ΤΗΝ ΩΡΑ πού ὅλοι
στήν Ἑλλάδα ἔχουν κάτι νά ποῦν γι᾿ αὐτά
πού τούς ἀπασχολοῦν καί θέλουν ἡ ἄποψή τους νά γίνει
εὐρέως γνωστή, στό χῶρο
τῆς Ἐκκλησίας ἐπικρατεῖ σιωπή, τόσο ἀπό
τούς ὑπεύθυνους μητροπολίτες
καί κληρικούς ὅσο καί ἀπό τούς λεγόμενους συνειδητούς
χριστιανούς. Αὐτό δέν σημαίνει ὅτι ἔχουν ἀπορροφηθεῖ ἀπό τήν
πνευματική ζωή, γι᾿ αὐτό καί μένουν ἀδιάφοροι καί ἀπαθεῖς γιά τό τί συμβαίνει στόν
κόσμο.
Κάθε ἄλλο. Ὅλα
τά παρακολουθοῦν, ἀλλά ἁπλῶς δέν ἐπιθυμοῦν
νά διαφοροποιηθοῦν, γιά νά μή δημιουργηθοῦν ἐντυπώσεις
εἰς βάρος τους ἀπό τούς κοσμικούς, οἱ ὁποῖοι ἀγνοοῦν καί τό
ἀλφάβητο τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. Σιωποῦν ἀκόμα καί γιά τά
ἀμιγῶς ἐκκλησιαστικά θέματα, πού ἔχουν ἀντίκτυπο καί στήν
πνευματική τους ζωή.
Δέχονται ὅλα τά κακῶς κείμενα,
γιατί δέν ἔχουν τήν καλή ἀνησυχία, σκανδαλίζονται ἀλλά
δέν ἀγωνίζονται γιά τόν περιορισμό τῶν σκανδάλων καί τήν τιμωρία
τῶν σκανδαλοποιῶν. Ἡ ἀντίδρασή τους εἶναι ἀνύπαρκτη. Ὅταν
μάλιστα εἶναι ἐνταγμένοι σέ κάποιο κύκλο γνωστῶν τους, πού ἔχουν
θρησκευτικά ἐνδιαφέροντα, βρίσκουν ἀνάπαυση.
Καί διερωτᾶται κανείς. Αὐτή
εἶναι ἡ ὀρθή στάση; Μποροῦμε νά ἀδιαφοροῦμε
γιά ὅσα ἁμαρτωλά καί ἀπαράδεκτα συμβαίνουν γύρω
μας, ἐπειδή ἐμεῖς ἔχουμε ἐξασφαλισμένη τήν ἠθική μας
καθαρότητα καί τήν εὐχάριστη ἡσυχία μας στό στενό πνευματικό μας
κύκλο; Προφανῶς ὄχι. Πρέπει νά ἀνησυχοῦμε, νά ἀρνούμαστε
τό κακό, νά ἐλέγχουμε τούς πρωτεργάτες του, νά ἀντιστεκόμαστε
στούς ἀντίχριστους καί νά ἐμποδίζουμε τή δράση τους.
Ἀλλά τί λέω;
Μήπως ἀνησυχεῖ ἡ Διοικοῦσα Ἐκκλησία; Μήπως ἔχασε τόν ὕπνο
του ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν, ὡς πρόεδρος τῆς Ἱερᾶς
Συνόδου καί τά συνοδικά μέλη
γιά τά ὅσα ἀντιχριστιανικά συμβαίνουν στή χώρα; Ὄχι.
Ράθυμοι ἐκ φύσεως οἱ περισσότεροι μητροπολίτες
καί καταπονημένοι ἀπό τό γῆρας, δέν ἀντιδροῦν
σέ τίποτα. Δέν θέλουν νά σχολιαστοῦν ἀπό τούς κοσμικούς
δημοσιογράφους καί τούς πολιτικούς. Προτιμοῦν νά τά ἔχουν
μέ ὅλους καλά. Καί αὐτό εἶναι μία πνευματική πτώση.
Ὁ ἀείμνηστος
μητροπολίτης Φλωρίνης Αὐγουστῖνος Καντιώτης ἔλεγε ὅτι οἱ λόγοι
του στή Σύνοδο ἦταν δυσπαράδεκτοι καί συχνά γίνονταν ἀφορμή
δυσάρεστων ἐρίδων καί διαπληκτισμῶν, γιατί ἀναφέρονταν στά κακῶς
κείμενα τῆς Ἐκκλησίας καί στήν ἁμαρτωλή κοινωνία
καί οἱ συνοδικοί μητροπολίτες δέν ἤθελαν νά τά ἀγγίξουν
οὔτε κἄν νά τά ἀκούσουν. Τόνιζε ἐπίσης ὅτι
οἱ ἐπίσκοποι καί οἱ κληρικοί πρέπει «νά μιλοῦν καί νά
γράφουν μετά σθένους ἐπί θεμάτων πίστεως
καί ἠθικῆς, ἡ δέ φωνή των νά εἶνε ὡς φωνή
λέοντος, σείοντος τήνἔρημον κατά τό γραφικόν· «Λέων ἐρεύξεται,
καί τίς οὐ φοβηθήσεται;» (Ἀμώς γ´ 8), (δηλαδή ὅταν
τό λιοντάρι βρυχᾶται, ποιός δέν φοβᾶται;). Ἄλλωστε μέ λέοντας
δέν παριστάνονται οἱ ἐπίσκοποι διά τῆς φιλοτεχνήσεως ἀναγλύφων
λεόντων εἰς τά βάθρα τῶν δεσποτικῶν των θρόνων, συμβόλων δηλαδή
τῆς ἡρωικῆς στάσεως, τήν ὁποίαν πρέπει νά δεικνύουν εἰς τήν ζωήν των;
Λεόντειον φρόνημα πρέπει νά καλλιεργήσωμεν εἰς τόν λαόν μας, προμαχοῦντες
εἰς τούς ἀγῶνας ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας, ὡς κανόνος πίστεως
καί ζωῆς». Αὐτά ἔλεγε ὁ π. Αὐγουστῖνος ἀπηχώντας
τά ὅσα ὑποστήριζε ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης
(Συνοδικά, 1989, σελ. 39).
Ἀλλά δέν φτάνουν μόνο
αὐτά. Ὁ ἀείμνηστος μητροπολίτης μιλώντας γιά τόν ἀγώνα κατά
τῶν ἀθέων καί ὑλιστῶν τόνιζε ὅτι ἡ ζωή τῶν χριστιανῶν
καί μάλιστα τῶν κληρικῶν πρέπει νά εἶναι συνεπής στή χριστιανική
πίστη. Καί συμπλήρωνε: «Ἐνθυμούμενος σχετικήν ὁμιλίαν τοῦ ἀθανάτου
κήρυκος τοῦ Εὐαγγελίου ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου,
λέγω ὅτι, τά μεγαλύτερα ἐπιχειρήματα τοῦ ἀθεϊσμοῦ ἀλλά
καί τῶν αἱρετικῶν κατά τῆς πίστεώς μας, ἀντλοῦνται ἀπό
τήν ἀντιχριστιανικήν ζωήν τῶν λεγομένων πιστῶν, οἱ ὁποῖοι ἐν
λόγοις μέν ρητορεύουν ὑπέρ τῆς εἰς Χριστόν
πίστεως, ἀλλά ἐν ἔργοις ἀποδεικνύουν ὅτι δέν πιστεύουν
εἰς ὅσα κηρύττουν.
Ἐάν ὅλοι οἱ χριστιανοί, μικροί
καί μεγάλοι, ἐζῶμεν ὄντως χριστιανικήν ζωήν, ὡς ἔζων
οἱ πρῶτοι χριστιανοί, διά τῶν λαμπρῶν χριστιανικῶν μας ἔργων
οἱ ἄθεοι καί οἱ ὑλισταί θά ἀπεστομώνοντο καί
θά περιορίζοντο εἰς τό ἐλάχιστον» (ὅπ. παρ., σελ. 128-129).
Εἶναι
καιρός νά μιμηθοῦμε τούς ἁγίους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας
καί νά ἀποκτήσουμε παρρησία, γιά νά ἐλέγχουμε
τούς ἀντίχριστους, οἱ ὁποῖοι στίς μέρες μας κοντεύουν νά μᾶς
πνίξουν.
Ορθόδοξος Τύπος, 23/01/2015