Στο μέσο της Αγίας Τεσσαρακοστής η Εκκλησία μας τιμά, ένα
σπάνιο στολίδι στη χωρία των Αγίων της. Αν πραγματικά θέλουμε να γίνουμε
άνθρωποι του Θεού, τότε οπωσδήποτε θα πρέπει να γνωρίσουμε το θαυμαστό βίο,
εκείνου που η επίγεια βιωτή του, του εξασφάλισε κατά θεϊκή επιταγή τη θεόκλητη
προσωνυμία «Ο Άνθρωπος του Θεού», αφού η Υπεραγία Θεοτόκος και ο ίδιος ο Κύριος
με τη φωνή Του τον αποκάλυψε, τον ονόμασε και τον υπέδειξε στον χριστιανικό λαό
της Ρώμης.
Ποιος αλήθεια είναι
ο «Ανθρώπου του Θεού»;
Ο Άγιος Αλέξιος γεννήθηκε στη Ρώμη το 357 επί των ημερών
του βασιλιά Κωνστάντιου. Ήταν ο μονογενής γιος του υψηλού αξιωματούχου
Ευφημιανού, του πρώτου της Συγκλήτου, και της Αγλαΐδας, που καταγόταν από
αριστοκρατικό γένος. Οι πλούσιοι και ευγενείς γονείς του διακατέχονταν από
βαθιά χριστιανική πίστη και από φιλάνθρωπα χριστιανικά αισθήματα. Γι’ αυτό και
το σπίτι τους είχε καταστεί το καταφύγιο των ορφανών, των χηρών και των
πενήτων. Ο Αλέξιος ανατράφηκε με τα νάματα της χριστιανικής πίστεως, αλλά του
προσφέρθηκε πλουσιοπάροχα και κοσμική γνώση και σοφία.
Εκείνος όμως από μικρός άρχισε να ποθεί τα ουράνια αγαθά και σύντομα η ψυχή του άρχισε να πυρπολείται από θείο έρωτα. Γι’ αυτό και αφιερώθηκε εξ ολοκλήρου στη μελέτη των εκκλησιαστικών συγγραφέων, ενώ αποστρεφόταν κάθε τι το κοσμικό. Η επιθυμία όμως των γονέων του ήταν να δουν τον γιο τους άξιο και λαμπρό διάδοχο του πλούτου και της δύναμής τους. Η πιθανή αφιέρωση του γιου τους στον Θεό ήταν κάτι που δεν θα μπορούσαν να αποδεχθούν ποτέ. Γι’ αυτό και στην προσπάθεια της αποκατάστασης του Αλεξίου βρήκαν μία πανέμορφη κοπέλα με βασιλική καταγωγή, αλλά και με ένθεο ζήλο. Μόλις ο Αλέξιος έγινε δεκαέξι ετών, αποφασίστηκε ο πολυτελής γάμος του, ο οποίος τελέστηκε με κάθε λαμπρότητα.
Μετά το μυστήριο οι δύο σύζυγοι βρέθηκαν μόνοι τους και ο
Αλέξιος έδωσε στη σύζυγό του το χρυσό δακτυλίδι και τη ζώνη του ως σύμβολα της
κοινής αφοσιώσεώς τους στον Χριστό, αφού η μεν κοπέλα είχε συναισθανθεί τον
κρυφό πόθο του Αλεξίου για άσκηση και κατά Χριστόν ζωή, ο δε Αλέξιος είχε
καταλάβει τη συγκατάθεση της συζύγου του για τον θείο του έρωτα και τη φυγή του
από τη Ρώμη. Μετά τη συνομιλία των δύο συζύγων ο Αλέξιος παρακάλεσε έναν
παράνυμφο της συνοδείας του να τον συνοδεύσει μέχρι το λιμάνι της Ostia, που
ήταν το επίνειο της Ρώμης. Έτσι μέσα στη νύχτα και ενώ η πόλη της Ρώμης
διασκέδαζε ξέφρενα στο γαμήλιο γλέντι, ο Αλέξιος φτάνοντας στο λιμάνι ζήτησε
από τον συνοδό του να τον αφήσει να κάνει έναν περίπατο. Αυτό του έδωσε την
ευκαιρία να επιβιβαστεί σε ένα πλοίο με προορισμό τη Συρία. Στο μεταξύ ο
παράνυμφος άρχισε να αναζητά τον Αλέξιο και μόλις πληροφορήθηκε ότι
επιβιβάστηκε σε πλοίο και έφυγε, ενημέρωσε τους γονείς του, οι οποίοι
αναστατώθηκαν και πικράθηκαν. Μάλιστα ο πατέρας του, ο Ευφημιανός, άρχισε να
αναζητά απεγνωσμένα το παιδί του, ενώ η σύζυγος του Αλεξίου παρέμεινε στο σπίτι
του για να συμπαρασταθεί στην απελπισμένη πεθερά της.
Ο Αλέξιος έφτασε με το πλοίο στη Σελεύκεια και αφού έβγαλε
τα πολυτελή ενδύματά του και μοίρασε στους φτωχούς τα υπάρχοντά του, άρχισε να
περιέρχεται τη χώρα σαν ζητιάνος. Από τη Σελεύκεια έφτασε στην Έδεσσα της
Συρίας και μάλιστα τη χρονιά της κοιμήσεως του Οσίου Εφραίμ του Σύρου, δηλαδή
το 373.
Ο Όσιος Αλέξιος για δεκαεπτά χρόνια παρέμεινε στο νάρθηκα
του ναού της Θεοτόκου ευαρεστώντας το Θεό. Και μια νύχτα η Θεοτόκος
παρουσιάστηκε στον προσμονάριο του ναού σε όνειρο και του ζήτησε να του φέρει
μέσα στο ναό τον άνθρωπο του Θεού. Τότε ο προσμονάριος, αφού βγήκε από το ναό
και δεν βρήκε κανένα παρά μόνο τον Αλέξιο, εδεήθηκε στη Θεοτόκο να του
υποδείξει τον άνθρωπο, όπως κι έγινε. Τότε πήρε από το χέρι τον Όσιο Αλέξιο και
τον εισήγαγε στο ναό με κάθε τιμή και μεγαλοπρέπεια.
Μόλις ο Όσιος κατάλαβε ότι έγινε γνωστός εκεί, έφυγε κρυφά
και σκέφτηκε να πάει στην Ταρσό, στο ναό του Αγίου Παύλου του Αποστόλου, όπου
εκεί θα ήταν άγνωστος. Αλλά όμως σχεδίασε η Θεία Πρόνοια. Γιατί βίαιος άνεμος
άρπαξε το πλοίο και το μετέφερε στη Ρώμη. Βγαίνοντας από το πλοίο κατάλαβε ότι
ο Κύριος ήθελε να επανέλθει ο Αλέξιος στο σπίτι του.
Έτσι ο Αλέξιος επέστρεψε στον τόπο του, αλλά ξένος,
άγνωστος και αφανής σε όλους. Προχώρησε προς την πατρική οικία, όταν ξαφνικά
αντίκρισε από μακριά τον πρώτο άρχοντα της Συγκλήτου, ο οποίος δεν ήταν άλλος
από τον ίδιο τον πατέρα του. Ο Αλέξιος του ζήτησε να δείξει τη φιλανθρωπία του
και να τον δεχθεί στο σπίτι του. Ο φιλάνθρωπος Ευφημιανός δέχθηκε να τον
κρατήσει. Γι’ αυτό και διάλεξε έναν δούλο και έδωσε εντολή να του φτιάξει
κρεβάτι και να του προσφέρει φαγητό απ’ αυτό που έτρωγε και ο ίδιος. Ο Αλέξιος
είχε επιστρέψει στο σπίτι του, αλλά ξένος και φτωχός επαίτης, αφού κανείς δεν
τον αναγνώριζε. Παράλληλα συνέχισε με ακόμη μεγαλύτερο ζήλο την αυστηρή
ασκητική του ζωή και την αδιάλειπτη προσευχή του δεχόμενος καθημερινά τις
ύβρεις, τις προσβολές και τα χτυπήματα από τους υπηρέτες του ίδιου του του
σπιτιού. Κάποια ημέρα συναισθανόμενος το τέλος της επίγειας δράσης του, ζήτησε
από τον δούλο, τον οποίο είχε ορίσει ο πατέρας του, χαρτί και γραφίδα για να
εξιστορήσει την αφανή και άγνωστη σε όλους ζωή του. Μ’ αυτόν τον τρόπο
ανεχώρησε για την αιωνιότητα έχοντας συμπληρώσει στο ακέραιο την πλήρη αφιέρωσή
του στον Κύριο. Ήταν Παρασκευή 17 Μαρτίου του 407.
Ένα θαυμαστό όμως γεγονός έλαβε χώρα πριν την οσιακή
κοίμηση του Αγίου Αλεξίου, το οποίο σηματοδότησε την εξ ουρανού αποκάλυψη της
αγιότητός του. Το πρωί της Κυριακής 12 Μαρτίου του 407 και κατά τη διάρκεια της
Θείας Λειτουργίας, στην οποία προεξήρχε ο Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως
Ιννοκέντιος, μια ουράνια φωνή ακούστηκε από το Άγιο Θυσιαστήριο να λέει τα
ακόλουθα: «Ζητήσατε τον Άνθρωπο του Θεού για να ικετεύσει υπέρ της Ρώμης. Όταν
θα φανεί η Παρασκευή, παραδίδει το πνεύμα του στον Θεό του». Μετά από μία
τέτοια τρομακτική θεϊκή αποκάλυψη άρχισαν όλοι απεγνωσμένα να αναζητούν τον
Άνθρωπο του Θεού. Στην προσπάθεια αυτή οι χριστιανοί προσευχήθηκαν με κατάνυξη
και ευλάβεια και τότε ο Θεός πρόσφερε την επιζητούμενη αποκάλυψη, που ήταν η
αναζήτηση του Ανθρώπου του Θεού στο σπίτι του Ευφημιανού. Ο Ευφημιανός έμεινε
άναυδος και τότε ο Αυτοκράτορας Ονώριος μαζί με τον Αρχιεπίσκοπο Ιννοκέντιο
πήγαν στο σπίτι του. Ο διακονητής του Αλεξίου είπε στον Ευφημιανό ότι πιθανόν ο
Άνθρωπος του Θεού να είναι εκείνος ο ρακένδυτος ζητιάνος, που έμενε στο σπίτι,
γιατί είχε διακρίνει μεγάλη ευσέβεια και ταπείνωση στο πρόσωπό του. Τότε ο
Ευφημιανός αναζήτησε τον φτωχό επαίτη του σπιτιού του, αλλά τον βρήκε να
κοιμάται μέσα σε λάμψη ουρανίου φωτός και να κρατά στο χέρι του ένα σημείωμα,
το οποίο δεν κατόρθωσε να αποσπάσει. Ερχόμενος ο Αρχιεπίσκοπος πήρε στα χέρια
του το σημείωμα και μέσα από την ανάγνωσή του αποκαλύφθηκε όλο το μυστήριο και
η πραγματική ταυτότητα του ξένου που ζούσε μέσα στο σπίτι. Η τρομακτική
αποκάλυψη της αλήθειας προκάλεσε τον θρήνο, την απελπισία και την ψυχική
συντριβή των γονέων του, ενώ εντελώς διαφορετική ήταν η αντίδραση της συζύγου
του, αφού η ψυχή της είχε καταληφθεί από δέος και συγκίνηση.
Μετά το θαυμαστό αυτό γεγονός αναγγέλθηκε στη Ρώμη ότι
βρέθηκε ο Άνθρωπος του Θεού και πλήθος κόσμου κατέβηκε στο κέντρο της πόλης για
να ασπασθεί το ιερό σκήνωμα και να λάβει από αυτό ευλογία. Ο βασιλεύς Ονώριος
και ο Αρχιεπίσκοπος μετέφεραν το τίμιο λείψανο του Οσίου στο μέσο της πόλεως
και κάλεσαν όλο το λαό για να έλθει να προσκυνήσει και να λάβει ευλογία. Όσοι
προσέρχονταν και ασπάζονταν το τίμιο λείψανο, άλαλοι, κουφοί, τυφλοί, λεπροί,
δαιμονισμένοι, όλοι θεραπεύονταν. Βλέποντας αυτά τα θαύματα οι πιστοί δόξαζαν
τον Θεό. Ήταν τόσος ο κόσμος που προσερχόταν για να δει το τίμιο λείψανο, που
δεν μπορούσαν να το μεταφέρουν στο ναό του Αγίου Βονιφατίου για να το
ενταφιάσουν. Έριξαν ακόμη και χρυσό και άργυρο στον κόσμο για να του αποσπάσουν
την προσοχή, αλλά μάταια. Όταν πια μεταφέρθηκε το τίμιο λείψανο στο ναό, για
επτά μέρες γιόρταζαν πανηγυρικά και στην γιορτή συμμετείχαν οι γονείς και η
νύφη. Στη συνέχεια τοποθετήθηκε το τίμιο λείψανο σε θήκη φτιαγμένη από χρυσό,
άργυρο και πολύτιμους λίθους. Αμέσως άρχισε να ευωδιάζει και να αναβλύζει μύρο,
το οποίο έγινε ίαμα και θεραπεία για όλους.
Το 1398 η χαριτόβρυτη τιμία κάρα του Αγίου Αλεξίου
δωρήθηκε από τον βυζαντινό αυτοκράτορα Μανουήλ Παλαιολόγο στην ιστορική Ιερά
Μονή της Αγίας Λαύρας Καλαβρύτων, όπου και φυλάσσεται μέχρι σήμερα ως πολύτιμος
θησαυρός και ως αέναος πηγή θαυματουργικών ιάσεων. Ο Άγιος Αλέξιος τιμάται ως
πολιούχος και προστάτης άγιος των Καλαβρύτων.
Σύμφωνα με το θρύλο της Αγίας Λαύρας, η Ελληνική
Επανάσταση ξεκίνησε στις 25 Μαρτίου 1821, όταν ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ύψωσε
το λάβαρο της επανάστασης στο μοναστήρι της Αγίας Λαύρας στα Καλάβρυτα. Στις 17
Μαρτίου του Αγίου Αλεξίου, πανηγύριζε η Ιερά Μονή όπου και η τίμια Κάρα του
Αγίου. Εκεί βρίσκονταν πλήθος κόσμου ως προσκυνητές, μετά από ολονυχτία και
δοξολογία. Στη Μονή ήταν όλες οι προσωπικότητες της Πελοποννήσου και ο Π.Π.
Γερμανός. Μετά τη δοξολογία τελέστηκε αυτό που αναφέρεται ως ορκωμοσία στην
Αγία Λαύρα. Την ίδια μέρα, του Αγίου Αλεξίου, ο Υψηλάντης κάνει δοξολογία και
υψώνει τη σημαία του στο Βουκουρέστι. Τρίτη συγκυρία στις 17 Μαρτίου 1821, στην
Αρεόπολη της Μάνης. Μετά τη λειτουργία για την εορτή του Αγίου Αλεξίου, οι
Μανιάτες υψώνουν επαναστατική σημαία και ξεκινούν για συνάντηση με τον
Κολοκοτρώνη και κατάληψη της Καλαμάτας! Η ημέρα εορτής του Αγίου, ήταν η αφορμή
να γίνουν τρεις ταυτόχρονες ορκωμοσίες σε τρία διαφορετικά σημεία του
Ελληνισμού, που σχετίζονται άμεσα με το στρατιωτικό σκέλος της Εθνικής μας
Παλιγγενεσίας. Επομένως ο Άγιος Αλέξιος που εορτάζεται στις 17 Μαρτίου είναι ο
Άγιος των Ορκωμοσιών της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821, ενώ η μέρα του
Ευαγγελισμού, 25 Μαρτίου, είναι η ημέρα των πολιτικών πράξεων της Επανάστασης.
Η ευχή που βγαίνει από τα βάθη της ψυχής μας, είναι ο
Άγιος Αλέξιος, ο οποίος έλαβε εκ του ουρανού την προσωνυμία «Ο Άνθρωπος του
Θεού» να καταστεί πνευματικός οδοδείκτης και καθοδηγητής στην πορεία μας για
την εν Χριστώ ζωή και σωτηρία έχοντας πάντα ως πρότυπο την άκρα ταπείνωση και
ασκητικότητά του και την εικόνα της αφανούς επίγειας βιωτής του και να καταστεί
και πάλι ο φωτεινός οδηγός που θα οδηγήσει σε νέα Παλιγγενεσία το Γένος μας.
Α.Δ.
πηγή: http://www.pentapostagma.gr