ὁμότιμου Καθηγητῆ
τῆς Θεολογικῆς ΑΠΘ
Ὁ ὅρκος ἀποτελεῖ παλαιότατο φαινόμενο τοῦ κοινωνικοῦ βίου
καὶ προϋποθέτει τὴν πίστη στὴ θεοκρισία, δηλαδὴ στὸ ὅτι ὁ Θεὸς ἢ κάποια ἄλλη
ἀνώτερη δύναμη ἐπεμβαίνει στὰ πράγματα τοῦ κόσμου καὶ τῶν ἀνθρώπων, γιὰ νὰ
ἀποκαταστήσει τὴν ἀλήθεια ἢ τὴ δικαιοσύνη καὶ νὰ τιμωρήσει τὸ ψεῦδος ἢ τὴν
ἀδικία. Ὁ ὅρκος προϋποθέτει τὴ θρησκευτικὴ πίστη, γι’ αὐτὸ στὸν ἄθρησκο δὲν
ἔχει νόημα. Μέσα ὅμως στὸ πλαίσιο τῆς ἀνεξιθρησκίας καὶ τῆς ἐλευθερίας τῆς
συνείδησης, ἔχει εἰσαχθεῖ καὶ ὁ λεγόμενος “πολιτικὸς ὄρκος”. Αὐτὸς γίνεται μὲ
ἐπίκληση τῆς τιμῆς καὶ τῆς συνείδησης τοῦ ὁρκιζόμενου καὶ ἔχει σὲ περιπτώσεις
ψευδορκίας ἢ ἐπιορκίας τὶς ἴδιες νομικὲς συνέπειες μὲ τὸ θρησκευτικὸ ὅρκο.
Τὴν ἀπόλυτη ἀπαγόρευση τοῦ ὅρκου διδάσκουν ὁμόφωνα οἱ
Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Μ. Βασίλειος ἐπισημαίνει ὅτι ὁ ὅρκος ἀπαγορεύθηκε μία
γιὰ πάντα. Στὸ ἐρώτημα, πῶς μπορεῖ κάποιος νὰ πείθει τοὺς ἄλλους, ὅταν
ἀποφεύγει τὸν ὅρκο, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἀπαντᾶ: μὲ τὸ λόγο καὶ τὴ
συμπεριφορὰ ποὺ θὰ πιστοποιεῖ τὸ λόγο του. Ἡ ἐπιορκία, ὅπως καὶ ἡ ψευδορκία,
εἶναι ἄρνηση τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ ὅμως προϋποθέτει τὸν ὅρκο, γιατί δὲν μπορεῖ κάποιος
νὰ ἀθετήσει ὅρκο ποὺ δὲν ἔδωσε. Παράλληλα βέβαια, αὐτὸς ποὺ δὲν ὁρκίζεται δὲν
πρέπει νὰ...ἀπαιτεῖ ὅρκο ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Ἐξάλλου ὁ ἱερὸς
Χρυσόστομος παρατηρεῖ ὅτι ὁ ὅρκος στὸ Εὐαγγέλιο ποὺ ἀπαγορεύει τὸν ὅρκο
ἀποτελεῖ ὕβρη καὶ καθαρὴ παραφροσύνη. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς ἀπορρίπτει
ἐπίσης τελείως τὴ χρήση τοῦ ὅρκου. Σὲ ὅσους δεσμεύτηκαν μὲ ὅρκο προτείνει νὰ
τηρήσουν πιστὰ τὶς ὑποσχέσεις τους, ἂν αὐτὲς εἶναι σύμφωνες μὲ τὸ θέλημα τοῦ
Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ νὰ ζητήσουν ταυτόχρονα τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, γιατί ἀκόμα σὲ
περίπτωση εὐορκίας δὲν παύουν νὰ εἶναι παραβάτες τῆς ἐντολῆς του.
Ἡ χρήση λοιπὸν τοῦ ὅρκου στὴν καθημερινὴ ζωὴ ἀποτελεῖ
καταστρατήγηση τῆς ρητῆς ἐντολῆς τοῦ Χριστοῦ “μὴ ὁμόσαι ὄλως”. Τὸ παράδοξο
μάλιστα εἶναι ὅτι ὁ ὅρκος χρησιμοποιεῖται σήμερα ἐπίσημα καὶ στὴν ἐκκλησιαστικὴ
δικαιοσύνη. Ἡ ἀπαράδεκτη αὐτὴ κατάσταση ἐμφανίστηκε μὲ τὴν ἀνασύσταση τοῦ
ἑλληνικοῦ κράτους. Ἐξαιτίας της δημιουργήθηκε ἡ ἔντονη διαμάχη ἀνάμεσα στὸν
Κωνσταντῖνο Οἰκονόμο τῶν ἐξ Οἰκονόμων καὶ τὸ Θεοκλητὸ Φαρμακίδη. Ὁ πρῶτος,
ἀκολουθώντας τὴν ὁμόφωνη διδασκαλία καὶ πράξη τῆς Ἐκκλησίας, ὑποστήριξε ὅτι οἱ
Χριστιανοὶ δὲν πρέπει νὰ ὁρκίζονται. Ἀντίθετα ὁ Φαρμακίδης θεώρησε τὸν ὅρκο
ἐπιτρεπτό, ἰδίως ὅταν ἐπιβάλλεται ἀπὸ τὴν πολιτεία. Ἀντιμετωπίζοντας τὸ θέμα
αὐτὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ἐξέδωσε τὸ 1849 ἐγκύκλιο ἐπιστολὴ “Πρὸς τοὺς
ἁπανταχοῦ Ὀρθοδόξους”, ποὺ ὑπογράφεται καὶ ἀπὸ τοὺς Προκαθημένους τῶν τριῶν
ἄλλων Πρεσβυγενῶν Πατριαρχείων. Στὴν ἐπιστολὴ καυτηριάζεται μὲ δριμύτητα ἡ
ἄποψη ὅτι ἡ χριστιανικὴ πίστη δὲν ἀπαγορεύει τὸν ὅρκο καὶ ὅτι οἱ πιστοὶ μποροῦν
νὰ ὁρκίζονται στὰ δικαστήρια “ἀπροκριματίστως καὶ ὀσίως”.
Ἐνῶ ὅμως ἀπὸ θεολογικὴ ἄποψη ὁ ὅρκος εἶναι ἀπαράδεκτος,
στὸ πλαίσιο τῆς κοινωνικῆς ζωῆς ὑποστηρίζονται ἀλληλοσυγκρουόμενες ἀπόψεις. Ἄλλοι δέχονται τὴ χρησιμότητα καὶ
τὴν ἀναγκαιότητά του γιὰ τὴν ἐξεύρεση τῆς ἀλήθειας ἢ γιὰ τὴν ἠθικὴ δέσμευση τοῦ
ἀνθρώπου σὲ κάποιον σκοπό, ἐνῶ ἄλλοι ἀποδοκιμάζουν τὴ χρήση του, εἴτε γιὰ
λόγους ἐλευθερίας τῆς συνείδησης εἴτε γιὰ λόγους ἀνθρώπινης ἀξιοπρέπειας. Ὅταν
ὁ ἄνθρωπος δὲ θέλει γιὰ θρησκευτικοὺς ἢ ἄλλους λόγους νὰ ὁρκιστεῖ, ἡ ἐπιβολὴ
τοῦ ὅρκου δὲν ἀποτελεῖ μόνο ἀπαράδεκτη παραβίαση τῆς ἐλευθερίας τῆς συνείδησής
του ἀλλὰ καὶ θεσμοποιημένη προσβολή.
Ἄλλωστε, ἡ χρησιμότητα τοῦ ὅρκου γιὰ τὴν ἐξεύρεση τῆς
ἀλήθειας εἶναι πολὺ ἀμφισβητήσιμη. Σχετικὰ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος λέει: “Ἂν
πιστεύεις ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι φιλαλήθης, μὴν τὸν ἐξαναγκάσεις νὰ ὁρκιστεὶ• ἂν
πάλι γνωρίζεις ὅτι ψεύδεται, μὴν τὸν ἀνγκάσεις νὰ ἐπιορκίσει”. Ὁ φιλαλήθης λέει
τὴν ἀλήθεια ἀκόμα καὶ ὅταν δὲν πιεστεῖ μὲ τὸν ὅρκο, ἐνῶ ὁ ψευδολόγος δὲ
διστάζει νὰ καταφύγει στὸ ψεῦδος καὶ ἐνόρκως, ὅποτε προσθέτει στὴν ψευδολογία
του καὶ τὴν ψευδορκία ἢ τὴν ἐπιορκία.
… Δὲν μπορεῖ νὰ μὴν ἐπισημανθεῖ ἡ παράλειψη τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀρχῆς νὰ τακτοποιήσει τὸ θέμα. Ἡ ἁπλὴ δήλωσή της ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη
Ἐκκλησία ἀπαγορεύει τὸν ὅρκο θὰ ἦταν ἀρκετὴ γιὰ τὴν κατάργηση τῆς ἐπιβολῆς του.
Ἀλλὰ ἀπὸ τὶς 16-9-2001 ὁρίζεται ὅτι ὁ μάρτυρας ποὺ ὀφείλει νὰ ὁρκισθεῖ,
ἐρωτᾶται ἂν προτιμᾶ νὰ δώσει θρησκευτικὸ ἢ πολιτικὸ ὅρκο, χωρὶς νὰ δηλώσει τὸ
θρήσκευμά του. Ἔτσι καὶ ὁ Ὀρθόδοξος Χριστιανὸς μπορεῖ νὰ δηλώσει “στὴν τιμὴ καὶ
στὴ συνείδηση του” τὴν ἀλήθεια τῆς κατάθεσής του.
Χριστιανικὴ
Ἠθική ΙΙ, ἐκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2003, σ. 483-92.