Την ώρα που
ακουγόταν έξω από την Αγία Σοφία φωνές «οι Τούρκοι! –οι Τούρκοι!», ο
πρωτόπαππας βγαίνει από την στοά της εξομολογήσεως.
Αποβραδίς κοινώνησε τον Αυτοκράτορα κι ως το πρωι
εξομολογούσε. ΄Όπως βγήκε ψηλός , ηλιοκαμένος μ΄άσπρα γένια και φρύδια παχιά,
νόμιζες πως ένας άγιος ξεκόλλησε από τον τοίχο.
Και για μια στιγμή, όταν είδε το πλήθος γονατιστό να
τρέμει, κιτρίνησε σαν το φλουρί. Κοντοστάθηκε, σφόγγισε τα δάκρυά του και
προχώρησε στην εκκλησία. Ο νάος, ο άμβωνας, ο σωλέας και τα περιστύλια ήταν
γεμάτα κόσμο. Τα φώτα, οι πολυέλαιοι, οι κανδήλες ήταν ανναμμένα….
Ο πρωτόπαππας έκαμε τρεις σταυρούς και μπήκε στο ιερό. Επάνω στην Αγία Τράπεζα, σα να ήταν κρεμαστός ουράνιος θόλος, το Κιβώτιο. Στήριζε τα τέσσερα χρυσά του πόδια στις τέσσερις γωνίες και απ΄εμπρός πρόβαλε ένα ωραίο τόξο. Ένας σταυρός χρύσιζε στην κορυφή του και μέσα από τον θόλο του κατέβαινε άσπρο περιστέρι, η Περιστερά του Αγίου Πνεύματος. Ο πρωτόπαππας βγάζει από τα σπλάχνα της Περιστεράς τα Δισκοπότηρα, τα σκέπασε με μεταξωτό, που λέγεται Αέρας, τα πήρε κι έφυγε. «Μη δότε τα Άγια τοις κυσίν», σκέφτηκε…
Ο πρωτόπαππας έκαμε τρεις σταυρούς και μπήκε στο ιερό. Επάνω στην Αγία Τράπεζα, σα να ήταν κρεμαστός ουράνιος θόλος, το Κιβώτιο. Στήριζε τα τέσσερα χρυσά του πόδια στις τέσσερις γωνίες και απ΄εμπρός πρόβαλε ένα ωραίο τόξο. Ένας σταυρός χρύσιζε στην κορυφή του και μέσα από τον θόλο του κατέβαινε άσπρο περιστέρι, η Περιστερά του Αγίου Πνεύματος. Ο πρωτόπαππας βγάζει από τα σπλάχνα της Περιστεράς τα Δισκοπότηρα, τα σκέπασε με μεταξωτό, που λέγεται Αέρας, τα πήρε κι έφυγε. «Μη δότε τα Άγια τοις κυσίν», σκέφτηκε…
Σκοτείνιασε. Το σκοτάδι σκέπασε τον ουρανό, την Πόλη. Κι από τη θάλασσα μακριά ανέβαινε αιμοσταγμένος του φεγγαριού ο δίσκος. Κόκκινος, σαν τα μάτια του φονιά. Ολόρθος ο πρωτόπαππας κάρφωσε στον ουρανό τα μάτια του και είδε –ω φρίκη! – το φονικό φεγγάρι να στέκεται ακίνητο στον τρούλο της Αγίας Σοφίας. Και είδε να μαυρίζει, να μαυρίζει ο μισός δίσκος. Αρχαία προφητεία έλεγε: «θα είναι Πανσέληνος. Εκλειψη θα γίνει. Και η Πόλη θα πέσει!»…
Αμέσως άνοιξαν τα μεσουράνια. Ένα φως γλυκύτατο απλώθηκε. Αγγελος Κυρίου φάνηκε κι άρπαξε τα Δισκοπότηρα.
Μην ήταν θαύμα; Η θάλασσα άνοιξε στόμια και κατάπιε τον πρωτόπαππα. Γαλήνη! Το τρομερό στοιχείο ησύχασε. Και σαν να ήταν Φώτα κι άγιασε την θάλασσα σταυρός…
http://ekklisiaonline.gr