Τους λείπει η ψυχή τους. Δεν το αντέχουν το αβάδιστο, το άψαυστο των χερουλιών,
το σφαλιστό της πόρτας, του ναΐσκου τ’ αλιβάνιστο, τ’ ακάπνιστο του τζακιού
τους. Τις πιάνει απελπισιά αβάσταχτη και βιάζονται στο σάρωμα, να γίνουν
γρήγορα με τη γη ένα, αδιαφορώντας με σκληρότητα για την υστεροφημία τους, για…
τη λύπη των άλλων της τάξεως εξαρτημάτων και για το ότι, αργά ή γρήγορα,
κάποιος θα είχε την πρόθεσι και την επιθυμία τη σφοδρή να στεγασθή εκεί, ν’ ανοίξη τα πορτοπαράθυρα, να εσπερίση και ορθρίση στο
κατανυκτικό εκκλησάκι τους, να στείλη απ’ αυτό στον Ύψιστο τις προσευχές και
τους στεναγμούς του, να θυμιατίση τις εικόνες, να ελπίση απ’ εδώ την επίτευξι
της σωτηρίας του, να το κάνη, δηλαδή, ουρανοδρόμιό του…
…Στον Άθωνα δεν πρέπει να ερωτεύεσαι κελλί ή καλύβα, αν
δεν είναι προσφατοχηρεύουσα και βαρυπενθούσα ακόμη για την κοίμησι του Γέροντος
ή φρεσκοδιεζευγμένη απ’ αυτόν που την εγκατέλειψε έρημη κι απαρηγόρητη στη
μοναξιά της, για λόγους –σε καμμιά περίπτωσι δεν φταίει αυτή- που ξέρει μόνο ο
νοικοκύρης-μοναχός και η συνείδησίς του, γιατί την αφήκε κι ανεχώρησε για άλλα
του Όρους μέρη…
Από το βιβλίο
του Επισκόπου Ροδοστόλου Χρυσοστόμου
http://agioritikesmnimes.blogspot.gr/2016/01/7737.html