τοῦ περιοδ. «ΖΩΗ» ἀρ. τ. 4258, Ἰούνιος 2012
Ἡ θερμοκρασία ἀνεβαίνει. Ζέστη. Ζέστη ποὺ ὥρα μὲ τὴν ὥρα γίνεται πιὸ αἰσθητή. Ὁ ἀέρας ἀκίνητος. Μιὰ δυσφορία πιέζει τὸ στῆθος. Ἔρχεται ὁ καύσωνας, ἀνυπόφορος καὶ ἀπειλητικός. Τὸ «καῦμα» φθάνει.
Τὰ δένδρα τρέμουν. Σὰν νὰ αἰσθάνωνται ὅτι ὁ καύσωνας θὰ τὰ συντρίψη, θὰ τὰ ξεράνη, θὰ τὰ κάψη μέσα στὴν πύρινη ἀγκάλη του. Φοβοῦνται τὰ δέντρα. Ὄχι ὅμως ὅλα. Ὑπάρχουν κι ἐκεῖνα ποὺ δὲν φοβοῦνται: «οὐ φοβηθήσονται, ὅταν ἔλθῃ καῦμα» (Ἱερεμ. ιζ´ 8). Δὲν θὰ τρομάξουν στὴν ἐπίθεση τοῦ καύσωνα.
Τὰ δένδρα τρέμουν. Σὰν νὰ αἰσθάνωνται ὅτι ὁ καύσωνας θὰ τὰ συντρίψη, θὰ τὰ ξεράνη, θὰ τὰ κάψη μέσα στὴν πύρινη ἀγκάλη του. Φοβοῦνται τὰ δέντρα. Ὄχι ὅμως ὅλα. Ὑπάρχουν κι ἐκεῖνα ποὺ δὲν φοβοῦνται: «οὐ φοβηθήσονται, ὅταν ἔλθῃ καῦμα» (Ἱερεμ. ιζ´ 8). Δὲν θὰ τρομάξουν στὴν ἐπίθεση τοῦ καύσωνα.
Ὅσο κι ἂν εἶναι σφοδρός, ὅσο κι ἂν στὸ πέρασμά του ξεραίνη τὰ πάντα, ὁρισμένα δένδρα δὲν τὸν ὑπολογίζουν. Μποροῦν νὰ διατηροῦνται ὁλόδροσα. Μέσα στὴν ἀποπνικτικὴ ζέστη ἁπλώνουν τὸ φρέσκο φύλλωμά τους καὶ εἶναι φορτωμένα καρπό. Δὲν φοβοῦνται τὸ καῦμα. Ἡ ἐξήγηση εἶναι ἁπλή. Δίπλα τους περνάει τὸ ποτάμι. Οἱ ρίζες τους βυθίζονται στὰ βάθη τῆς γῆς τὰ πάντοτε ὑγρά. «Ξύλον εὐθηνοῦν παρ’ ὕδατα καὶ ἐπὶ ἰκμάδα βαλεῖ ρίζαν αὐτοῦ καὶ οὐ φοβηθήσεται, ὅταν ἔλθῃ καῦμα» (Ἱερεμ. ιζ´ 8).
Ἡ ζωή μας δὲν εἶναι μιὰ συνεχὴς ἄνοιξη. Τὸ ξέρεις πολὺ καλά. Ἡ ἐποχή, ποὺ ὅλα εἶναι πράσινα καὶ δροσερὰ καὶ ὅλα ἀνθισμένα καὶ γελαστὰ δὲν κρατάει πολύ. Ὁ εὐχάριστος καιρὸς μὲ τὸν φρέσκο εὐωδιαστὸ ἀέρα καὶ τὸ νοτισμένο χῶμα περνάει γρήγορα. Ἔρχεται τὸ καλοκαίρι. Καὶ μαζί του ἔρχεται καὶ ἡ ζέστη. Καὶ πολὺ συχνὰ ἡ ζέστη μεταβάλλεται σὲ καύσωνα. Γίνεται καῦμα ποὺ κατακαίει στὴν φλογισμένη ἐπαφή του τὰ πάντα.
Στὴν ζωὴ τοῦ κάθε ἀνθρώπου θὰ ὑπάρξη ὁπωσδήποτε αὐτὴ ἡ ἐπίσκεψη τοῦ καύσωνα. Θὰ νιώση μιὰ καυτὴ ἀτμόσφαιρα νὰ τυλίγη τὴν ψυχή του, νὰ τῆς ἀφαιρῆ κάθε δροσιὰ καὶ δύναμη.
Ἡ ζωή μας δὲν εἶναι μιὰ συνεχὴς ἄνοιξη. Τὸ ξέρεις πολὺ καλά. Ἡ ἐποχή, ποὺ ὅλα εἶναι πράσινα καὶ δροσερὰ καὶ ὅλα ἀνθισμένα καὶ γελαστὰ δὲν κρατάει πολύ. Ὁ εὐχάριστος καιρὸς μὲ τὸν φρέσκο εὐωδιαστὸ ἀέρα καὶ τὸ νοτισμένο χῶμα περνάει γρήγορα. Ἔρχεται τὸ καλοκαίρι. Καὶ μαζί του ἔρχεται καὶ ἡ ζέστη. Καὶ πολὺ συχνὰ ἡ ζέστη μεταβάλλεται σὲ καύσωνα. Γίνεται καῦμα ποὺ κατακαίει στὴν φλογισμένη ἐπαφή του τὰ πάντα.
Στὴν ζωὴ τοῦ κάθε ἀνθρώπου θὰ ὑπάρξη ὁπωσδήποτε αὐτὴ ἡ ἐπίσκεψη τοῦ καύσωνα. Θὰ νιώση μιὰ καυτὴ ἀτμόσφαιρα νὰ τυλίγη τὴν ψυχή του, νὰ τῆς ἀφαιρῆ κάθε δροσιὰ καὶ δύναμη.
Θὰ ἔλθη τὸ καῦμα, ποὺ λέγεται θάνατος ἀγαπημένου προσώπου.
Θὰ ἔλθη τὸ καῦμα, ποὺ λέγεται ἀπώλεια μιᾶς θέσης, ἀνέχεια καὶ στέρηση.
Θὰ φθάση ὁ καύσωνας ποὺ ὀνομάζεται ἀρρώστια. Ἀρρώστια μακρά, βαριά, δαπανηρή, ἀνίατη.
Θὰ ἔλθη τὸ καῦμα, ποὺ λέγεται ἀπώλεια μιᾶς θέσης, ἀνέχεια καὶ στέρηση.
Θὰ φθάση ὁ καύσωνας ποὺ ὀνομάζεται ἀρρώστια. Ἀρρώστια μακρά, βαριά, δαπανηρή, ἀνίατη.
Θὰ φυσήξη ἴσως ὁ λίβας τοῦ κακοῦ καὶ τῆς ἁμαρτίας μέσα στὸ σπίτι. Καὶ τότε ἀπὸ τὸ στῆθος τοῦ πατέρα ἢ τῆς μάνας θὰ βγῆ ὁ στεναγμὸς τῆς ὀδύνης. Μπῆκε φωτιὰ στὴν οἰκογένειά μας. Καιγόμαστε. Πᾶμε νὰ σκάσουμε.
Θὰ ἔλθη κάποτε τὸ καῦμα τῆς ζωῆς τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Τότε ἡ ἀγωνία θὰ πλακώση τὴν ψυχή. Ὁ φόβος θὰ θρονιαστῆ στὴν καρδιὰ καὶ μαζί του ὁ πόνος. Τὰ μάτια θὰ γεμίσουν σκιὲς καὶ ἡ ὄψη θὰ μαραθῆ. Ὁ ἄνθρωπος θὰ μοιάζη μὲ δέντρο, ποὺ τὸ χτύπησε καὶ τὸ ξέρανε ὁ καύσωνας. Θὰ τρέμη, θὰ πνίγεται, θὰ ἀναζητάη λίγη δροσιά, μιὰ κάποια ἀνακούφιση. Θὰ ζητάη γαλήνη, ἀσφάλεια.
Θὰ ἔλθη κάποτε τὸ καῦμα τῆς ζωῆς τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Τότε ἡ ἀγωνία θὰ πλακώση τὴν ψυχή. Ὁ φόβος θὰ θρονιαστῆ στὴν καρδιὰ καὶ μαζί του ὁ πόνος. Τὰ μάτια θὰ γεμίσουν σκιὲς καὶ ἡ ὄψη θὰ μαραθῆ. Ὁ ἄνθρωπος θὰ μοιάζη μὲ δέντρο, ποὺ τὸ χτύπησε καὶ τὸ ξέρανε ὁ καύσωνας. Θὰ τρέμη, θὰ πνίγεται, θὰ ἀναζητάη λίγη δροσιά, μιὰ κάποια ἀνακούφιση. Θὰ ζητάη γαλήνη, ἀσφάλεια.
Δὲν θὰ εἶναι ὅμως μόνο ἔτσι. Θὰ ὑπάρξουν πολλοὶ ποὺ θὰ ἀντιμετωπίσουν διαφορετικὰ τὸν ἐρχομὸ τοῦ καύματος. Χωρὶς φόβο. Χωρὶς τρομοκρατημένο βλέμμα. Θὰ ἀκούσουν τὸ χτύπημα τῆς ἀρρώστιας στὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ τους, θὰ ὀσφρανθοῦν τὴν οἰκονομικὴ καταστροφή, ποὺ ἔρχεται. Καὶ ὅμως δὲν θὰ φοβηθοῦν. Γιατί θὰ εἶναι οἱ εὐλογημένοι ἄνθρωποι, ὅπως τοὺς ὀνομάζει ὁ προφήτης Ἱερεμίας. «Εὐλογημένος ὁ ἄνθρωπος, ὃς πέποιθεν ἐπὶ τῷ Κυρίῳ καὶ ἔσται Κύριος ἐλπὶς αὐτοῦ καὶ ἔσται ὡς ξύλον εὐθυνοῦν παρ’ ὕδατα καὶ ἐπὶ ἰκμάδα βαλεῖ ρίζαν αὐτοῦ καὶ οὐ φοβηθήσεται, ὅταν ἔλθῃ καῦμα» (Ἱερεμ. ιζ΄ 7-8). Εὐλογημένος εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει στηρίξει τὴν πεποίθησή του στὸν Θεὸ καὶ ὁ Κύριος εἶναι ἡ ἐλπίδα του. Θὰ εἶναι γιὰ πάντα πολύκαρπο καὶ εὐσκιόφυλλο δέντρο καὶ ποτὲ δὲν θὰ φοβηθῆ τὸν καύσωνα.
Εἶναι μεγάλη εὐλογία νὰ ἔχη ὁ ἄνθρωπος βαθιὲς ρίζες. Νὰ εἶναι ριζωμένος στὸν Θεό. Νὰ στηρίζεται γεμάτος ἐμπιστοσύνη σ’ Αὐτόν. Ἡ ὕπαρξή του νὰ φυτρώνη δίπλα στὸν μεγάλο ποταμὸ τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ζωογονῆται ἀπὸ τὴν πεποίθησή του στὸν Κύριο. Τότε δὲν θὰ ἔχη νὰ φοβηθῆ τὸν καύσωνα. Σὰν τὸ δέντρο, ποὺ οἱ ρίζες του βυθίζονται στὰ βάθη τῆς γῆς εἶναι πάντοτε ὑγρά, ἔτσι κι αὐτὸς θὰ δέχεται ἤρεμα καὶ θαρραλέα τὸν ἀπειλητικὸ καύσωνα. «Οὐ φοβηθήσεται, ὅταν ἔλθῃ καῦμα». Ἀπὸ ὅπου κι ἂν ἔλθη, ὁσοδήποτε σφοδρὸ κι ἂν εἶναι, ὅσο κι ἂν διαρκῆ.
Μέσα στὴν ἀνυπόφορη ζέστη, ποὺ θὰ βασανίζη τὴν ψυχή του, ὁ πιστὸς στὸν Θεὸ ἄνθρωπος θὰ νιώθη τὴν δροσιὰ καὶ τὴν ἀναψυχὴ ποὺ χαρίζει ὁ Κύριος. Θὰ τὴν νιώθη βαθιὰ καὶ γεμάτος εὐγνωμοσύνη θὰ προσεύχεται.
Κύριε, ἂς εἶσαι εὐλογημένος, γιατί εἶσαι ὁ μεγάλος ποταμὸς ποὺ μὲ ζωογονεῖ μέσα στὸν καύσωνα τῆς ζωῆς.
Κύριε, ἂς εἶσαι δοξασμένος, γιατί μᾶς κάνεις τὸ ἀσύγκριτο δῶρο νὰ μᾶς ἀξιώνης νὰ ριζώσουμε σὲ Σένα. Ὅσο μεγάλη κι ἂν εἶναι ἡ ξηρασία, δὲν φοβόμαστε. Ἡ δροσιά Σου δὲν θὰ μᾶς λείψη ποτέ…
Κύριε, ἂς εἶσαι εὐλογημένος!
Θερμὰ Σὲ ἱκετεύω, κάνε με σὰν τὸ δέντρο τὸ φυτευμένο στὰ ἄφθονα τρεχούμενα νερὰ ποὺ θὰ φέρνη πλούσιους καὶ ὥριμους καρποὺς στὸν κατάλληλο καιρὸ καὶ τὰ καταπράσινα φύλλα του θὰ διατηροῦνται γιὰ πάντα (Ψαλμὸς α´ 3).