Παναγία η Βηματάρισσα - Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου.
(Αντίγραφο της εικόνας το οποίο βρίσκεται στο παρεκκλήσι του Αγίου Δημητρίου που είναι πλησίον του Καθολικού της Ιεράς Μονής)
Ο γέρο-Θεόφιλος, αδελφός της Μονής αυτής, σε μια πνευματική συζήτηση που είχαμε, πριν από 40 περίπου χρόνια, μου είπε τα εξής : «Αδελφέ πάτερ Ανδρέα, επειδή και συ είσαι εξαρτηματικός αδελφός της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας, κι εδώ έβαλες μετάνοια για να γίνεις μοναχός και επομένως σαν παράδελφος μου, που είσαι, σου λέγω, πως πρέπει πάντοτε να είμαστε προσεκτικοί και νηφάλιοι. Η προσευχή με την υπακοή πρέπει αδελφές να είναι ενωμένες, όπως είναι οι φτερούγες στα πουλιά, για να μπορεί ο άνθρωπος να έχει πνευματική προκοπή και να πετάει με το νου του, από τα γήινα στα ουράνια.
Γι΄ αυτό να προσέχεις μου είπε, όταν πηγαίνεις στην εκκλησία για να προσευχηθείς ή να ψάλλεις : α) να μην παίρνεις ποτέ ψηλά τα ίσια και να μην ψάλλεις με άτακτες φωνές, β) και όταν μπαίνεις στην εκκλησία για να προσευχηθείς, θα πρέπει κάθε έννοια, κάθε φροντίδα και μέριμνα, που σε αποσπά και χωρίζει από τη προσευχή, να την αφήνεις έξω από την πόρτα της εκκλησίας, αν θέλεις να δέχεται ο Θεός την προσευχή και την ψαλμωδία σου, και να έχεις μισθό αιώνιο και όχι κατάκριση. Και αντί να ωφελείσαι από τη προσευχή σου, να ζημιώνεις και να βλάπτεσαι από την απροσεξία σου. Για να βεβαιωθείς πως αυτά που σου λέγω είναι αλήθεια, άκουσε τι μου διηγήθηκε ο γέρο-Κορνήλιος, που κι αυτός τα είχε ακούσει, από ένα πολύ ενάρετο Γέροντα του Μοναστηριού μας, το γέρο-Ηλιόδωρο, ο οποίο έζησε πριν περίπου 150 χρόνια.
Ο γέρο-Ηλιόδωρος ήταν παραγουμενιάρης και υπηρετούσε τον ηγούμενο της Μονής, όταν το Μοναστήρι μας ήταν ακόμη κοινόβιο, αυτός έλεγε, πως σε μια ολονύκτια αγρυπνία, βρισκότανε στο ιερό και ετοίμαζε τα θυμιατά, για να θυμιάσουν οι ιερείς και διάκονοι, όταν αρχίναγε η εννάτη ωδή που ψάλλεται η «Τιμιωτέρα των Χερουβείμ…».
Από τη θέση εκείνη, του ιερού, ο γέρο-Ηλιόδωρος, κάθε μέρα όταν αρχίναγε ο ψάλτης το «Αινούμεν, ευλογούμεν και προσκυνούμεν τον Κύριον», έβλεπε με τα μάτια της ψυχής, σαν όραμα, μια μαυροφορεμένη, μεγαλόπρεπη γυναίκα, που τη συνόδευαν δύο Άγγελοι με ολόχρυσο θυμιατό στο χέρι και θυμίαζε το ναό. Περνούσε από τα στασίδια των μοναχών και θυμίαζε μέχρι που τελείωνε η «Τιμιωτέρα» και η εννάτη ωδή.
Μια μέρα, ο ψάλτης, πήρε πολύ ψηλά ίσια στις «Καταβασίες» και την ημέρα εκείνη, η γυναίκα αυτή, που δεν ήταν άλλη παρά, η Έφορος και προστάτης των μοναχών και του Αγιώνυμου Όρους, Κυρία και Δέσποινα Θεοτόκος και Αειπάρθενος Μαρία, δε φάνηκε να θυμιάσει, όπως έκανε κάθε μέρα, επειδή τα ψηλά ίσια διώχνουν την κατάνυξη και την ευλάβεια.
Άλλη μέρα πάλι, στην Αγρυπνία μετά το Απόδειπνο, ο ευλογημένος αυτός Ηλιόδωρος, βλέπει την Παναγία να θυμιάζει όλο το Ναό. Πήγαινε στα στασίδια των μοναχών, μερικά από τα οποία δεν είχαν μοναχούς και η Παναγία τα θυμίαζε, και πολλά στασίδια που είχανε μοναχούς δεν τα θυμίαζε. Τούτο κίνησε την περιέργεια του Γέροντα Ηλιόδωρου και γεννήθηκε η απορία μέσα του, γιατί άραγε τα στασίδια που έχουν μοναχούς δεν τα θυμιάζει και θύμιαζε τα στασίδια που δεν είχαν μοναχούς;
Με δάκρυα ο ενάρετος αυτός μοναχός, παρακάλεσε την Παναγία να πληροφορήσει την απορία του αυτή. Οπόταν μετά τριήμερη προσευχή παρουσιάστηκε στον ύπνο του, η Παναγία και του είπε : «Ηλιόδωρε, μάθε πως τα στασίδια που είναι άδεια τα θυμιάζω γιατί, οι μοναχοί που κάθονται σ΄ αυτά και παρακολουθούν τις ιερές προσευχές και ακολουθίες, βρίσκονται σε υπηρεσίες και διακονήματα της Μονής, αλλά ΄κει που είναι και εργάζονται, έχουν συνέχεια το νου τους, στην κοινή προσευχή, που γίνεται δω στο Ναό, από τους άλλους αδερφούς, κι έτσι συμπροσεύχονται κι εκείνοι, απ΄ εκεί που βρίσκονται. Αυτοί είναι εκείνοι που και οι ιερείς μνημονεύουν και λένε στις δεήσεις τους : «και υπέρ των δι΄ ευλόγους αιτίας απολειφθέντων πατέρων και αδελφών ημών…», αυτούς κι εγώ τους βλέπω παρόντες, με το νου, και τους θυμιάζω σαν να βρίσκονται στα στασίδια τους. Αυτοί έχουν διπλό μισθό. Ενώ πολλοί από τους μοναχούς, που κάθονται στα στασίδια τους και δεν προσεύχονται νοερά, με τους άλλους αδελφούς, αλλά, άλλοτε συζητούν μεταξύ τους, άλλοτε σκέπτονται άσχετα με την προσευχή πράγματα, άλλοτε κατακρίνουν, άλλοτε ζηλεύουν, που οι άλλοι ψάλλουν και δοξολογούν τον Ύψιστον , και αντί να δοξολογούν κι αυτοί μαζί τους, το πάντιμο και μεγαλοπρεπές όνομά Του, αυτοί κάνουν το αντίθετο, επιφέρουν κρίσεις εναντίον των αδελφών τους, αλλά και πολλές φορές σκέπτονται πονηρά και αμαρτωλά πράγματα. Οι μοναχοί αυτοί, καίτοι βρίσκονται στις θέσεις τους και κάθονται στα στασίδια τους, δεν υπολογίζονται με τους παρόντες, αλλά θεωρούνται ως απόντες και επειδή δεν προσεύχονται καθαρά, δεν τους αξίζει να τους θυμιάσω, διότι το θυμίαμα σημαίνει τη χάρη του Παναγίου Πνεύματος, που δεν κατοικεί στους ανθρώπους αυτούς, αλλά τους αποστρέφεται.
«Γι΄ αυτό θα πρέπει, αυτά που είδες, κι αυτά που σου είπα, να τα κάμεις γνωστά σε όλους τους μοναχούς και σε όλους τους χριστιανούς, και να τα γράψεις, για να μαθαίνουν όλοι, πώς πρέπει, όταν μπαίνουν στην εκκλησία, αλλά και πάντοτε όταν προσεύχονται, να έχουν το νου τους και την καρδιά τους συγκεντρωμένα στο Θεό, τον οποίον πρέπει να δοξολογούμε και να ευχαριστούμε, για τα καλά που μας χαρίζει, αλλάκαι για τα κακά, που, κατά Θεία παραχώρηση μας συμβαίνουν. Πρέπει για όλα αυτά, να ευχαριστούμε τον Θεό μέσα στην εκκλησία Του, όπως λέγει και το Πνεύμα το Άγιον στην Αγία Γραφή : «εν τω Ναώ αυτού – Θεού εισερχόμενος – πας τις λέγει δόξαν».
Άλλη μέρα πάλι, στην Αγρυπνία μετά το Απόδειπνο, ο ευλογημένος αυτός Ηλιόδωρος, βλέπει την Παναγία να θυμιάζει όλο το Ναό. Πήγαινε στα στασίδια των μοναχών, μερικά από τα οποία δεν είχαν μοναχούς και η Παναγία τα θυμίαζε, και πολλά στασίδια που είχανε μοναχούς δεν τα θυμίαζε. Τούτο κίνησε την περιέργεια του Γέροντα Ηλιόδωρου και γεννήθηκε η απορία μέσα του, γιατί άραγε τα στασίδια που έχουν μοναχούς δεν τα θυμιάζει και θύμιαζε τα στασίδια που δεν είχαν μοναχούς;
Με δάκρυα ο ενάρετος αυτός μοναχός, παρακάλεσε την Παναγία να πληροφορήσει την απορία του αυτή. Οπόταν μετά τριήμερη προσευχή παρουσιάστηκε στον ύπνο του, η Παναγία και του είπε : «Ηλιόδωρε, μάθε πως τα στασίδια που είναι άδεια τα θυμιάζω γιατί, οι μοναχοί που κάθονται σ΄ αυτά και παρακολουθούν τις ιερές προσευχές και ακολουθίες, βρίσκονται σε υπηρεσίες και διακονήματα της Μονής, αλλά ΄κει που είναι και εργάζονται, έχουν συνέχεια το νου τους, στην κοινή προσευχή, που γίνεται δω στο Ναό, από τους άλλους αδερφούς, κι έτσι συμπροσεύχονται κι εκείνοι, απ΄ εκεί που βρίσκονται. Αυτοί είναι εκείνοι που και οι ιερείς μνημονεύουν και λένε στις δεήσεις τους : «και υπέρ των δι΄ ευλόγους αιτίας απολειφθέντων πατέρων και αδελφών ημών…», αυτούς κι εγώ τους βλέπω παρόντες, με το νου, και τους θυμιάζω σαν να βρίσκονται στα στασίδια τους. Αυτοί έχουν διπλό μισθό. Ενώ πολλοί από τους μοναχούς, που κάθονται στα στασίδια τους και δεν προσεύχονται νοερά, με τους άλλους αδελφούς, αλλά, άλλοτε συζητούν μεταξύ τους, άλλοτε σκέπτονται άσχετα με την προσευχή πράγματα, άλλοτε κατακρίνουν, άλλοτε ζηλεύουν, που οι άλλοι ψάλλουν και δοξολογούν τον Ύψιστον , και αντί να δοξολογούν κι αυτοί μαζί τους, το πάντιμο και μεγαλοπρεπές όνομά Του, αυτοί κάνουν το αντίθετο, επιφέρουν κρίσεις εναντίον των αδελφών τους, αλλά και πολλές φορές σκέπτονται πονηρά και αμαρτωλά πράγματα. Οι μοναχοί αυτοί, καίτοι βρίσκονται στις θέσεις τους και κάθονται στα στασίδια τους, δεν υπολογίζονται με τους παρόντες, αλλά θεωρούνται ως απόντες και επειδή δεν προσεύχονται καθαρά, δεν τους αξίζει να τους θυμιάσω, διότι το θυμίαμα σημαίνει τη χάρη του Παναγίου Πνεύματος, που δεν κατοικεί στους ανθρώπους αυτούς, αλλά τους αποστρέφεται.
«Γι΄ αυτό θα πρέπει, αυτά που είδες, κι αυτά που σου είπα, να τα κάμεις γνωστά σε όλους τους μοναχούς και σε όλους τους χριστιανούς, και να τα γράψεις, για να μαθαίνουν όλοι, πώς πρέπει, όταν μπαίνουν στην εκκλησία, αλλά και πάντοτε όταν προσεύχονται, να έχουν το νου τους και την καρδιά τους συγκεντρωμένα στο Θεό, τον οποίον πρέπει να δοξολογούμε και να ευχαριστούμε, για τα καλά που μας χαρίζει, αλλάκαι για τα κακά, που, κατά Θεία παραχώρηση μας συμβαίνουν. Πρέπει για όλα αυτά, να ευχαριστούμε τον Θεό μέσα στην εκκλησία Του, όπως λέγει και το Πνεύμα το Άγιον στην Αγία Γραφή : «εν τω Ναώ αυτού – Θεού εισερχόμενος – πας τις λέγει δόξαν».
«Μεγάλη και ασυγχώρητη αμαρτία είναι, όταν κουβεντιάζουμε στην εκκλησία, κατά την ώρα της προσευχής, διότι περιφρονούμε κατά πρόσωπο το Θεό και λυπούμε το Πνεύμα το Άγιον, πράγμα το οποίον εγγίζει το κρίμα της βλασφημίας κατά του Αγίου Πνεύματος, αμαρτία η οποία δεν συγχωρείται «ούτε εν τω παρόντι ούτε εν τω μέλλοντι αιώνα» (Ματθ. 12, 32). Γι΄ αυτό προτιμότερο θα ήταν, οι άνθρωποι αυτοί, να μην πηγαίνουν στην εκκλησία, παρά να πηγαίνουν, και να καταφρονούν την εντολή του Θεού και να γίνονται αιτία σκανδάλων μέσα στην εκκλησία του Θεού».