Του B.
Xαραλάμπους, θεολόγου
Καθισμένος ο γέροντας Ευγένιος, πλάϊ στης βρύσης τ’
ανάγλυφο, στη παμπάλαιη Μονή Σταυρονικήτα, πού’ναι κτισμένη στ΄απόκρημνο των
βράχων, κι εμείς αντικρύ, άλλοι σιωπηλοί να ακούμε κι άλλοι διάφορα να ρωτούν,
μέχρι ακόμη, αν είναι δυνατόν και για το χρηματηστήριο. Κι ο Κρητικός
γέροντας θυμάμαι πού’μεινε για λίγο σιωπηλός, κι ύστερα είπε μονάχα τούτο, «Απ’
ανέμου ήρθανε σ’ ανέμου πάνε» και τίποτα άλλο. Ήταν να τον χαίρεσαι τον γέροντα Ευγένιο, θαρρούσες
κάποια φωτογραφία παλαιά, ασκητού αρχαίου, στης Κρήτης τ’ Αγιοφάραγγο.
Για τούτη την τόση του απλότητα την τόση του «ασημαντότητα», δεν θέλησα ποτέ να
πιάσω κουβέντα μαζί του, όσες φορές κι αν πήγα σε τούτο το
βυζαντινομονάστηρο. Αρκούσε κάτι σαν εκείνο που είπε ένας μοναχός στον
Άγιο Αντώνιο, «αρκεί να σε βλέπω πάτερ μου».
Φεύγοντας κάτι είπαμε για το
Μοναστήρι της Αναλήψεως στη Σίψα της Δράμας. Με κοίταξε σαν μικρό παιδί
που ζητά μια χάρη από τους μεγαλυτέρους του και μου είπε «πολύ τον ευλαβούμαι
τούτον τον Γέροντα Γεώργιο Καρσλίδη», (ήταν πριν ανακηρυχθεί Άγιος επίσημα),
«μια μετάνοια να βάλεις κι από μένα στον τάφο του». Αυτή ήταν κι τελευταία του
κουβέντα. Δεν ξανασυναντηθήκαμε. Κοιμήθηκε, μετά από μαρτυρική
ασθένεια. Θα έχω το σταυρουδάκι του από κουκούτσια ελιάς που μου χάρισε.
Τούτο το ευλογημένο συνήθειο είχε, σταυρουδάκια να χαρίζει σ’ όσους
συναντούσε, κάτω από κείνη την κληματαριά στη Μονή Σταυρονικήτα.