Οι οικογένειές τους
ζουν με την ελπίδα να γίνει ένα θαύμα
Οι άνθρωποι που
αγνοούνται ακόμη μία εβδομάδα μετά την πυρκαγιά στο πλοίο του θανάτου…
Αποτυπώματα πόνου, ελπίδας και πίστης ότι οι δικοί τους
άνθρωποι κάποια στιγμή θα βρεθούν από οικογένειες ανθρώπων που ταξίδεψαν στο
μοιραίο πλοίο που σκόρπισε το θάνατο πριν περίπου μία εβδομάδα κάνοντας τόσο
τον ελληνικό όσο και το διεθνή Τύπο να αφιερώσει εκατοντάδες δημοσιεύματα σε
ένα θέμα που προκάλεσε σοκ.
Άνθρωποι που βρέθηκαν αντιμέτωποι με το θάνατο,
άνθρωποι που γλίτωσαν την τελευταία στιγμή, άνθρωποι που χάθηκαν αλλά και άλλοι
που δυστυχώς μέχρι σήμερα αγνοούνται βυθίζοντας σε συναισθήματα στενοχώριας τις
οικογένειές τους που μάταια προσπαθούν όπως οι ίδιοι λένε μιλώντας στο
protothema.gr να έχουν κάποια ένδειξη, κάποια ενημέρωση, κάποια πληροφορία ότι
βρέθηκαν οι αγνοούμενοι που αναζητούν... Απλοί καθημερινοί άνθρωποι που ζουν με
την ελπίδα να γίνει ένα θαύμα και να ξανασυναντηθούν με τους αγνοούμενους
ανθρώπους τους...
Η ζωή του Βαγγέλη Καραβαγγέλη θυμίζει σενάριο ταινίας. Που
τα είχε όλα. Δύσκολα, φτωχικά χρόνια, με πολλή, όμως, αγάπη από την οικογένειά
του και ειδικότερα από τη μάνα του για την οποία εκείνος ζει και αναπνέει παρά
το γεγονός ότι έχει εγκαταλείψει την Ελλάδα και ζει μόνιμα στο Βερολίνο με την
εκλεκτή της καρδιάς του, τη Μαρία, την οποία και ερωτεύτηκε παθιασμένα πριν
αρκετά χρόνια. Βιοπαλαιστής, αφοσιωμένος στην οικογένειά του, τη σύζυγό και τα
3 παιδιά του ο 55χρονος Βαγγέλης είχε μία ευτυχισμένη καθημερινότητα. Εργάζεται
ως τεχνίτης σε μία καλή δουλειά, σε ένα μεγάλο εργοστάσιο στο Βερολίνο και ζει
μία άνετη ζωή. Νοικοκύρης, ερωτευμένος με τη Θεσσαλονικιά σύζυγό του και πάντα
κοντά στα παιδιά του. Το μόνο που του έλειπε από το πάζλ της ευτυχίας ήταν η επαφή
με τη μητέρα του. Εκείνος βέβαια φρόντιζε όλα αυτά τα χρόνια κάθε τέτοια
περίοδο να έρχεται και να τη βλέπει. Και σε αυτό το ταξίδι ήθελε να μείνει λίγο
περισσότερο μαζί της. Και εκείνη το ίδιο. Αλλά έπρεπε να επιστρέψει στο
Βερολίνο για να κάνει Πρωτοχρονιά με την οικογένειά του. «Ερχόταν όλα αυτά τα
χρόνια που το θυμάμαι από μικρή, κάθε χρόνο να μας δει εδώ στην Αγία Άννα
Ευβοίας, ήταν πολύ στενά συνδεδεμένος με τους συγγενείς του και βέβαια ούτε
λόγος λάτρευε τη μάνα του και για το δικό της το χατίρι δεν υπήρξε χρονιά που
να μην έρθει να τη δει για να κάνουν μαζί Χριστούγεννα», λέει η Έφη Δανέλη,
ανιψιά του αγνοούμενου. «Με τη σύζυγό του τη θεία Μαρία, μίλησε για τελευταία
φορά και της είπε ότι όλα θα πήγαιναν καλά, έβλεπε μία κινητικότητα με σωστικά συνεργεία
να έρχονται. Φανταστείτε την αγωνία τους, εδώ εμείς και κοντεύουμε να
τρελαθούμε. Τραγική ειρωνεία; Τύχη; Ήταν στο τσακ η οικογένεια να έρθει για να
κάνει γιορτές εδώ στο χωριό, όλοι μαζί και τελευταία στιγμή το ανέβαλλαν για
δικούς τους λόγους… Τι να πω… Παρακαλάω το Θεό να δώσει δύναμη, ψυχραιμία, στη
γυναίκα του, στα παιδιά του, ελπίζουμε ότι θα το βρούμε το θείο μας, πραγματικά
το πιστεύουμε ότι κάπου θα είναι και απλά δεν έχει εντοπιστεί. Αλλά και αυτό
που γίνεται απάνθρωπο… Πήγαμε και στην Ελευσίνα, πήγαμε και στο Ελευθέριος
Βενιζέλος να περιμένουμε με την ελπίδα ότι θα τον δούμε να βγαίνει αλλά…
δυστυχώς… Τηλεφωνούμε παντού, έχουμε τρελαθεί, δεν μας ενημερώνει κανείς,
μακάρι να τελειώσει αυτός ο εφιάλτης που ζούμε, μακάρι να βρεθεί ο θείος μας»,
σημειώνει η ανιψιά του Βαγγέλη Καραβαγγέλη και προσθέτει: «Πάντως, όπως μας
είπε η θεία μου η Μαρία στο τηλέφωνο, δεν ήθελε να ταξιδέψει με αυτό το πλοίο,
πολλοί ήταν οι επιβάτες που μόλις είδαν σε τι κατάσταση ήταν το πλοίο
εκνευρίστηκαν και ζητούσαν από τους αρμόδιους εξηγήσεις, ήθελε να ακυρώσει το
ταξίδι του με αυτό το πλοίο αλλά δεν προλάβαινε δεν είχε χρόνο… Πού να ήξερε τι
θα ακολουθούσε μετά».
Ο 49χρονος Γιάννης Σοφός από τη Βοιωτία είναι ένας ακόμη
από τους επιβάτες του πλοίου του θανάτου που αγνοείται μέχρι και αυτή τη
στιγμή. Ο Γιάννης εργάζεται από πιτσιρικάς σε εταιρεία που έχει φορτηγά ψυγεία
και ως εκ τούτου έχει κάνει πολλές χιλιάδες χιλιόμετρα με το φορτηγό, κάτω από
σκληρές, πολλές φορές, απάνθρωπες συνθήκες όπως σημειώνει ο ανιψιός του Γιώργος
με νόημα. «Ο θείος μου είναι ένας πολύ ξεχωριστός άνθρωπος, φαντάσου ότι το
μόνο πράγμα που τον ενδιέφερε από πολύ μικρός ήταν να κάνει οικογένεια, δεν
είχε στο νου του χρήματα, ανέσεις, πολυτέλειες για τον εαυτό του διότι από
μικρός ήταν στο μεροκάματο, κουράστηκε πολύ στη ζωή του, ήταν σκληρός πάντα στη
δουλειά του αλλά όλα αυτά τελείωναν όταν συναντούσε την οικογένειά του, τη
γυναίκα και τα τρία του παιδιά. Νύχτα μέρα, χειμώνα καλοκαίρι στο τιμόνι.
Γίγαντα τον φωνάζουμε όλοι επειδή είναι ογκώδης αλλά τι γίγαντας ε; Με καρδιά
παιδιού. Να το βλέπει κανείς να παίζει με τόσο λαχτάρα με τα παιδιά του και να
τρελαίνεται. Είναι μία εικόνα που μου έχει κάνει τόσο πολύ εντύπωση, ρε παιδί
μου λες ότι ο άνθρωπος αυτός τόσο πολύ κουράζεται γυρνώντας ας πούμε από ένα
πολυήμερο ταξίδι και μόλις βλέπει την οικογένειά του δεν υπάρχει ούτε γκρίνια,
ούτε κούραση, ούτε τίποτα». Στο δρομολόγιο αυτό όμως μας λέει ο ανιψιός του
Γιάννη Σοφού εκείνος δεν ήθελε να πάει διότι ήταν αποφασισμένος να κάνει το
χατίρι στο μικρότερο παιδί του που του είχε ζητήσει να κάνουν μαζί γιορτές
γιατί του έλειπε πολύ. «Ο Γιάννης νομίζω ότι αν μπορούσε και τον έπαιρνε
οικονομικά δεν θα πήγαινε, ήθελε πολύ αυτά τα Χριστούγεννα να είναι με την
οικογένειά του, τι νομίζεις -μου έλεγε συχνά- τι να τα κάνω τα χρήματα, να τα
μαζεύω για ποιο λόγο; Σημασία έχει τα χρήματα να πιάνουν τόπο, δεν θέλω να
λείπει τίποτα από τα παιδιά μου, για αυτό είναι οι γονείς, να δουλεύουν και να
προσφέρουν ό,τι μπορούν, την ίδια τους τη ζωή στα παιδιά τους», θα πει
συγκινημένος ο ανιψιός του Γιώργος. Θα θυμηθεί την τελευταία φορά που μίλησε με
το θείο του λίγο μετά τη φωτιά στο πλοίο: «Φυσικά και φοβήθηκε, το καταλάβαινα
στη φωνή του, δηλαδή πώς μπορείς να είσαι ψύχραιμος όταν είσαι λογικός και
καταλαβαίνεις ότι κινδυνεύει άμεσα η ζωή σου; Μου έλεγε με σπασμένη φωνή,
πρόσεχε τα παιδιά, μη μάθουν τι γίνεται, πρόσεχε τα παιδιά μη στενοχωριούνται,
όλα καλά θα πάνε, στο τέλος, να σιγά σιγά αρχίσανε να στέλνουν σωστικά
συνεργεία. Λίγη ώρα μετά προσπάθησα να πάρω ξανά τηλέφωνο γιατί η θεία μου με
την οποία επικοινωνούσα κάθε τρία λεπτά μου είπε ότι το τηλέφωνό του είναι
κλειστό. Της είχε πει στην τελευταία του επικοινωνία, ότι την αγαπά πολύ και
αυτή και τα παιδιά και πως όλα θα πάνε καλά και να μην ανησυχεί. Τέτοιος
άνθρωπος είναι ο θείος μου μπορεί να του συμβαίνει κάτι κακό και αυτός έχει την
έννοια των άλλων, εν προκειμένω της οικογένειάς του να μην στενοχωρηθούν, τι να
σου λέω… Στην αρχή τρόμαξα, μετά είπα
λογικό δεν θα έχει μπαταρία. Μετά από ώρες πήρα κάποιον συνάδελφό του που
γνωρίζονταν, το ρωτούσα αν τον είδε μου είπε πως μέσα στο γενικό χαμό του
φάνηκε ότι τον είδε, να μπαίνει σε σωστική λέμβο αλλά και πάλι δεν ήταν
σίγουρος. Καρδιοχτυπάμε, όλοι μας… Φυσικά και τρέμουμε και μόνο στην ιδέα να
έχει χαθεί. Τι να σας πω, αυτά τα Χριστούγεννα και η Πρωτοχρονιά είναι εφιάλτης
για εμάς, περιμένουμε από κάπου μάταια όλες αυτές τις μέρες κάτι να μας πούνε,
κάτι να ακούσουμε, κάτι να μάθουμε. Τίποτα. Πήγα να δω μήπως και ήταν στο
ελικόπτερο που μετέφερε τους επιβάτες στην Ελευσίνα. Τίποτα. Κανείς δεν ήξερε,
κανείς δε μπορούσε να μου πει κάτι. Η θεία μου, η γυναίκα του έχει από εκείνη
την ημέρα να κοιμηθεί, δε μπορεί να ηρεμήσει, πώς να ηρεμήσει, το
καταλαβαίνεις, ο άνθρωπός της αγνοείται… Και κανείς δεν της λέει τι έγινε»,
καταλήγει ο ανιψιός του Γιάννη Σοφού.
Με καταγωγή από τη Θήβα ο Αλέξανδρος Κουφογιώργης στα 55
του χρόνια καυχιόταν ότι είχε πετύχει στη ζωή του ό,τι ονειρευόταν από μικρός.
Από τις αταξίες των παιδικών του χρόνων, στις αλάνες και τα γήπεδα, αργότερα
στην εφηβεία του ήταν το καμάρι της οικογένειάς του αλλά και ολόκληρης της
Θήβας. Ποδοσφαιριστής θα γινόταν επαγγελματίας αλλά μάλλον δεν το θέλησε
πραγματικά ποτέ και ο ίδιος διότι προτίμησε να ζήσει μία περισσότερο
φυσιολογική ζωή στη Θήβα με τη γυναίκα του και βέβαια τα 4 παιδιά που
απόκτησαν, όπως συνήθιζε να λέει αφού του άρεσε η ιδέα να έχει πολλά παιδιά, το
θεωρούσε τύχη, χαρά, ευλογία. Ο Αλέκος, όπως τον φωνάζουν στη Θήβα, είναι και
παππούς και μάλιστα όπως μας λέει ο γαμπρός του μάλλον τα εγγόνια του θα πάρουν
το μικρόβιο του αθλητισμού και δη του ποδοσφαίρου από εκείνον. «Ο πεθερός μου
είναι ένας συναρπαστικός άνθρωπος, το λέω αυθόρμητα έτσι όπως το ζω, το βιώνω
καθημερινά όλα αυτά τα χρόνια που τον ξέρω. Πάντα εργαζόταν σκληρά, έλειπε
πάντα στην περίοδο των γιορτών, μας έλειπε το ήξερε αλλά όπως μας έλεγε σημασία
έχει το να περνάμε όλοι καλά έστω και τις λιγοστές φορές που έχουμε την
ευκαιρία να μαζευόμαστε όλοι μαζί ως οικογένεια. Πατέρας με την ουσιαστική
σημασία της λέξης, πάντα προτεραιότητά του τα παιδιά του. Άνθρωπος του μόχθου,
με χιλιάδες χιλιόμετρα να έχει καταγράψει, δεν γκρίνιαζε ποτέ, αλλά ποτέ σας
λέω, ούτε άκουγες από τα χείλη του αχ κουρασμένος είμαι. Από όταν δε έγινε και
παππούς έχει αφοσιωθεί εντελώς στα εγγόνια του, δεν υπάρχει τίποτα άλλο για
εκείνον. Θέλει μάλλον να χαρίσει διάδοχο στην ομάδα ποδοσφαίρου της Θήβας και
να κάνει τον εγγονό του ποδοσφαιριστή, όλοι άλλωστε τον αγαπάνε εδώ, όλοι το
ξέρουν είναι παλαίμαχος ποδοσφαιριστής του Ιωνικού Αστέρα, το σέβονται και
βέβαια όλοι γνωρίζουν το πάθος του για τη μπάλα», σημειώνει ο γαμπρός του.
Θυμάται την τελευταία φορά που τον είδε λίγο πριν το ταξίδι του και του είχε
πει άντε μήπως τα πράγματα είναι καλύτερα και του χρόνου κάνουμε επιτέλους όλοι
μαζί γιορτές. «Η πεθερά μου είναι σε άθλια κατάσταση, πώς να μην είναι. Μου
είπε ότι εκείνη την ημέρα, τη φίλησε πριν φύγει, της είπε άιντε ένα ακόμη
ταξίδι και σε λίγες μέρες πάλι μαζί θα είμαστε γυναίκα. Της υποσχέθηκε ότι
μόλις έφτανε θα της τηλεφωνούσε πάντα το έκανε έτσι και αλλιώς. Το τηλέφωνο
όμως δεν χτύπησε ποτέ… Προσπαθήσαμε όλες αυτές τις ημέρες αλλά δεν καταφέραμε
να μιλήσουμε ποτέ μαζί του. Στο σπίτι αυτή τη στιγμή τι να σου πω… Υπάρχει μία
απέραντη σιωπή, δάκρυα, αγωνία… Κανείς δεν θέλει να πιστέψει ότι έχει γίνει
κάτι κακό… Οι μέρες περνούν όμως και δεν έχουμε κανένα νέο… Τι να πω… Τα παιδιά
ψάχνουν τον πατέρα τους, η γυναίκα μου, η κόρη του κοντεύει να τρελαθεί, μας
στηρίζει ο κόσμος αλλά τι να πεις στη έρμη την πεθερά μου που κρατά τη
φωτογραφία του γάμου της με τον πεθερό μου αγκαλιά και κλαίει μόνη της σε μια
γωνιά.. Μακάρι, μακάρι να γίνει ένα θαύμα και να βρεθεί», καταλήγει
συγκινημένος ο γαμπρός του Αλέξανδρου Κουφογιώργη.
Για τον 54χρονο Βασίλη Τσάμη η πραγματικότητα της σκληρής
δουλειάς στο τιμόνι μετρά πάρα πολλά χρόνια. Ο Θεσσαλονικιός που προσδιορίζεται
από φίλους και συγγενείς ως ο «πλακατζής» της παρέας είναι ένας άνθρωπος που
έχει πολύ ταλαιπωρηθεί στη ζωή του αφού εργάζεται ως οδηγός διεθνών μεταφορών
με ταξίδια σε μακρινούς και πολλούς προορισμούς. Ένα επάγγελμα που ο ίδιος το
αγάπησε με το χρόνο αφού του έδωσε τη δυνατότητα να καταφέρει να κάνει μία καλή
οικονομική διαχείριση και να εξασφαλίσει για τον ίδιο και την οικογένειά του
μία ποιοτική ζωή αν και ο ίδιος ταλαιπωρείται μέχρι σήμερα λόγω της
αντικειμενικής δυσκολίας της εργασίας του. Στα πολλά ταξίδια του μόνη του
έννοια το παιδί του και η διάθεσή του να προσπαθεί να μη λείψει τίποτα σε
εκείνον. Γιορτές, καλοκαίρια, χειμώνες, θυσίες προσωπικές τίποτα από όλα αυτά
δε μέτρησαν για εκείνον όπως θα μας πει η ανιψιά του. «Ο θείος μου είναι ένας
άνθρωπος βασανισμένος, κουρασμένος αλλά δεν έχασε ποτέ αυτό που λέμε κέφι και
διάθεση για ζωή. Δεν τον ένοιαζε ρε παιδί μου ποτέ να πει αμάν να κάτσω και εγώ
λίγο, δε βαριέσαι. Δεν είναι άνθρωπος παραδόπιστος, το κάνει γιατί θέλει να
έχει τόσο ο ίδιος όσο και η οικογένειά του μία καλή ζωή. Τι να σας πω,
φανταστείτε ότι μετά από αυτό που έγινε δεν έχει σταματήσει να χτυπά το
τηλέφωνο από τους φίλους του που θέλουν να μάθουν αν έχει βρεθεί ακόμη…
Δυστυχώς, ο θείος μου ακόμη αγνοείται… Κανείς δε μας λέει κάτι, δεν έχουμε μία
ένδειξη, ένα σημάδι έστω ότι κάτι θα γίνει. Αυτό που μας είπαν πάντως φίλοι του
συνάδελφοί του είναι πως στη διάρκεια της φωτιάς στο πλοίο εκείνος δεν έχασε
ούτε μια στιγμή το θάρρος και τη διάθεσή του να προσφέρει βοήθεια στους
συνεπιβάτες του. Τον έβλεπαν έτσι μας είπαν να τρέχει και να βοηθά κόσμο να
σωθεί… Αυτός είναι ο θείος μου, ένα κομμάτι μάλαμα… Μακάρι, μακάρι να βρεθεί…
Μακάρι να γίνει το θαύμα, δεν απογοητευόμαστε, πιστεύουμε στο Θεό ότι κάπου με
κάποιον τρόπο στο τέλος θα εντοπιστεί». Δύσκολες ώρες βεβαίως περνά το παιδί
του που προσπαθεί να συνειδητοποιήσει τι έχει συμβεί. Δυστυχώς δεν είχε κανείς
από την οικογένεια όπως μας ενημερώνει η ανιψιά του την τύχη, τη δυνατότητα να
μιλήσει μαζί του την ώρα της πυρκαγιάς αφού το τηλέφωνό του δεν ήταν σε
λειτουργία.
Οι τρεις γυναίκες της ζωής του 53χρονου Γιάννη Συμεωνίδη
δεν είναι άλλες από τη σύζυγο και τις δυο του κόρες ενώ πριν λίγο καιρό ο ίδιος
δήλωνε ότι έπλεε σε πελάγη ευτυχίας αφού η μια του κόρη του χάρισε εγγονή.
Γεννημένος στο Λάκκωμα Θεσσαλονίκης ο Γιάννης Συμεωνίδης ζούσε και απολάμβανε
τη ζωή όλα αυτά τα χρόνια με άξονα την οικογένειά του. Νύχτα, μέρα στη δουλειά
με μόνο στόχο να σπουδάσει τις κόρες του, να τις δει μεγάλες και τρανές όπως ο
ίδιος ονειρευόταν και να τις καμαρώσει να ανοίγουν και εκείνες το δικό τους
σπιτικό. Παθολογική η αδυναμία του στο στήριγμα της ζωή του τη γυναίκα του η
οποία ήταν πάντα στο πλευρό του και το στήριζε. Ήταν εκείνη που ποτέ δεν
παραπονέθηκε για το ότι οι αποστάσεις σχεδόν σε καθημερινή βάση της στερούσαν
την παρουσία του. Αλλά η αγάπη τους ήταν τόσο δυνατή στο πέρασμα του χρόνου που
με ένα μυστήριο τρόπο αυτή η δυσκολία τους ένωσε ακόμη περισσότερο, θα πει η
σύζυγός του Άννα. «Ο άντρας μου είναι ένας άνθρωπος πολύτιμος, είναι σύντροφος,
αδελφός, πατέρας, φίλος. Ξέρετε τι είναι να μην τον έχω ακούσει να παραπονιέται
για το παραμικρό ποτέ; Ποτέ όμως. Και στα δύσκολα και ακόμη και όταν η δουλειά
έπεφτε λίγο εκείνος πάντα χαμογελούσε και έλεγε έχει ο Θεός. Είχε, έχει ένα
ταλέντο ο Γιάννης έχει μία κατασταλαγμένη σοφία, μία άποψη για τη ζωή που
νομίζω ότι έχει να κάνει με όλα όσα έχει δει και κυρίως ζήσει πάνω στο τιμόνι.
Οι κόρες του τον ακούνε πάντα με προσοχή γιατί είχε την εξυπνάδα να γίνει όχι
μόνο ο αυστηρός πατέρας όταν έπρεπε αλλά και ο άνθρωπος που θα εμπιστευόταν
όταν εκείνες αντιμετώπιζαν κάποιο πρόβλημα. Για αυτό το φωνάζουνε.. «σοφό»,
χαϊδευτικά… Και όλα πήγαιναν πρίμα… Μέχρι τώρα, που, έχουμε όλοι μας τρελαθεί
από αγωνία, αγνοείται ακόμη, όλο αυτό μας λένε, τόσα τηλεφωνήματα, τόσοι
άνθρωποι, τρέχουμε παντού να ζητήσουμε βοήθεια, να βρούμε τον άνθρωπό μας και
εγώ και οι κόρες του… Είναι να μη τύχει τέτοιο πράγμα ούτε στον εχθρό σου που
λένε», θα σημειώσει συγκινημένη. Μας ενημερώνει ότι θυμάται την τελευταία ημέρα
που τον είδε όταν εκείνος έφευγε από το σπίτι για το δρομολόγιο: «Φιληθήκαμε,
του είπα καλό ταξίδι, μου απάντησε θα τα πούμε, θα σου τηλεφωνήσω αλλά δυστυχώς
δεν τον ξανάκουσα ποτέ… Ακόμη κοιτώ το τηλέφωνο μου και λαχταρώ πότε θα το
ακούσω να χτυπήσει να ακούσω τη φωνή του, να μου πει εδώ είμαι, έρχομαι πάλι
σπίτι μας, έρχομαι στα παιδιά μας», λέει και ξεσπά σε λυγμούς. Οι κόρες του
προσπαθούν να σταθούν σθεναρά στο πλευρό της μάνας τους. Η μία εξ αυτών δεν
άντεξε και πήρε το αεροπλάνο προκειμένου να μεταβεί εσπευσμένα στην Ιταλία για
να πάει να βρει μόνη της τον πατέρα της. «Τα παιδιά μου προσπαθούν να με
ηρεμήσουν, αλλά, μήπως εγώ δε βλέπω την ανησυχία στα μάτια τους; Η μια κόρη μου
δεν άντεξε, πήρε το αεροπλάνο και πήγε στην Ιταλία, είπε αφού δε το βρίσκουν
αυτοί θα πάω μόνη μου να βρω τον πατέρα μου». www.protothema.gr