Η έκθεση των κειμηλίων είναι ίσως ένας άλλος τρόπος για να καταργήσουμε το άβατον του Αθω
Επειδή με την έκθεσι των αγιορειτικών κειμηλίων στη Θεσσαλονίκη πολλοί θα γράψουν και ήδη γράφουν γι' αυτά που βλέπουν και ακούνε, ίσως δεν θα ήταν άνευ σημασίας να αναφέραμε μερικά πράγματα για εκείνα που συνήθως δεν βλέπουμε και δεν ακούμε· για κάποιους «αοράτους» και ταπεινούς, που αποτελούν τη βάσι της αγιότητος του Ορους και της ιερότητος των κειμηλίων του.
Στο Αγιον Ορος υπάρχει μια παλαιά και άγραφη παράδοσι που λέει ότι κοντά στην κορφή του Αθωνα χειμώνα - καλοκαίρι ζουν, τρεφόμενοι από την ευχή, δώδεκα μοναχοί αόρατοι. Οταν ένας απ' αυτούς κοιμηθή, άλλος τον αντικαθιστά. Και η δωδεκάδα μένει πάντοτε ακεραία, χωρίς να της λείπη κανείς.
Λέγεται ότι κάποιοι τους είδαν και αμέσως τους έχασαν. Κάποιοι άλλοι τους είδαν και χάθηκαν μαζί τους. Ενας νέος υποτακτικός είδε έναν απ' αυτούς. Διηγήθηκε στο γέροντά του το γεγονός και ο γέροντας του είπε «έπρεπε να τον ακολουθήσης»...
Ολα αυτά είναι θρύλος ή πραγματικότης; Το γεγονός είναι ότι η πραγματικότης στο Ορος είναι θρύλος. Αυτοί οι αόρατοι και ανύπαρκτοι, δηλαδή οι ταπεινοί και θεοφόροι, υπάρχουν και κρατούν στη ζωή το Αγιον Ορος, μαζεύουν τους μοναχούς και είναι ευλογία για όλο τον κόσμο. Γι' αυτό συχνά παραξενεύεσαι και κάνεις την ερώτησι διαφορετικά: Μα είναι αλήθεια όλο αυτό που ζούμε; Είναι δυνατόν εμείς οι χοϊκοί άνθρωποι να βρισκόμαστε στον παράδεισο; Μήπως είναι όνειρο και όχι πραγματικότης όλο το γεγονός του Αγίου Ορους;
Αλλά βλέπεις ότι ο ναός υπάρχει. Η ακολουθία γίνεται. Οι ψαλμωδίες ακούγονται. Το φως των καντηλιών και των πολυελαίων προχέεται ιλαρώς. Η ευωδία των Αγίων Λειψάνων είναι αισθητή. Το «αρχαίον μέλος παρά αγνώστου» άδεται από τους σημερινούς μοναχούς. Και το ποτάμι το ενιαίο της ζωής φθάνει σε μας. Συνέρχονται, συμψάλλουν, συλλειτουργούν οι άγιοι κτίτορες, οι απ' αιώνων κεκοιμημένοι μοναχοί. Και είναι όλοι συνηγμένοι υπό Κυρίου.
Μεθάς από οίνον κατανύξεως, από μέλος σταυροαναστάσιμο, πένθιμο και χαρούμενο, που παρηγορεί τους πληγωμένους και καλεί την κτίσι σε δοξολογία. Και ζώντας μέσα σ' αυτόν τον θεανθρώπινο κόσμο δεν γνωρίζεις πολλές φορές αν είναι πιο αισθητά τα αόρατα και άκτιστα ή πιο πνευματικά τα υλικά και εφήμερα. Γιατί ο Ασαρκος σαρκούται και «η ύλη είναι έμπλεως θείας χάριτος».
Ολες οι υλικές δημιουργίες· εικόνες, ναοί, μέλος, λένε το ίδιο πράγμα με το δικό τους τρόπο. Μεταδίδουν το ίδιο μήνυμα της παρακλήσεως με τη δική τους γλώσσα. Και το γεγονός ότι όλα συνάδουν και συλλειτουργούν σε πείθει για την αλήθεια και σε παρηγορεί. Τίποτε δεν παραφωνεί ούτε μένει έξω από το εναρμόνιο συλλείτουργο της σωτηρίας του σύμπαντος κόσμου.
Δεν χωρίζεται η ζωή από την πνευματική ζωή, η δράσι από την ησυχία. Ολη η ζωή γίνεται θεία Λειτουργία. Ολη η κτίσι ναός. Η αρχιτεκτονική της ζωής και των κτισμάτων συνάδουν και υπηρετούν τον ίδιο σκοπό· βοηθούν τον καθένα και όλους να βρουν τον ρυθμό τους. Και στο τέλος νοιώθει ο μοναχός ότι δεν κάνει προσευχή, αλλά γίνεται προσευχή. Δεν προσεύχεται, αλλά «αυλίζεται εν τη ευφραινούση δόξη». Ολα γίνονται ακόπως, γιατί ο Θεάνθρωπος, «ως δεσπόζων των επουρανίων και των επιγείων», είναι ο αγιασμός των ψυχών και των σωμάτων. Ετσι ζης, εν σαρκί, τη χαρά του μέλλοντος αιώνος. Και βρισκόμενος στο χρόνο και στο χώρο τρέφεσαι από την άχρονη και άκτιστη δόξα του Πνεύματος.
Και το ερώτημα μένει: Είναι όνειρο ή πραγματικότητα η αγιορειτική πολιτεία;
Το Ορος των ανυπάρκτων υπάρχει. Η θεία Λειτουργία ιερουργείται. Ο κόσμος πεινά. Η τράπεζα είναι στρωμένη για όλους.
Ερχονται σήμερα άσχετοι και συγκλονίζονται χωρίς οι ίδιοι να το περιμένουν. Ερχονται άγνωστοι και βρισκόμαστε αδελφοί. Ενας μαθητής δωδεκάχρονος είπε: Κατάλαβα γιατί οι μοναχοί μένουν στο Αγιον Ορος· για να παρακολουθούν αυτή τη Μεγάλη Εβδομάδα. Ενας απλός μοναχός έλεγε προ καιρού: Μα αυτό που ζούμε δεν είναι αιωνιότης;
Ολα αυτά νοιώθεις να είναι ευλογία και κατάληξι μιας μεγάλης Παραδόσεως, που φανερώνει την αγάπη του Θεού και τον αγώνα του ανθρώπου. Σ' αυτή τη Μεγάλη Εβδομάδα, σ' αυτή τη μυσταγωγία του Αγίου Ορους, εκβάλλουν όλα τα ποτάμια των αναζητήσεων και επιτεύξεων της αρχαίας Ελλάδος και της Παλαιάς Διαθήκης. Αξιοποιούνται όλα όσα προσέφεραν ο Ιουδαϊσμός και ο Ελληνισμός. Και προχωρούμε παραπέρα. Και ακούμε κατά τη Μεγάλη Παρασκευή τον Απόστολο να λέη: «Απολώ την σοφίαν των σοφών και την σύνεσιν των συνετών αθετήσω. Εν γαρ Χριστώ Ιησού ούτε περιτομή τι ισχύει ούτε ακροβυστία, αλλά καινή κτίσις». Αυτή η Καινή Κτίσις πλάθει το νέον ήθος. Αυτή διαμορφώνει τους αληθινούς μοναχούς ως μια θεοφάνεια, ως μια όντως ανθρωποφάνεια.
Μια βεβαιότητα μακαριότητος εμποτίζει όλη σου την ύπαρξι και καταγλυκαίνει κάθε στιγμή της ζωής σου. Οι αόρατοι της κορφής του Αθωνα είναι οι ταπεινοί, οι απλοί και ασήμαντοι· οι πλήρεις πνεύματος αγίου που κυκλοφορούν μεταξύ μας. Κάνουν τη ζωή παράδεισο. Και ενώ σου χαρίζουν ό,τι πολύτιμο βρήκες στον κόσμο, δεν ζητούν καμμιά ανταμοιβή. Δεν θεωρούν τον εαυτό τους μεταξύ των ζώντων. Δεν έχει, κατ' αυτούς, καμμιά αξία η ύπαρξί τους. Ο,τι έχουν το οφείλουν στον Θεό. Ετσι καταλήγουν να είναι μια ανταύγεια καλωσύνης προς όλους, φανερώνοντας την αγάπη του Θεού προς τον κόσμο ολόκληρο. Αυτοί αγιάζουν το Ορος. Σε κάνουν να αγαπάς τη ζωή, και σου ανοίγουν ορίζοντες ελευθερίας. Σου δίδουν όλα όσα δεν μπόρεσαν να σου δώσουν οι «σοφοί» και «συνετοί». Αυτοί δεν παρέρχονται και δεν χάνονται, έστω και αν περάσουν αιώνες. Βρίσκονται εδώ και παντού ως ευλογία και κουράγιο ανερμήνευτο.
Εναν τέτοιο γνώρισα. Η μορφή και ο λόγος της σιωπής του επέβαλε γαλήνη. Επικράτησε ηρεμία. Κατεγλύκανε τα σωθικά. Ελεγε την αλήθεια. Αγαπούσε χωρίς σχόλια. Σε αιχμαλώτιζε με το να σε αφήνη ελεύθερο. Είχε τη δύναμι να το κάνει, γιατί ήταν ανενδεής. Είχε φθάσει στο τέλος που είναι αρχή. Το μήνυμα που δέχθηκε· η ζωή που τον πλημμύρισε· το πνεύμα που ανέπνευσε· ο ρυθμός της ζωής που του χαρίσθηκε· η πολιτεία που πολιτευόταν· εκεί όπου υψώθηκε, το φως το μακάριο που απλώθηκε εξ ίσου γύρω του και μέσα του... όλα αυτά έλεγαν τελικώς καλά πράγματα για τον άνθρωπο· για τον κάθε άνθρωπο που αγωνίζεται, όπου αγωνίζεται, που πιστεύει ή απιστεί, που είναι μπλεγμένος, ακινητοποιημένος εφιαλτικά στο νου και στο σώμα.
Και διερωτάσαι: Πώς συνέβη αυτό; Ποια μήτρα πνευματική τον γέννησε; Ποιος του χάρισε αυτή τη μεγαλοπρέπεια της αγωγής και την τόλμη της αγάπης; Ολα αυτά τα βρήκε και τα έμαθε ζώντας στην παράδοσι του Αγίου Ορους. Δηλαδή στην παράδοσι του Τόπου μας. Τα βρήκε και τα έμαθε από τον Θεάνθρωπο Κύριο, όπως Τον γνώρισε μέσα στην ορθόδοξη θεία Λειτουργία. Τον είδε, τον γνώρισε ως λυτρωτή, σωτήρα και ευεργέτη του βασανιζομένου ανθρώπου. Τον βρήκε ως γνώστη όλων των όσων συμβαίνουν στον άνθρωπο. Και παρ' όλον τούτο, ή εξ αιτίας όλων τούτων, ο Θεάνθρωπος Κύριος, επειδή γνωρίζει τον άνθρωπο· επειδή έχει κάμει διάγνωσι της αρρώστιας του· έχει συνειδητοποιήσει το βαθμό του μπλεξίματός του· μετά από όλα αυτά λέει: Ναι. Υπάρχει λύσι. Ο άνθρωπος ο μπλεγμένος, ο απογοητευμένος, ο πεπλανημένος, ο αλληλοσπαρασσόμενος εν εαυτώ... ο άνθρωπος αυτός, μπορεί να σωθή. Του δίδω τη δυνατότητα να εκφρασθή. Να κινηθή ελεύθερα. Να βγάλη τον πόνο του. Να εκτονωθή, όταν και όπως θέλει. Να με βρίση, να με φτύση, να με σταυρώση. Να με θεωρήση πλάνο, απατεώνα. Τον ξέρω τον άνθρωπο και τον αγαπώ. Ξέρω ότι υπέφερε και υποφέρει πολλά. «Πάντες όσοι ήλθον προ εμού κλέπται εισί και λησταί». Τον βασάνισαν. Βασανίζεται. Βρίσκεται όπου βρίσκεται. Είναι δέσμιος δυνάμεων που του πνίγουν την καρδιά και το νου, που τον τυραννούν. Εχει ανάγκη να κινηθή, να βρίση, να φτύση. Ας το κάνη για να συνέλθη. Ας σπαραχθή από το πονηρό, ή επί μέρους πνεύμα. Οταν θα πέση ωσεί νεκρός, όταν περάση ο λήθαργος του κόπου, θα με δη δίπλα του λέει ο Θεάνθρωπος με πρόσωπο γαλήνιο. Με διάθεσι και δυνατότητα να του προσφέρω εκείνο που θέλει, εκείνο που επιθυμεί. Και επειδή είναι μεγάλο και ελάχιστο, μακράν και εγγύς, ο ίδιος ο άνθρωπος τα μπλέκει. Δεν ξέρει τι να πη και πώς να το πη. Τότε βρίζει και Εκείνον που τον θεραπεύει. Αλλά ο Σωτήρ το ξέρει και υπομένει.
Αυτόν τον Κύριο, του οποίου η εμφάνιση επιβάλλει σιγή στις ουράνιες χοροστασίες και η επιείκεια καταπλήσσει τους Αγίους. Αυτόν μας παρουσιάζει το Αγιον Ορος με όλη του την ύπαρξι και πολιτεία. Αυτόν μας παρουσιάζουν οι ταπεινοί γέροντες με την παρουσία τους. Γιατί έχουν δεχθεί τη χάρι. Εχουν χωνέψει την τροφή. Εχουν λύσει τα προβλήματά τους. Είναι θεοί κατά χάριν. Δεν ενδιαφέρονται ούτε για τον εαυτό τους, ούτε για την υστεροφημία τους. Σ' αυτούς ανοίγεις την καρδιά σου, γιατί αυτοί πρώτοι σου ανοίχθηκαν. Σου τα είπαν όλα και συμφωνείς. Σου τα είπαν όλα και σε ανέπαυσαν. Σου απεκάλυψαν αυτά που έχεις μέσα σου και εκείνα που δεν ξέρεις ότι έχεις, και εκείνα που δεν ξέρεις ότι θα φθάσης. Και το τελικό συμπέρασμα ζωής είναι θετικό.
Το Αγιον Ορος μάς κάνει συντροφιά, όχι επειδή μας πλησιάζει αισθητά, με την έξοδο των κειμηλίων, αλλά επειδή σ' αυτό υπάρχουν οι αόρατοι και ανύπαρκτοι.
Το Αγιον Ορος, με την έκφρασι της μορφής του και την αίσθησι της παρουσίας του, λέει κάτι συγγενικό με τη σιωπή του Θεού και την αόρατη παρουσία του Λόγου.
Εχει μια μεγαλοπρέπεια θεϊκή, που κρίνει τον καθένα και όλους μας και αυτό είναι το φοβερό χωρίς να μας κρίνει, κατά το λόγο του Κυρίου: «εάν τις μου ακούση των ρημάτων και μη πιστεύση, εγώ ου κρίνω αυτόν... Ο λόγος ο εμός κρινεί αυτόν εν τη εσχάτη ημέρα» (Ιωαν. 12, 47-48).
Το ότι το Αγιον Ορος άντεξε και επιζή πάνω από χίλια χρόνια, δείχνει την πνευματική του ποιότητα και αποστολή. Το ότι εμείς οι ίδιοι το καταφρονήσαμε επί σειρά δεκαετιών, φανερώνει το πνευματικό μας επίπεδο. Το ότι σήμερα αναβιοί, μας λέει ότι ο αληθινός εαυτός μας ζητεί τα τίμια και μένοντα.
Η έξοδος των αγιορειτικών κειμηλίων είναι μια επί πλέον κρίσι για όλους μας και ίσως αφορμή μετανοίας. Κάποιοι θα δουν τα κειμήλια και θα τα θαυμάσουν για το μέγεθος, το πλήθος, ή την όποια άλλη παρόμοια αξία τους. Αλλοι, σύμφωνα με την επιστημονική τους εξειδίκευσι, θα τα εκτιμήσουν σύντομα, κατατάσσοντάς τα σε χρονολογικές και τεχνοκριτικές κατηγορίες, ως αντικείμενα λατρείας, τέχνης, λαογραφίας...
Αλλοι θα ζήσουν την επίσκεψι στην έκθεση των ιερών κειμηλίων ως προσκύνημα πνευματικό. Θα αισθανθούν κύματα παρακλήσεως να τους πλημμυρίζουν. Θα τα συναντούν ίσως για πρώτη φορά, αλλά θα τους είναι οικεία, διότι ο νόμος του Πνεύματος είναι πάντοτε ο ίδιος. Το Πνεύμα όπου θέλει πνει και βρίσκει τους αγαπητούς του· αναπαύεται στις καρδιές των ταπεινών.
Αυτοί οι ταπεινοί, οι εκούσια διαγεγραμμένοι για να δώσουν χώρο στον άλλο, είναι δυνάμει αγιορείτες, ζουν εν πνεύματι στο Αγιον Ορος, οπουδήποτε κι αν βρίσκωνται· και δεχόμενοι τη χάρι του την απλώνουν παντού. Ετσι το Αγιον Ορος έχει άλλες διαστάσεις απ' ό,τι νομίζομε· έχει καταργηθεί, κατά κάποιο τρόπο, το άβατο. Και ισχύει διαφορετικά: Για όσους δεν έχουν το ήθος του Αγίου Ορους (το πνεύμα της ανυστερόβουλης αγάπης και τη συντριβή της ταπεινώσεως), το Ορος παραμένει άγνωστο και άβατο, έστω και αν, ως ο γράφων, βρίσκωνται για χρόνια σωματικά σ' αυτό.
Πόση σημασία έχει από την έκθεσι των ιερών τούτων κειμηλίων να προέλθη κάτι ελάχιστο αλλά αληθινό. Να λάμψη μέσα μας για λίγο η αστραπή της θεότητος. Να νοιώσωμε τι σημαίνει να χαρούμε τη ζωή μας με χαρά μη παρερχόμενη. Να δώσωμε σε άλλους τον πλούτο που αυξάνεται προσφερόμενος. Να αισθανθούμε την ευγένεια της Παραδόσεώς μας και τη δύναμι που εν ασθενεία τελειούται. Και έτσι να μπορέσωμε οι λίγοι και αδύνατοι να αποτελέσωμε τους πολίτες πρωτευούσης πνευματικής και πολιτιστικής της Ευρώπης και του κόσμου.
Ο Αρχιμανδρίτης Βασίλειος (Γοντικάκης) είναι ηγούμενος της Μονής Ιβήρων του Αγίου Ορους.