Οπότε, δεν στέκουν οι απόψεις ότι υπάρχουν κάποιοι πλούσιοι
και δυνατοί που αδικούν εμας, τους φτωχούς και λίγους «της θρησκευτικής και
πολιτιστικής μειονότητος». Είναι ψέμμα αυτό. Είμαστε οι πλούσιοι, οι δυνατοί και
πολιτισμένοι, που αδικούμε τον εαυτό μας και όλους τους άλλους. Έχομε την ισχύ του Πνεύματος και κληρονομιά ακατάλυτη, που
μας καθιστά υπεύθυνους για την προστασία της ανθρωπίνης ελευθερίας και
αξιοπρέπειας.
Τα κροκοδείλια δάκρυά μας δεν θα μας απαλλάξουν από την
ευθύνη. Είμαστε οφειλέται. Καί θα μας ζητήσουν λόγο οι άνθρωποι, οι χιλιάδες,
τα εκατομμύρια, που αδικήθηκαν, κάηκαν, σάπισαν στα κάτεργα, και αυτοί που
σήμερα ζούν μέσα στον λιμό της ευμαρείας και στην ειρκτή της «ελευθερίας», που
τους οδηγεί στη νάρκωσι και τους πνίγει.
Δεν θα μας σώση κανένα άλλοθι, όταν σταθούμε στην τελική
κρίσι, όταν θα προσπαθούμε και δεν θα μπορούμε να δικαιολογήσωμε το γιατί δεν
ζήσαμε και δεν δώσαμε τη μαρτυρία της Παραδόσεώς μας, που προσφέρει σαρκωμένη
και έμπρακτη λύσι στο πρόβλημα του ανθρώπου και της κοινωνίας του· στο πρόβλημα
του νοήματος της ζωής και της συνεχείας της.
Ἂν οἰκονομικὰ εἴμαστε ὑποδεέστεροι, συγκρινόμενοι μὲ
ἄλλους λαούς, καὶ ἂν δὲν διαθέτωμε τὰ κεφάλαια τῆς Εὐρωπαϊκῆς Τραπέζης, ὅμως
ἔχομε κάποια ἄλλα, μοναδικά, ἀδαπάνητα λειτουργικὰ κεφάλαια κάποιας ἄλλης Ἁγίας
Τραπέζης, ποὺ εἶναι ἱκανὴ νὰ θρέψη τὴν οἰκουμένη μὲ τὴ χαρὰ τῆς Ἀναστάσεως ποὺ
νικᾶ τὸν θάνατο:
«Ἡ τράπεζα γέμει, τρυφήσατε πάντες. Ὁ μόσχος πολύς, μηδεὶς
ἐξέλθῃ πεινῶν. Πάντες ἀπολαύσατε τοῦ συμποσίου τῆς πίστεως. Πάντες ἀπολαύσατε
τοῦ πλούτου τῆς χρηστότητος» ( Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Λόγος κατηχητικὸς
τοῦ Πάσχα).
Τὸ χρέος μας εἶναι μεγάλο, συγκεκριμένο καὶ οἰκουμενικό.
Καὶ τὸ ὅτι ἡ ἐλάχιστη Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ μικρὴ ἀριθμητικὰ καὶ ἀδύνατη
ἀνθρωπίνως, προκαλεῖ κάποια ἀντίδρασι –γιατὶ αὐτὴ σώζει τὸν ἄνθρωπο–
φανερώνεται καὶ στὶς ἐκδηλώσεις καὶ ἐνέργειες ἀνθρώπων «δυνατῶν καὶ ὑπευθύνων»,
ποὺ κανονικά, ἂν ἦταν ἀμελητέα ποσότης, ἔπρεπε ἁπλῶς νὰ τὴν ἀντιπαρέρχωνται διὰ
τῆς σιωπῆς. Ἐνῷ συμβαίνει τὸ τελείως ἀντίθετο: Ἀπὸ τὴ μιὰ μεριά, ἀπὸ τὰ κέντρα
ἐξουσίας καὶ ἀπὸ τοὺς «δοκοῦντας ἄρχειν τῶν ἐθνῶν» (πρβλ. Μάρκ. 10, 42)
ἐκφράζεται μιὰ ἀνησυχία.
Ὁ κ. Χάντινγκτον μὲ τοὺς ἐπιτελεῖς του στὸ Χάρβαρντ
ἐπισημαίνει ὅτι ἡ παρουσία τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τῆς ξένης λογικῆς της συνιστᾶ
ἐπικίνδυνη ἀνωμαλία στὴν ἀνατολικὴ περιοχὴ τῆς Μεσογείου.
Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, ὁ πολιὸς μελετητὴς καὶ γνώστης τῆς
ἱστορίας καὶ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας σὲρ Στῆβεν Ράνσιμαν δηλώνει ὅτι ἡ
Ὀρθοδοξία ἔχει τὴ δύναμι νὰ ἐπιζήση κατὰ τὸν ἐρχόμενο αἰώνα. Ὁ
Ρωμαιοκαθολικισμὸς καὶ ὁ Προτεσταντισμὸς ἔχουν τὴν ἴδια λογικὴ καὶ κινοῦνται
στὸ ἴδιο πλαίσιο καὶ στὴν ἴδια ὁλοκληρωτικὴ τακτική, ὅπου ὁ ἄνθρωπος ἀγνοεῖται,
ὑποτιμᾶται.
Καὶ οἱ δύο πλευρὲς ἔχουν δίκιο. Ἂν καὶ ξεκινοῦν ἀπὸ
διαφορετικὲς προϋποθέσεις, καταλήγουν στὸ ἴδιο: ἐντοπίζουν τὴν ἴδια
πραγματικότητα, ποὺ εἶναι γιὰ ἄλλους ὀσμὴ ζωῆς εἰς ζωήν, καὶ γιὰ ἄλλους ὀσμὴ
θανάτου εἰς θάνατον (βλ. Β΄ Κορ. 2, 16). Οἱ Ὀρθόδοξοι πρέπει νὰ εἴμαστε
εὐγνώμονες καὶ πρὸς τὶς δύο πλευρὲς (προπαντὸς πρὸς τὴν πρώτη), γιατὶ μᾶς
στέλνουν τὸ ἴδιο μήνυμα: δὲν μποροῦμε ἀτιμωρητὶ νὰ κοιμώμαστε. Τὸ συμπέρασμα:
–Δὲν εἴμαστε λίγοι, εἴμαστε πολλοί. Τὸ πλῆθος καὶ ἡ
δύναμίς μας βρίσκονται στὸν δυναμισμὸ τοῦ προζυμιοῦ τῆς ἐλευθερίας τοῦ
Πνεύματος.
–Δὲν θὰ μᾶς φᾶνε. Ὀφείλομε νὰ φαγωθοῦμε, γιὰ νὰ δώσωμε
στοὺς πεινασμένους «τὸν οὐράνιον ἄρτον, τὴν τροφὴν τοῦ παντὸς κόσμου» (Εὐχὴ τῆς
Προθέσεως τῆς θείας Λειτουργίας τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου), ποὺ
μελίζεται καὶ δὲν διαιρεῖται· ἐσθίεται καὶ οὐδέποτε δαπανᾶται (βλ. ὀπισθάμβωνο
εὐχὴ τῆς θείας Λειτουργίας τοῦ Μ. Βασιλείου). Ἔτσι, βρίσκομε τὸν ἑαυτό μας,
ἀποκτοῦμε δύναμι καὶ ἐξοφλοῦμε τὸ χρέος μας.
–Δὲν φοβόμαστε καὶ δὲν τὰ χάνομε. Ὄχι ἐπειδὴ εἴμαστε
δυνατοί, ἀλλ’ ἐπειδὴ εἶναι δυνατὸς Αὐτὸς ποὺ μᾶς ἀγαπᾶ, καὶ ἀγαπᾶ τὸν κάθε
ἄγνωστο καὶ ἀνώνυμο ἄνθρωπο μὲ τὴν ἀγάπη ποὺ ἀγαπᾶ τὴν οἰκουμένη.
–Ἡ ἐποχή μας εἶναι κρίσιμη, ἄρα καλή, ἂν τὴ δοῦμε μέσα ἀπὸ
τὸ μυστήριο τῆς θείας Λειτουργίας, τῆς ἱερᾶς Ἀποκαλύψεως· εἶναι μία ἀφορμὴ
μετανοίας καὶ σωτηρίας ὅλων μας. Ἂν ἤμασταν καλὰ κατὰ φαντασίαν καὶ ἀνθρωπίνην
ἐπίνοιαν, ἂν δὲν εἴχαμε προβλήματα ἢ νομίζαμε ὅτι δὲν εἴχαμε· θὰ ἤμασταν σὲ
κατάστασι ἐπικινδύνου νάρκης, ὕπνου καὶ ψευδαισθήσεως.
–Δὲν ἀμυνόμαστε. Κάνομε ἐπίθεσι. Καὶ ἡ ἐπίθεσι
γίνεται πρὸς ὄφελος ἐκείνων πρὸς τοὺς ὁποίους ἐπιτιθέμεθα. Καὶ ἂν θέλετε γιὰ τὴ
Συνθήκη τοῦ Σένγκεν καὶ τὸ φακέλωμα: τὸ «ὄχι» ἔρχεται ἀπὸ μόνο του. Καὶ τὸ
«ὄχι» αὐτὸ λέγεται ἀπὸ ἀγάπη καὶ γιὰ τὸ καλὸ περισσότερο τῶν Εὐρωπαίων (ἐκείνων
ποὺ νομοθετοῦν καὶ παίρνουν ἀποφάσεις – ὅπως τὶς παίρνουν – καὶ ἐκείνων ποὺ τὶς
ὑφίστανται).
Ὄχι τόσο γιὰ τοὺς Ὀρθοδόξους· αὐτοὶ εἶναι δοκιμασμένοι καὶ
παρηγορημένοι μέσα στὰ ἀτελείωτα ἱστορικά τους μαρτύρια καὶ στὴν οὐράνια
παράκλησι τῆς θείας Λειτουργίας. Ἔτσι, καὶ οἱ πιὸ μεγάλες ἐλευθερίες εἶναι
ἀνεπαρκεῖς γιὰ τὶς ἀπαιτήσεις τους, καὶ ἡ βαρύτερη σκλαβιὰ ἀνίκανη νὰ θίξη τὴν
ἐλευθερία τους. νὰ θίξη τὴν ἐλευθερία τους.
ΠΗΓΗ : ΑΡΧΙΜ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΙΒΗΡΙΤΗΣ, ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΣ ΤΡΟΠΟΣ,
εκδ. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΙΒΗΡΩΝ, 2000.