Ο Βίος του Αγίου
Η πατρίδα του Αγίου μας είναι το χωριό Ζέλι, εκεί μαζί με τους ευσεβείς γονείς του, έζησε τα πρώτα του χρόνια. Ως σκεύος όμως εκλεκτόν, από βρεφικής ηλικίας έδειχνε εμφανέστατα ότι έχει γίνει δοχείον του Παναγίου Πνεύματος, διότι βρέφος ακόμη δε δεχόταν Τετάρτη και Παρασκευή να πιεί γάλα από την ίδια του τη μάνα. Σε ηλικία επτά ετών, οι γονείς του τον παρέδωσαν στον εφημέριο για να τον διδάξει γραφή και ανάγνωση (οι ιερείς στη δύσκολη εποχή της τουρκοκρατίας, συνήθως κρυφά, δίδασκαν στα σκλαβωμένα ελληνόπουλα τα γράμματα για να μην ξεχάσουν από πού έρχονται και για να μη σβήσει η ελπίδα της επανάστασης).
Φιλομαθής νέος, με κοσμιωτάτη συμπεριφορά αλλά και άκρα ταπείνωση, γίνεται παράδειγμα σεμνότητας, προς του νέους της εποχής του αλλά και του σήμερα. Μεγαλώνοντας ο Όσιος, αυξάνεται ο ζήλος του προς τα Ιερά Γράμματα και ως μέλισσα που τρέφεται από το γλυκό καρπό των άνθεων, έτσι και εκείνος μαγνητίζεται από τους βίους των Αγίων της Εκκλησίας μας. Αποφασίζει πια να φύγει από τον κόσμο και να ενδυθεί το μοναχικό σχήμα, να αφιερωθεί ψυχή τε και σώματι στο Σωτήρα Χριστό. Όταν το ανακοινώνει στους γονείς του, εκείνοι στην αρχή προσπάθησαν να τον πείσουν ευγενικά να μην τους εγκαταλείψει. Όμως η απόφαση του νεαρού «Σωτήριου» (κοσμικό όνομα του Αγίου) είναι στέρεη και αμετάκλητη, ρίχνει το βλέμμα στους δύο αγαπημένους του γονείς, τους αγκαλιάζει, παίρνοντας στο τέλος την ευχή τους και φεύγει. Η πρώτη του στάση στον αγώνα, είναι μία ώρα μακριά από το χωριό του, σε ένα μοναστηράκι απ’ ονόματι του Προφήτη Ηλία, στο όρος Κάρκαρα. Κοντά στο όρος αυτό ο Άγιος ανήγειρε μικρό ναό επ’ ονόματι του Σωτήρος και κελί εντός σπηλαίου, υπολείμματα του οποίου σώζωνται μέχρι σήμερα. Πλησίον του χώρου αυτού υπήρχε ναός προς τιμήν της Παναγιάς μας και κελιά τα οποία όπως μαρτυρούν οι γεροντότεροι, τα είχαν κατασκευάσει οι κάτοικοι της Ελατείας και όταν έπεφτε κάποια λοιμική νόσος, κατέφευγαν εκεί και με τις πρεσβείες της Υπεραγίας Θεοτόκου και του Οσίου, δέχονταν τη θεραπεία από το Θεό.
Σε αυτόν λοιπόν το χώρο, έμεινε ο Όσιος αρκετά, επειδή όμως η συχνή παρουσία των γονέων του, των φίλων του και συγχωριανών του, δεν του άφηνε χώρο ησυχίας, κατέφυγε στη Ιερά Μονή Αγίων Αναργύρων, όπου για τον ίδιο λόγο, έφυγε μετά από έξι μήνες. Φεύγοντας οδήγησε τα βήματά του στην Ιερά Μονή Σαγματά. Στο Μοναστήρι του Σωτήρος, ο Όσιος με περισσό ζήλο και θυσιαστικό πνεύμα, αγωνίζεται και ως διψώσα έλαφος, λαμβάνει το πνευματικό ύδωρ των αγώνων του. Διακρίνεται για την υπομονή του, τις νηστείες και αγρυπνίες του, την απεριόριστη υπακοή του προς πάντας, την υπομονή στις θλίψεις και την αφοσίωσή του στην πνευματική του καλλιέργεια. Βλέποντας ο Ηγούμενος τις αρετές και την πνευματική πρόοδο του Οσίου τον εκούρευσε Μοναχό και τον ονόμασε Σεραφείμ. Μετά από λίγο καιρό, τον χειροτόνησε Ιεροδιάκονο, μετά δε πολλών πιέσεων, δέχεται και το μέγιστο αξίωμα της ιεροσύνης. Με το υψηλό αξίωμα της ιεροσύνης που έλαβε, αναλογιζόμενος το βάρος των πνευματικών του ευθυνών, αυξάνει τους αγώνες του για να φθάσει σε μέτρα τελειότητος, τα οποία του επέβαλε το αξίωμα. Έμεινε στην Ιερά Μονή δέκα χρόνια, αγωνιζόμενος και συνασκούμενος με μεγάλες μορφές της Εκκλησίας μας. Κατόπιν για να αποφύγει πάλι τους επαίνους των ανθρώπων, ζήτησε από τον Ηγούμενο την άδεια να αναχωρήσει και αφού αποχαιρέτησε το συνασκητή του Αγίου Κλήμεντος, Όσιο Γερμανό, έφυγε. Έφθασε στην περιοχή δυτικά του Ελικώνος, μία ώρα μακριά από την αρχαία Βούλιδα, εις την τοποθεσία Δομβού, όπου έχτισε ναό, επ’ ονόματι του Σωτήρος, λίγα κελιά, και συνοίθρισε λίγους μοναχούς, ασκούμενος άλλα δέκα έτη. Όμως η μεγάλη προσέλευση των ανθρώπων προς τον Άγιο, για να βρουν γιατρειά από τις ασθένειές τους, όπως ήταν φυσικό, ετάραζε την ησυχία του, εμπόδιζε την αδιάλειπτη προσευχή του και τους πνευματικούς του αγώνες. Αυτό τον στεναχώρησε πολύ και έτσι μετά από δέκα ολόκληρα χρόνια, φεύγει από το μοναστήρι του και κατευθύνεται βορειοδυτικά του Ελικώνος, ανεβαίνοντας στην κορυφή που καλείται ακόμη και σήμερα «το κελί του Αγίου». Εις την απομόνωση εκεί και στην πλήρη αφιέρωση στο Σωτήρα Χριστό, όταν πλέον καθαρίζει πλήρως την ψυχή του, ακούει τη γλυκύτατη φωνή του Κυρίου Μας να του λέει ότι ήλθε η ώρα να κατέβει και να φτιάξει μοναστήρι για να στηρίξει τις ψυχές των ευλαβών χριστιανών. Εκείνος υπακούοντας στο Χριστό Μας, κατέβηκε, μάζεψε λίγους από τους μαθητάς που είχε αφήσει, έφερε τεχνίτες και άρχισε να κτίζει. Όμως ο χώρος κρίθηκε ακατάλληλος για τους επόμενους μοναχούς και με εμφάνισή της η Υπεραγία Θεοτόκος, τον διέταξε να φύγει κει να οικοδομήσει κοντά στο χωριό Δομβού.
Αγοράζοντας ο Άγιος από τους ντόπιους το χώρο, πάει στην Κωνσταντινούπολη, όπου λαμβάνει άδεια από τον Πατριάρχη (διασώζεται μέχρι σήμερα) να αναγείρει Ναόν Σταυροπηγιακόν επ’ ονόματι του Σωτήρος Χριστού. Ο διάβολος όμως που μισεί ότι καλό και ότι θεάρεστο, έσπειρε ζιζάνια στις καρδιές κάποιων ανθρώπων, οι οποίοι κατηγόρησαν τον Όσιο ως απατεώνα, που έπεισε τους χωρικούς να του πωλήσουν τα χωράφια τους και τον κατήγγειλαν στον Τούρκο Πασά της Λιβαδειάς. Εξοργισμένος ο Τούρκος στέλνει να τον συλλάβουν. Όταν έφθασαν οι στρατιώτες στο μέρος που εργαζόταν ο Άγιος τον εξύβρισαν, τον βασάνισαν και τον χτύπησαν στο κεφάλι. Με τέτοια βαναυσότητα του φέρθηκαν που τον έσερναν δεμένο και ημιθανή από τα χτυπήματα, ως εγκληματία. Στη δε Αγία του κάρα, διασώζεται μέχρι σήμερα το σημείο που δέχθηκε τα χτυπήματα, ως σχισμή. Η αγάπη όμως του Χριστού, που μιμούνται οι Άγιοι, δε χωρίζει τους ανθρώπους σε καλούς και κακούς. Έτσι λοιπόν, μέσα στα αίματα και σέρνοντας τα πόδια του, κατευθυνόταν προς τη Λιβαδειά. Στο δρόμο όμως οι στρατιώτες δίψασαν και επειδή δεν εύρισκαν νερό, θεώρησαν και γι’ αυτό ένοχο τον Άγιο, που ξαναχτύπησαν. Όταν πια τελείωσαν τις βαρβαρότητες και ως άλλος πρωτομάρτυρας Στέφανος ο Άγιος τους είπε: παιδιά μου αφήστε με λίγο να προσευχηθώ και ο Θεός θα στείλει το ποθούμενο νερό. Λαμβάνοντας λοιπόν την άδεια των δεσμωτών του, στη θέση Παμπλούκι, σήκωσε τα ευλογημένα χέρια του και προσευχόμενος με πίστη, χτυπώντας τη γη ανεύλισε νερό που μέχρι σήμερα τρέχει, θυμίζοντας την άπειρη αγάπη του θεού. Βλέποντας οι Τούρκοι το θαυμαστό αυτό γεγονός, άλλαξαν αμέσως συμπεριφορά και άρχισαν να του φέρονται με σεβασμό και ευλάβεια. Όμως τα θαύματα του Θεού δε σταματούν. Κατά τη συνέχεια της πορείας του πείνασαν και προσπάθησαν να χτυπήσουν με τα όπλα τους ένα κοπάδι άγρια περιστέρια, χωρίς να καταφέρουν τίποτε. Τότε ο Άγιος τους ηρέμησε λέγοντας «σταματήστε να χτυπάτε» και προσευχόμενος, κατέβηκαν στα χέρια του τρία περιστέρια. Και έδωσε στον κάθε ένα από ένα. Μετά και το δεύτερο αυτό εξαίσιο γεγονός, οι Τούρκοι θαύμασαν και είπαν στον Άγιο να πράξει ότι επιθυμεί και τον άφησαν ελεύθερο. Επιστρέφοντας στην Ιερά Μονή βρήκε λυπημένους τους μαθητάς του οι οποίοι νόμιζαν ότι είχαν χάσει το δάσκαλό τους, εκείνος όμως τους ενθάρυνε, τους είπε τις επεμβάσεις του Θεού και έτσι πνευματικά ενισχυμένοι, συνέχισαν αόκνως να εργάζονται για να έλθει εις πέρας το έργο και όταν πια τελείωσε το Μοναστήρι έγινε πραγματικά χώρος ιερός που προσέρχονταν πλήθη που ποθούσαν το μοναστική πολιτεία και τους ασκητικούς αγώνες. Τρία έτη μετά το τέλος του έργου ο Άγιος πληροφορήθηκε ότι πλησίαζε το τέλος της επίγειας ζωής του και η μετάβασή του στην ουράνια βασιλεία την ετοιμασμένη από το Θεό για τις πιστές ψυχές. Έτσι κάλεσε τους μοναχούς, τους ευλόγησε, τους συμβούλευσε και παρέδωσε την ευλογημένη και αγιασμένη ψυχή του στις 6 Μαΐου του 1602, ημέρα της μεσοπεντηοκοστής και ώρα 18:00 μ.μ. στον Ουράνιο Βασιλεά Χριστό. Θα μπορούσαμε να κλείσουμε τα ελάχιστα λόγια εδώ, όμως θεωρούμε ευλογία να μεταφέρουμε ως κατακλείδα στο μικρό αυτό βιογραφικό σημείωμα, τα λόγια του Οσίου μας προς τους μαθητάς του, λίγο πριν την αναχώρησή του από τον κόσμο, που αφορούν όμως άμεσα και όλους τους χριστιανούς όλων των εποχών: «Η προσευχή αγαπητά μου τέκνα, είναι η γλυκύτατη συνομιλία μετά του Ουρανίου Βασιλέως, ήτις αποβαίνει πνευματική της ψυχής τροφή και διά ταύτης ανοίγεται η θύρα προς την Ουράνιαν Βασιλείαν. Μη λησμονείτε λοιπόν την προσευχή αγαπητά μου τέκνα, ίνα μη στερηθείτε της γλυκυτάτης μετά του Θεού συνομιλίας, διότι η εγκατάλειψις της προσευχής είναι πνευματικός της ψυχής θάνατος. Ας μην απορροφήσουν την ψυχή σας, αγαπητά μου τέκνα, αι Βοιωτικαί μέριμναι και ας μην καταλάβει υμάς η θανατηφόρος ασθένεια της υπερηφανείας, ήτις αρμόζει εις τον εωσφόρον, αλλά να είσθε πάντοτε ταπεινόφρονες και ολιγαρκείς, μιμούμενοι κατά τούτο το Σωτήρα ημών, όστις δεν είχε που την κεφαλήν κλίναι και όστις εταπείνωσεν εαυτόν μέχρι θανάτου, θανάτου δε Σταυρού». Μετά την κοίμηση του Αγίου και ενώ κατόπιν επιθυμίας του είχε ταφεί σε τόπο που δεν ήξεραν πολλοί, αλλά μόνο οι μοναχοί και εκείνοι βέβαια δε μπόρεσαν να το κρύψουν για πολύ, διότι πάνω από τον τάφο του Αγίου κατέβαινε ένας στύλος φωτός, πολλά βράδια, δείχνοντας στους χριστιανούς τον τόπο ταφής του Οσίου, έτσι δύο χρόνια μετά, έγινε η ανακομιδή των ιερών του λειψάνων, τα οποία μέχρι σήμερα, χαριτώνουν και αγιάζουν και τη Μονή του και την περιοχή μας και κάθε χριστιανό που με πίστη και ευλάβεια προσέρχεται, τα ασπάζεται, δεχόμενος τις πνευματικές ευεργεσίες που προσφέρουν οι άοκνες πρεσβείες του Αγίου στο θρόνο του Χριστού και Θεού μας.
Σε αυτόν λοιπόν το χώρο, έμεινε ο Όσιος αρκετά, επειδή όμως η συχνή παρουσία των γονέων του, των φίλων του και συγχωριανών του, δεν του άφηνε χώρο ησυχίας, κατέφυγε στη Ιερά Μονή Αγίων Αναργύρων, όπου για τον ίδιο λόγο, έφυγε μετά από έξι μήνες. Φεύγοντας οδήγησε τα βήματά του στην Ιερά Μονή Σαγματά. Στο Μοναστήρι του Σωτήρος, ο Όσιος με περισσό ζήλο και θυσιαστικό πνεύμα, αγωνίζεται και ως διψώσα έλαφος, λαμβάνει το πνευματικό ύδωρ των αγώνων του. Διακρίνεται για την υπομονή του, τις νηστείες και αγρυπνίες του, την απεριόριστη υπακοή του προς πάντας, την υπομονή στις θλίψεις και την αφοσίωσή του στην πνευματική του καλλιέργεια. Βλέποντας ο Ηγούμενος τις αρετές και την πνευματική πρόοδο του Οσίου τον εκούρευσε Μοναχό και τον ονόμασε Σεραφείμ. Μετά από λίγο καιρό, τον χειροτόνησε Ιεροδιάκονο, μετά δε πολλών πιέσεων, δέχεται και το μέγιστο αξίωμα της ιεροσύνης. Με το υψηλό αξίωμα της ιεροσύνης που έλαβε, αναλογιζόμενος το βάρος των πνευματικών του ευθυνών, αυξάνει τους αγώνες του για να φθάσει σε μέτρα τελειότητος, τα οποία του επέβαλε το αξίωμα. Έμεινε στην Ιερά Μονή δέκα χρόνια, αγωνιζόμενος και συνασκούμενος με μεγάλες μορφές της Εκκλησίας μας. Κατόπιν για να αποφύγει πάλι τους επαίνους των ανθρώπων, ζήτησε από τον Ηγούμενο την άδεια να αναχωρήσει και αφού αποχαιρέτησε το συνασκητή του Αγίου Κλήμεντος, Όσιο Γερμανό, έφυγε. Έφθασε στην περιοχή δυτικά του Ελικώνος, μία ώρα μακριά από την αρχαία Βούλιδα, εις την τοποθεσία Δομβού, όπου έχτισε ναό, επ’ ονόματι του Σωτήρος, λίγα κελιά, και συνοίθρισε λίγους μοναχούς, ασκούμενος άλλα δέκα έτη. Όμως η μεγάλη προσέλευση των ανθρώπων προς τον Άγιο, για να βρουν γιατρειά από τις ασθένειές τους, όπως ήταν φυσικό, ετάραζε την ησυχία του, εμπόδιζε την αδιάλειπτη προσευχή του και τους πνευματικούς του αγώνες. Αυτό τον στεναχώρησε πολύ και έτσι μετά από δέκα ολόκληρα χρόνια, φεύγει από το μοναστήρι του και κατευθύνεται βορειοδυτικά του Ελικώνος, ανεβαίνοντας στην κορυφή που καλείται ακόμη και σήμερα «το κελί του Αγίου». Εις την απομόνωση εκεί και στην πλήρη αφιέρωση στο Σωτήρα Χριστό, όταν πλέον καθαρίζει πλήρως την ψυχή του, ακούει τη γλυκύτατη φωνή του Κυρίου Μας να του λέει ότι ήλθε η ώρα να κατέβει και να φτιάξει μοναστήρι για να στηρίξει τις ψυχές των ευλαβών χριστιανών. Εκείνος υπακούοντας στο Χριστό Μας, κατέβηκε, μάζεψε λίγους από τους μαθητάς που είχε αφήσει, έφερε τεχνίτες και άρχισε να κτίζει. Όμως ο χώρος κρίθηκε ακατάλληλος για τους επόμενους μοναχούς και με εμφάνισή της η Υπεραγία Θεοτόκος, τον διέταξε να φύγει κει να οικοδομήσει κοντά στο χωριό Δομβού.
Αγοράζοντας ο Άγιος από τους ντόπιους το χώρο, πάει στην Κωνσταντινούπολη, όπου λαμβάνει άδεια από τον Πατριάρχη (διασώζεται μέχρι σήμερα) να αναγείρει Ναόν Σταυροπηγιακόν επ’ ονόματι του Σωτήρος Χριστού. Ο διάβολος όμως που μισεί ότι καλό και ότι θεάρεστο, έσπειρε ζιζάνια στις καρδιές κάποιων ανθρώπων, οι οποίοι κατηγόρησαν τον Όσιο ως απατεώνα, που έπεισε τους χωρικούς να του πωλήσουν τα χωράφια τους και τον κατήγγειλαν στον Τούρκο Πασά της Λιβαδειάς. Εξοργισμένος ο Τούρκος στέλνει να τον συλλάβουν. Όταν έφθασαν οι στρατιώτες στο μέρος που εργαζόταν ο Άγιος τον εξύβρισαν, τον βασάνισαν και τον χτύπησαν στο κεφάλι. Με τέτοια βαναυσότητα του φέρθηκαν που τον έσερναν δεμένο και ημιθανή από τα χτυπήματα, ως εγκληματία. Στη δε Αγία του κάρα, διασώζεται μέχρι σήμερα το σημείο που δέχθηκε τα χτυπήματα, ως σχισμή. Η αγάπη όμως του Χριστού, που μιμούνται οι Άγιοι, δε χωρίζει τους ανθρώπους σε καλούς και κακούς. Έτσι λοιπόν, μέσα στα αίματα και σέρνοντας τα πόδια του, κατευθυνόταν προς τη Λιβαδειά. Στο δρόμο όμως οι στρατιώτες δίψασαν και επειδή δεν εύρισκαν νερό, θεώρησαν και γι’ αυτό ένοχο τον Άγιο, που ξαναχτύπησαν. Όταν πια τελείωσαν τις βαρβαρότητες και ως άλλος πρωτομάρτυρας Στέφανος ο Άγιος τους είπε: παιδιά μου αφήστε με λίγο να προσευχηθώ και ο Θεός θα στείλει το ποθούμενο νερό. Λαμβάνοντας λοιπόν την άδεια των δεσμωτών του, στη θέση Παμπλούκι, σήκωσε τα ευλογημένα χέρια του και προσευχόμενος με πίστη, χτυπώντας τη γη ανεύλισε νερό που μέχρι σήμερα τρέχει, θυμίζοντας την άπειρη αγάπη του θεού. Βλέποντας οι Τούρκοι το θαυμαστό αυτό γεγονός, άλλαξαν αμέσως συμπεριφορά και άρχισαν να του φέρονται με σεβασμό και ευλάβεια. Όμως τα θαύματα του Θεού δε σταματούν. Κατά τη συνέχεια της πορείας του πείνασαν και προσπάθησαν να χτυπήσουν με τα όπλα τους ένα κοπάδι άγρια περιστέρια, χωρίς να καταφέρουν τίποτε. Τότε ο Άγιος τους ηρέμησε λέγοντας «σταματήστε να χτυπάτε» και προσευχόμενος, κατέβηκαν στα χέρια του τρία περιστέρια. Και έδωσε στον κάθε ένα από ένα. Μετά και το δεύτερο αυτό εξαίσιο γεγονός, οι Τούρκοι θαύμασαν και είπαν στον Άγιο να πράξει ότι επιθυμεί και τον άφησαν ελεύθερο. Επιστρέφοντας στην Ιερά Μονή βρήκε λυπημένους τους μαθητάς του οι οποίοι νόμιζαν ότι είχαν χάσει το δάσκαλό τους, εκείνος όμως τους ενθάρυνε, τους είπε τις επεμβάσεις του Θεού και έτσι πνευματικά ενισχυμένοι, συνέχισαν αόκνως να εργάζονται για να έλθει εις πέρας το έργο και όταν πια τελείωσε το Μοναστήρι έγινε πραγματικά χώρος ιερός που προσέρχονταν πλήθη που ποθούσαν το μοναστική πολιτεία και τους ασκητικούς αγώνες. Τρία έτη μετά το τέλος του έργου ο Άγιος πληροφορήθηκε ότι πλησίαζε το τέλος της επίγειας ζωής του και η μετάβασή του στην ουράνια βασιλεία την ετοιμασμένη από το Θεό για τις πιστές ψυχές. Έτσι κάλεσε τους μοναχούς, τους ευλόγησε, τους συμβούλευσε και παρέδωσε την ευλογημένη και αγιασμένη ψυχή του στις 6 Μαΐου του 1602, ημέρα της μεσοπεντηοκοστής και ώρα 18:00 μ.μ. στον Ουράνιο Βασιλεά Χριστό. Θα μπορούσαμε να κλείσουμε τα ελάχιστα λόγια εδώ, όμως θεωρούμε ευλογία να μεταφέρουμε ως κατακλείδα στο μικρό αυτό βιογραφικό σημείωμα, τα λόγια του Οσίου μας προς τους μαθητάς του, λίγο πριν την αναχώρησή του από τον κόσμο, που αφορούν όμως άμεσα και όλους τους χριστιανούς όλων των εποχών: «Η προσευχή αγαπητά μου τέκνα, είναι η γλυκύτατη συνομιλία μετά του Ουρανίου Βασιλέως, ήτις αποβαίνει πνευματική της ψυχής τροφή και διά ταύτης ανοίγεται η θύρα προς την Ουράνιαν Βασιλείαν. Μη λησμονείτε λοιπόν την προσευχή αγαπητά μου τέκνα, ίνα μη στερηθείτε της γλυκυτάτης μετά του Θεού συνομιλίας, διότι η εγκατάλειψις της προσευχής είναι πνευματικός της ψυχής θάνατος. Ας μην απορροφήσουν την ψυχή σας, αγαπητά μου τέκνα, αι Βοιωτικαί μέριμναι και ας μην καταλάβει υμάς η θανατηφόρος ασθένεια της υπερηφανείας, ήτις αρμόζει εις τον εωσφόρον, αλλά να είσθε πάντοτε ταπεινόφρονες και ολιγαρκείς, μιμούμενοι κατά τούτο το Σωτήρα ημών, όστις δεν είχε που την κεφαλήν κλίναι και όστις εταπείνωσεν εαυτόν μέχρι θανάτου, θανάτου δε Σταυρού». Μετά την κοίμηση του Αγίου και ενώ κατόπιν επιθυμίας του είχε ταφεί σε τόπο που δεν ήξεραν πολλοί, αλλά μόνο οι μοναχοί και εκείνοι βέβαια δε μπόρεσαν να το κρύψουν για πολύ, διότι πάνω από τον τάφο του Αγίου κατέβαινε ένας στύλος φωτός, πολλά βράδια, δείχνοντας στους χριστιανούς τον τόπο ταφής του Οσίου, έτσι δύο χρόνια μετά, έγινε η ανακομιδή των ιερών του λειψάνων, τα οποία μέχρι σήμερα, χαριτώνουν και αγιάζουν και τη Μονή του και την περιοχή μας και κάθε χριστιανό που με πίστη και ευλάβεια προσέρχεται, τα ασπάζεται, δεχόμενος τις πνευματικές ευεργεσίες που προσφέρουν οι άοκνες πρεσβείες του Αγίου στο θρόνο του Χριστού και Θεού μας.
Η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη του στις 6 Μαϊου.
Ἀπολυτίκιον
Εκ, γης ανατείλασα, ως της Ελλάδος βλαστός, η πάντιμος κάρα σου, Πατήρ ημών Σεραφείμ, εκβλύζει ιάματα και εκπλήττει ημάς τους πόθο τιμώντας σε. Όθεν οι τη σορώ σου ευλαβώς προσιόντες, λαμβάνουσι θεραπεία και ιάσεις τελείας. Διό σε τιμώμεν πατήρ ημών Όσιε.