἄποψη
συνέπειες τῆς μεταναστεύσεως καί δή ἐν καιρῷ χειμῶνος, συνεβούλευσε τούς
ἐρωτῶντες νά μήν ἐγκαταλείψουν τούς βωμούς καί τίς ἑστίες τους, καί ἄν
ἀκόμη ἐπρόκειτο νά φονευθοῦν. Φρονοῦσε (ἡ Μητρόπολη) ὅτι ὁ ἐν τῇ πατρίδι καί
ὑπέρ τῆς πατρίδος ὡραῖος θάνατος εἶναι προτιμότερος ἀπό τήν διά τῆς φυγῆς ἄδοξη
καί ἄσχημη θανή. Ἐάν ἡ Μητρόπολη ἐδίσταζε ἤ συνεβούλευε τήν μετανάστευση, εἶναι
βέβαιο ὅτι ἡ ἀπό Ριζαίου μέχρι Ἐλεβής χώρα θά ἐρημώνετο, ἀφοῦ μάλιστα
ὅλος ὁ Ἑλληνικός λαός πανικόβλητος ἀνέμενε ἕνα νεῦμα τῆς Μητροπόλεως γιά νά
μεταναστεύσει. Γιά νά ἐνθαρρυνθοῦν οἱ Ἕλληνες καί νά δυνηθοῦν νά ὑπερασπιστοῦν
τούς ἑαυτούς τους κατά τῆς ἀναρχίας καί ἰδιαίτερα κατά τῆς ἐπελάσεως τῶν
τσετέδων, ἐλήφθη πρόνοια νά ἐξοπλιστοῦν ὅλοι οἱ χωρικοί, οἱ δυνάμενοι νά φέρουν
ὅπλα. Συνεννοήθηκαν μέ τό ρωσικό κομιτάτο, τό ὁποῖο κυβερνοῦσε τόν ρωσικό
στρατό καί παρέλαβαν χιλιάδες ὅπλων καί πολεμοφοδίων, τά ὁποῖα μεταφέρονταν στό
κτίριο τοῦ Παρθεναγωγείου.
Ἀνέθεσαν τό ἔργο στήν ὀργάνωση τῶν νέων τῆς Τραπεζοῦντος,
οἱ ὁποῖοι ἀπό πρωίας μέχρι νυκτός ἐξόπλιζαν τούς χωρικούς μέχρι ἑβδομῆντα ἐτῶν,
οἱ ὁποῖοι κατέρχονταν ἀπό τά χωριά τους γιά νά ἐξοπλιστοῦν καί ἐνδύονταν ὅλοι
μέ στρατιωτικές χειμερινές περικνημίδες καί ὑποδήματα πρός φύλαξη ἀπό τοῦ
ψύχους… Ἐπί τρεῖς καί πλέον μῆνες διήρκεσαν οἱ ἐπιθέσεις καί διαρκῶς
ἀποκρούονταν καί ἐσώθησαν μέ τήν ἡρωική ἄμυνά τους τα χωριά Τσίτα τῶν
Σουρμένων, ἡ περιφέρεια τοῦ Κοσμά, τοῦ Καπήκιοϊ, τῆς Λιβερᾶς, τά χωριά
Χαμσήκιοϊ τῆς ἡρωικῆς Σάντας, ὅπου ὁ ἀδελφός τοῦ καθηγητοῦ Φίλιππου Χειμωνίδου
κατασκεύασε εἴδη ὀβίδων καί ἄλλων ἐκρηκτικῶν ὑλῶν, οἱ ὁποῖες ἐρρίπτοντο
ἐναντίον τῶν ἐπιτιθεμένων κατά τῆς Σάντας πολυάριθμων Τούρκων τῆς Γέμουρας,
ὥστε αὐτοί νά νομίζουν ὅτι οἱ Σανταῖοι διαθέτουν τηλεβόλα. Ἔτσι προελήφθη ἡ
τελευταία ἑρήμωση τοῦ Πόντου, ὁ ὁποῖος θά ἑρημώνετο ὅλος ἐάν δέν ἐγένετο ὁ
ἐξοπλισμός τῶν χωρικῶν.
Τά λοιπά χωριά, ὅσα δέν κατόρθωσαν νά ἀντιτάξουν ἔνοπλη
ἄμυνα, μετανάστευσαν στήν Ρωσία. Καί τήν μετανάστευση αὐτή διευκόλυναν
παντοιοτρόπως τά πλοῖα τῶν Ρώσων, οἱ ὁποῖοι καίπερ Μπολσεβίκοι, ἐφάνησαν
ἀνθρωπινότεροι ἀπό τά πληρώματα τῶν συμμαχικῶν πλοίων, τά ὁποῖα κατά τήν
Μικρασιατική καταστροφή ἐν ἔτει 1922 δέν ἐδέχθησαν οὔτε ἕναν Ἕλληνα νά σώσουν
καί ὅσοι τυχόν ἀνερριχῶντο στούς κάβους τῶν πλοίων, ἐρρίπτοντο ἀσπλάχνως στήν
θάλασσα, κοπτομένων τῶν κάβων, γεγονός πού ἀποδεικνύει ὅτι οἱ ἐξ Ἀνατολῆς
χριστιανοί ἀκόμη καί μπολσεβικοποιούμενοι εἶναι ἀνθρωπινότεροι ἀπό τούς
χριστιανούς τῆς Δύσεως…
Ἐν μέσῳ τῆς γενικῆς ταύτης ἀναστατώσεως καί τρικυμίας ἡ
Μητρόπολη καί ἡ ἐπιτροπή τῶν προσφύγων ἀταράχως ἐξακολουθοῦσε τόν δρόμο της.
Μάλιστα ἐπειδή ἐσκέφθη ὅτι μέ τήν ἔλευση τῶν Τούρκων θά ἐπέλθει ἔλλειψη
τροφίμων, ἐπρομηθεύθη κατά τίς παραμονές τῆς εἰς Τραπεζοῦντα ἐπελάσεως τοῦ
τουρκικοῦ στρατοῦ 400 σάκκους ἀλεύρων, τούς ὁποίους κατά τίς ἡμέρες τῆς
ἀναρχίας ἐποφθαλμιοῦσαν οἱ Γεωργιανοί στρατιῶτες καί ζητοῦσαν νά τούς ἁρπάσουν,
ἐνῶ διεσώθησαν μετά δυσκολίας στόν νάρθηκα τοῦ μητροπολιτικοῦ ναοῦ. Ἀλλά τούς
διασωθέντες σάκκους, πλήν ἑκατό ἐπέταξε κατόπιν ὁ ἐλθών τουρκικός στρατός, ἄν
καί τούς ἐπέστρεψε μετά ἀπό λίγους μῆνες χάρη στήν προσπάθεια τοῦ Βεχήπ Πασᾶ.
Ἐνῶ προετοιμάζαμε κατά τόν τρόπο αὐτό τήν ζωή τῶν Ἑλλήνων
χριστιανῶν γιά τήν νέα ἅλωση τῆς Τραπεζοῦντος ὑπό τῶν Τούρκων, μέ συνεῖχε ἡ
σκέψη πῶς θά ἦταν δυνατόν ἡ νέα αὐτή ἅλωση νά γίνει χωρίς αἱματοχυσίες καί
κινδύνους τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ. Ἐπειδή δέ ὁ τρόπος καί ἡ μέθοδος τῆς φυγῆς τοῦ
ρωσικοῦ στρατοῦ ἀπό τήν Τραπεζοῦντα καί τήν πέριξ χώρα ἐξαρτιόταν κυρίως ἀπό τό
μπολσεβίκικο κομιτᾶτο τῆς Τραπεζοῦντος, ἐδέχθην πρόσκληση τοῦ κομιτάτου νά
παρακάθημαι στίς συνεδριάσεις του, οἱ ὁποῖες ἐγίνοντο στήν ἕδρα του, στό μέγαρο
Θεοφυλάκτου.
Οἱ συνεδριάσεις ἐγίνοντο καθ’ ἕκαστην ἑσπέραν καί τακτικῶς
παρευρισκόμουν σ’ αὐτές προσπαθῶντας νά κατευθύνω μέ ὅση δύναμη εἶχα τίς
συζητήσεις γιά ἥρεμη φυγή τοῦ πολυάριθμου ρωσικοῦ στρατοῦ χωρίς βομβαρδισμούς
τῆς πόλεως ὑπό τοῦ ρωσικοῦ στόλου καί χωρίς καταστροφές. Γι’ αὐτό, ἀφ’ ἑνός
προσπαθοῦσα να συγκρατήσω τήν προέλαση τῶν τσετέδων προκειμένου νά μήν ἔλθουν
σέ ἐπαφή μέ τόν ρωσικό στρατό καί τόν ἐρεθίσουν, ἀφ’ ἑτέρου δέ ἐργαζόμουν ὥστε
νά μήν παρεξηγοῦν οἱ τοῦ μπολσεβικικοῦ κομιτάτου τίς ὕποπτες κινήσεις τῶν
Τούρκων. Πρός τοῦτο ἐδέησε νά συναντήσω στό χωριό Χολομάνα τόν ἀρχηγό τῶν
τσετέδων Καχράν Βέη, ἄλλοτε ἀρχηγό τῆς τουρκικῆς χωροφυλακῆς , γιά νά τόν πείσω
περί τῆς ἀνάγκης βραδείας προελάσεως τῶν τσετέδων καί ἀποφυγῆς πάσης αὐτῶν
ἐπαφῆς μέ τόν ρωσικό στρατό…
Ἔφθασα στήν οἰκία ὅπου διέμενε ὁ ἀρχηγός Καχρά Βέης, ὁ
ὁποῖος μέ ὑπεδέχθη εὐγενῶς, ἀλλά κατά τήν ἴδια ὥρα ἔφθασαν καί δύο Γεωργιανοί
ἐκ τῶν ὁποίων ὁ ἕνας ἦταν μέλος τοῦ μπολσεβικικοῦ κομιτάτου. Ὁ Γεωργιανός
αὐτός ἐπεζητοῦσε τρόπο νά χαρακτηριστεῖ ὁπωσδήποτε ἡ Τραπεζοῦντα ὡς γεωργιανή
γιά κάθε ἐνδεχόμενο κατά τό τέλος τοῦ πολέμου καί τήν ὑπογραφή τῆς Συνθήκης.
Γι’ αὐτό προσπάθησε νά ἀποστείλει ἀπόσπασμα Γεωργιανῶν στρατιωτῶν οἱ ὁποῖοι
ὑπηρετοῦσαν στόν ρωσικό στρατό πρός φύλαξη τηλεβόλων τοῦ Μπόζ Τεπέ (Φαιοῦ
Λόφου), ἀλλά τήν προσπάθειά του αὐτή ἐματαίωσα συνεννοηθείς μέ τόν
πρόεδρο τοῦ μπολσεβικικοῦ κομιτάτου καί ἀπέστειλα ἑκατό περίπου εὐσταλεῖς
Ἑλληνόπαιδες, τελειόφοιτους τοῦ Γυμνασίου Τραπεζοῦντος, μεταξύ τῶν ὁποίων καί
τόν ἀνεψιό μου Γεώργιο Τασούδη, οἱ ὁποῖοι ἀφοῦ περιεβλήθηκαν, φρουροῦσαν νύκτα
καί μέρα τά τηλεβόλα καί ὅλη τήν περιφέρεια τοῦ Μπόζ Τεπέ, ἀσκούμενοι συγχρόνως
ὑπό δύο Ρώσων ἀξιωματικῶν στήν χρήση τῶν τηλεβόλων. Καί τώρα ποιός γνωρίζει μέ
τί διαβούλια ἦλθε νά συνεννοηθεῖ ὁ Γεωργιανός αὐτός ἀξιωματικός μέ τόν ἀρχηγό
Καχράν Βέη, ἀλλά καί πάλιν συνήντησε ἐμέ ἐμπόδιόν του.
Ἐζήτησα νά ἰδῶ ἰδιαιτέρως τόν Καχράν Βέη καί περιέγραψα σ’
αὐτόν τούς κινδύνους τούς ὁποίους ἐνεῖχε πᾶσα βιαία προέλαση τῶν τσετέδων καί
τοῦ τουρκικοῦ στρατοῦ. Κατενόησε τήν ἀλήθεια τῶν λεγομένων μου καί ὑπεσχέθη ὅτι
θα συμμορφωθεῖ. Συγχρόνως παρεκάλεσα αὐτό, νά παύσουν οἱ τσετέδες νά
ἐπιτίθενται κατά τῶν ἀόπλων χωρίων, διότι τά ἄλλα εἶχα ὁπλίσει ἐγώ πρός ἄμυνάν
των. Μοῦ περιέγραψε ὁ Καχράν Βέης τήν λύσσα τῶν ἀμυνομένων Ἑλλήνων χωρικῶν καί
πῶς πολυάριθμοι ἔνοπλοι Ἕλληνες ἐπάνω στό χωριό Καρλίκ ἀναχαιτίζουν τούς
τσετέδες ὑπό τήν ἡγεσίαν κάποιου Λεοντίδου – ἦταν ὁ Νικόλαος Λεοντίδης,
πρόεδρος τῆς Ὀργανώσεως – μέ τόν ὁποῖο ἀναγκάσθηκε ὁ Καχράν Βέης νά ἔλθει σέ
συνεννόηση…
Τήν ἑπομένη μετά τό ἐπεισόδιο ἡμέρα παρεκάθησα πάλι στό
μπολσεβικικό Συμβούλιο στό ὁποῖο παρέστη καί ὁ Γεωργιανός ἀξιωματικός, ὁ ὁποῖος
μέ τόνο δραματικό ἄρχισε κατηγορητήριο ἐναντίον μου καί δή ὅτι εἶχα ἰδιαιτέρα
συνέντευξη μέ τόν Καχράν Βέη… Ἄκουσα ἀταράχως τό κατηγορητήριόν του καί
ἀπήντησα ὅτι εἶμαι ὑποχρεωμένος νά προστατεύσω τόν Ἑλληνικό λαό δραττόμενος
οἱουδήποτε ξύλου, εἴτε γεροῦ, εἴτε σάπιου, ἀφοῦ ὁ ρωσικός στρατός δέν
προσφέρεται νά ὑπεραμυνθεῖ τῶν Ἑλλήνων καί τοῦτο μέ ὁδήγησε σέ ἐπίσκεψη καί συνεννόηση
μέ τόν ἀρχηγό τῶν τσετέδων, οἱ ὁποῖοι λυμαίνονται τά ἀπροστάτευτα ἑλληνικά
χωριά…
Συγχρόνως ἄρχισα νά ἐνεργῶ ἐξοπλισμό τῶν νέων Ἑλλήνων
πολιτῶν γιά νά ἀποτελέσουν τήν χωροφυλακή τῆς Τραπεζοῦντος κατά τῆς κρατούσης
ἀναρχίας καί τό τάγμα τοῦτο τῶν Ἑλλήνων χωροφυλάκων ἐπαγρυπνοῦσε νύκτα καί
ἡμέρα γιά τήν ἀσφάλεια τῆς πόλεως…
Ἀλλά ἡ ἀναρχία ὁλοένα καί ὀξύνετο, ἐνῶ οἱ τσετέδες στήν
ὕπαιθρο ὀργίαζαν. Ἐσκέφθην λοιπόν νά ἀποστείλω ἰδιαίτερο ἀπεσταλμένο πρός τόν
Τοῦρκο Ἀρχιστράτηγο τοῦ μετώπου Βεχή Πασᾶ… να περιγράψει σ’ αὐτόν τήν
κρατοῦσα ἔκρυθμη κατάσταση καί νά ἐρωτήσει αὐτόν ἐκ μέρους μου ἄν ἡ τουρκική
κυβέρνηση εἶναι ἐκείνη, ἡ ὁποία ὀργανώνει καί ἐξαποστέλλει κατά τῶν ἑλληνικῶν
χωριῶν τούς τσετέδες γιά νά διαφωτίσω ἀναλόγως τό ποίμνιό μου… Ἀλλά καί στήν
ἰδιαίτερη ἐπιστολή του καί στήν συνομιλία τήν ὁποία εἶχε ὁ Βεχήπ Πασᾶς μέ
τόν Σιδηρόπουλο, ἀπέφυγε ἐπιμελῶς νά πεῖ ἐάν ἡ τουρκική κυβέρνηση εἶναι ἡ
ὠθοῦσα τούς τσετέδες μέ σκοπό τήν ἑρήμωση τῶν χωρίων τῆς Τραπεζοῦντος…
Ἡ πίεση τῶν Τούρκων ἐβάρυνε πολύ τούς Ἕλληνες καί ἐφαίνετο
βαρυτέρα μετά τήν σχετική ἐλευθερία, τήν ὁποία ἀνέπνευσαν κατά τήν ρωσική
κατοχή. Κατά δεκάδες ἐφυλακίζοντο οἱ Ἕλληνες διότι δῆθεν εἶχαν βλάψει Τοῦρκο
ἐπί ρωσικῆς κατοχῆς. Καί ὅταν διαμαρτυρόμουν πρός τίς τουρκικές αρχές γιά τίς
φυλακίσεις αὐτές, μοῦ ἀπαντοῦσαν ὅτι ἄν ζητοῦσα κάτι ἀτομικό, θά τό ἔπρατταν
εὐχαρίστως διότι προστάτευσα τούς Τούρκους ἐπί ρωσικῆς κατοχής, ἀλλά ἐπειδή
ζητῶ, ὅπως καί πάντοτε ζητοῦσα, μόνον ἐθνικό, ἀδυνατοῦν νά τό πράξουν, διότι,
ὅπως εἴπαμε καί προηγουμένως, σκοπός τους ἦταν ἡ βαθμιαία καταστροφή τοῦ
ἑλληνικοῦ ἔθνους.
Ἔτσι ἐξακολουθούσαμε νά στενάζουμε ὑπό τόν βαρύ τουρκικό
ζυγό καί ἀπελπισία κατεῖχε πάντες τούς Ἕλληνες, ὥστε νά μή θέλουν νά
καλλιεργήσουν καί νά σπείρουν τούς ἀγρούς τους, διότι δέν ἤξεραν ἐάν θά
τούς ἐπέτρεπαν οἱ Τοῦρκοι ἐλεύθερους νά θερίσουν ὅ,τι ἔσπειραν…
Στό μεταξύ ἐξακολουθοῦσα ἀδιακόπτως μαζί μέ τήν ἐπιτροπή
τῶν προσφύγων νά ἀποκαθιστῶ στά χωριά τους , τούς πρόσφυγες Ἕλληνες, οἱ
ὁποῖοι παρά τήν μαστίζουσα αὐτούς πενία θεωροῦσαν τήν ὀργανική ἀνάγκη νά ἔχουν
ἀμέσως καί τήν ἐκκλησία καί τό σχολεῖο, δηλαδή ἱερέα καί διδάσκαλο. Ἔτσι, μόλις
ἀπεκατέστησα στό μακρινό χωριό Οὔζη τούς χωρικούς μετά ἀπό λίγες ἡμέρες ἦλθε
ἐπιτροπή τῶν χωρικῶν, ἡ ὁποία ζητοῦσε νά δώσω σ’ αὐτούς ἱερέα καί
διδάσκαλον, τούς ὁποίους ἀφοῦ παρέλαβαν, ἐπέστρεψαν στό χωριό…
Ἀπό τοῦ Πάσχα τοῦ ἔτους 1918 καί ἐφεξῆς κατορθώθηκε ἡ
ἀποκατάσταση τῶν προσφύγων Ἑλλήνων στά χωριά τους καί ἔτσι κανείς
πρόσφυγας χωρικός δέν ὑπελείφθη στήν Τραπεζοῦντα. Ἀλλά ἐξακολουθοῦσε ἡ
ὑπό τήν προεδρία μου λειτουργοῦσα Ἐπιτροπή τῶν προσφύγων νά παρέχει τήν
ἐπιμελημένη περίθαλψή της καί στούς ἐπερχόμενους στήν πατρίδα τους Τούρκους.
Παρά τήν ἐπελθοῦσα ἰσχνότητα τῶν πόρων της, ἡ Ἐπιτροπή προσφύγων ἔτρεφε καί
πάλι ἱκανούς τῶν μουσουλμάνων καί ἐνέδυε τούς ἐξ αὐτῶν γυμνούς”.