Δημήτριος Π. Λυκούδης,
πτ. Θεολογίας, πτ. Φιλολογίας, Υπ. Δρας Παν/μίου Αθηνών
«Έλεγον περί του αββά Αρσενίου ότι οψέ Σαββάτων, επιφασκούσης Κυριακής, ηφίει τον ήλιον οπίσω αυτού και έτεινε τας χείρας αυτού εις τον ουρανόν ευχόμενος, έως ου πάλιν έλαμψεν ο ήλιος εις το πρόσωπον αυτού και ούτως εκαθέζετο»(1).
Μεγάλη Τεσσαρακοστή! Περίοδος πνευματικής προπαρασκευής και περισυλλογής. Συνάντηση Θεού και ανθρώπου, Ακτίστου και κτιστού, Ουρανού και γης, ¨ορατών τε πάντων και αοράτων¨¨. Μεγάλη Τεσσαρακοστή και ο άνθρωπος ευαγγελίζεται τη χαρμόσυνη σάλπιγγα της μετανοίας, της επανόδου, της ανανήψεως, της επιστροφής στην αρχέγονη κατάστασή του μέσω της ¨κατά φύσιν¨ κινήσεως της ψυχής¨(2), γεγονός που χαρίζει ως δωρεά στον πιστό τη δυνατότητα της καταλλαγής με τον Θεό, γεγονός, συνάμα, που καθιστά τον άνθρωπο, ¨κατ΄οικονομίαν¨ Θεού, ικανό να επαναπροσδιορίζει και αυτοβούλως, αυτοθελήτως, αενάως και ελευθέρως, άμα δε και αβιάστως, ν΄αναγνωρίζει τη σχεσιακή του κοινωνία και οντότητα, ουχί μετά του απροσώπου απολύτου, αλλά μετά του Προσώπου, του κατεξοχήν Όντος, τουτέστιν, μετά του Προσώπου του Απολύτου, τον ίδιο τον Άγιο Θεό.
Δεσπόζουσα θέση μεταξύ των μέσων που δύναται να επιστρατεύσει ο πιστός για να προσεγγίσει τον Πανάγιο Θεό κατέχει η αέναος προσευχή και δη, η μονολόγιστος ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλό», η οποία υποστηρίζεται δια του ιερού κομβολογίου ή κομποσχοινίου, ευχή που επιφέρει πνευματική πληρότητα στην ψυχή και καθιστά την ανθρώπινη φύση «επιτηδείαν εις το να δεχθεί και την υπερφυσικήν χάριν και την ενέργειαν του Θεού»(3).
Ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης αναφέρει σχετικά ότι «η προσευχή ως προς την ποιότητά της είναι συνουσία και ένωσις του ανθρώπου με τον Θεόν, και ως προς την ενέργειά της σύστασις και διατήρησις του κόσμου, συμφιλίωσις με τον Θεόν, μητέρα των δακρύων, καθώς επίσης και θυγατέρα, συγχώρησις των αμαρτημάτων, γέφυρα που σώζει από τους πειρασμούς, τοίχος που μας προστατεύει από τις θλίψεις, συντριβή των πολέμων, έργο των Αγγέλων, τροφή όλων των ασωμάτων, η μελλοντική ευφροσύνη»(4).
Ερωτούν όμως σήμερα πολλοί: πώς να ξεκινήσουμε την προσευχή; πώς μπορούμε να παρεισφρήσουμε από την προσευχή των λόγων στη σιωπηρή προσευχή, από την εντατική στην αυτοενεργούμενη; Μεγάλη Τεσσαρακοστή! Περίοδος πνευματικής προετοιμασίας και περισυλλογής και ένας τρόπος για να αρχίσουμε το προσευχητικό έργο είναι μέσω της επίκλησης του Ονόματος του Ιησού.
Ο εξωτερικός τύπος της προσευχής αποτελείται από τις λέξεις «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Ας σπεύσουμε, όμως, να τονίσουμε ότι δεν υπάρχει αποκλειστικός τύπος. Η φράση δύναται να συντομευθεί όπως «Κύριε Ιησού» ή να επεκταθεί με την προσθήκη «τον αμαρτωλό» στο τέλος, υπογραμμίζοντας την πλευρά της επανόδου και της μετανοίας(5). Έτσι, κάθε πιστός έχει τη δυνατότητα να προσεύχεται καθ΄όλη τη διάρκεια της νυχθημέρου, στον εργασιακό του χώρο, στην οικία του, ακόμη και καθ΄οδόν.
Η συχνή επίκληση του ονόματος του Ιησού εισάγει τον άνθρωπο στην παρουσία του Θεού, είναι λειτουργία εσωτερικευμένη. «Απαρνείται τα διαλογιστικά στοιχεία, τους λογισμούς και γίνεται μία μονάχα λέξη – μονολογία – το όνομα του Ιησού»(6). Έτσι, ο άνθρωπος μυείται με τον αμεσότερο τρόπο στην πνευματική εμπειρία του Αποστόλου Παύλου: «Ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός»(7). Μετά τη Σάρκωση του Θεανθρώπου Κυρίου Ιησού Χριστού οποιαδήποτε ¨αναλογία¨ στην πίστη είναι χριστολογία. «Η ¨μόρφωση¨ του Χριστού μέσα στον άνθρωπο που επιτυγχάνεται μέσω της προσευχής δεν είναι ούτε μίμηση ούτε εφαρμογή στον άνθρωπο των τιμών της Σαρκώσεως, αλλά προβολή μέσα στον άνθρωπο της ίδιας της Σαρκώσεως, που ενεργείται και συνεχίζεται με το ευχαριστιακό μυστήριο»(8). Έτσι, συντελείται η βιωματική σχέση και κοινωνία Θεού και ανθρώπου που επιφέρει και την ¨κατά χάριν¨ θέωση και χριστοποίηση του τελευταίου.
Ο μακαριστός γέροντας Σωφρόνιος Σαχάρωφ έξοχα παρατηρεί: «Η θαυμαστή αίσθησις της ελεύσεως του Θεού εντός ημών συνοδεύεται μεθ΄ ολοκληρωτικής συμφωνίας νου και καρδίας. Η Θεία αρμονία της πνευματικής ταύτης καταστάσεως είναι ευφροσύνη δια την καρδίαν και φως δια τον νουν. Όλος ο άνθρωπος(σώμα-πνεύμα-καρδιά, και σώμα εισέτι), αισθάνεται την ειρήνην του Θεού, την υπερέχουσαν πάντα νουν. Η ψυχή αναγνωρίζει ότι και η Αγάπη, και το φως και η Ειρήνη καταβαίνουν εκ του Υψίστου»(9).
Εισέτι, οι Πατέρες της Εκκλησίας αναφερόμενοι στην εξέχουσα σπουδαιότητα της αδιαλείπτου προσευχής(10), τονίζουν και τις προϋποθέσεις που συνοδεύουν αυτή. Η προσοχή, κυρίως κατά τη διάρκεια, αλλά και μετά την προσευχή, η ταπείνωση, η νηστεία, η ειλικρινής συντριβή και μετάνοια, η επιμονή(11), η εγρήγορση και η επαγρύπνηση, η ησυχία(κυρίως εδώ ως τρόπος και πνευματική κατάσταση, ουχί ως τόπος), αποτελούν απαραίτητα εφόδια, προϋποθέσεις ύψιστης και βαρύνουσας σημασίας για να δυνηθεί ο πιστός, αρχικά, να αφουγκραστεί, και, σταδιακά, να βιώσει ότι «η κλήσις του υπερκοσμίου Πατρός ελκύει ημάς. Αισθανόμεθα ότι η πλευρά εκείνη της φύσεως ημών, ήτις φέρεται προς Αυτόν, καθίσταται υπερκόσμια. Ημείς οι ίδιοι είμεθα κτίσματα, αλλά ο Κύριος Ιησούς δια της επί γης εμφανίσεως Αυτού, της διδαχής και του υποδείγματος Αυτού, απεργάζεται ημάς ομοίους προς Αυτόν. Συντελείται εν ημίν η ομοίωσις προς τον Μονογενή Υιόν δια της εν ημίν ενοικήσεως του Αγίου Πνεύματος. Κατά τον τρόπον αυτόν γινόμεθα και ημείς υιοί του Υψίστου»(12).
Η νοερά προσευχή προσελκύει αγιαστικά τη λαμπρότητα της Μεταμόρφωσης και τη διανθίζει σε κάθε κύτταρο και κρουνό της προσωπικής μας οντότητας. Αρχικά, μεταμορφώνει η σχέση του προσευχόμενου με τον υλικό κόσμο που τον περιβάλλει και, ακολούθως, με τους συνανθρώπους του. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι η ευχή περιλαμβάνει τις δύο κύριες ¨στιγμές¨ της χριστιανικής λατρευτικής πράξης: τη στιγμή της προσκύνησης, της ενατένισης και δοξολογικής αποδοχής της δόξας του Θεού και της αγαπητικής αναζήτησής Του, και τη στιγμή της μετανοίας, της αίσθησης δηλαδή, της πλήρους αναξιότητας και της αμαρτίας. «Υπάρχει μία κυκλική κίνηση μέσα στην προσευχή, μία ακολουθία ανάβασης και επιστροφής. Στο πρώτο μισό της προσευχής ανερχόμαστε προς τον Θεό ¨Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού…¨ και κατόπιν, στο δεύτερο μισό, γυρίζουμε στον εαυτό μας με συντριβή ¨…ελέησόν με τον αμαρτωλόν¨. Εκείνοι που έχουν γευθεί το δώρο του πνεύματος έχουν ταυτόχρονα συνείδηση δύο πραγμάτων: από τη μία μεριά της χαράς και της παρηγορίας και απ΄ την άλλη μεριά της ταραχής, του φόβου και του θρήνου. Τέτοια είναι η εσωτερική διαλεκτική της νοεράς προσευχής»(13).
Ο Άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης θέτει ως προϋποθέσεις για προετοιμασία την «αμνησικακίαν και το αποίκιλον»(14), δηλαδή το ανεπιτήδευτο του ύφους. «Το ύφος και το λεκτικό της προσευχής σου ας είναι ανεπιτήδευτο, διότι ο τελώνης και ο άσωτος με έναν μόνο λόγο συμφιλιώθηκαν με τον Θεόν»(15). Εδώ, η ¨αμνησικακία¨ αναφέρεται ευθαρσώς σε ό,τι δυσχεραίνει και εμποδίζει την ¨καθαρή προσευχή¨, δηλαδή, σε κάθε λοιδορία, μέριμνα, θλίψη, οργή, κάθε λογισμό και εχθρική-πειρασμική επιβουλή. Εισέτι, το ¨αποίκιλον¨ δεν αναφέρεται μόνο στην όλη στάση του προσευχόμενου, αλλά και στους λόγους του. Ο καθηγητής Χαράλαμπος Σωτηρόπουλος, σχολιάζοντας τη θέση του συγγραφέα της ¨Κλίμακος¨, παρατηρεί: «Ο Χριστός δεν έχει ανάγκην ωραίων φράσεων, προτάσεων και λόγων κατά την προσευχήν, αλλά απλών λόγων και πολλής προσοχής. Ο Όσιος Ιωάννης αποτρέπει τους ανθρώπους από την πολυλογίαν, τονίζων ότι αυτή οδηγεί πολλάκις αυτούς εις αναζήτησιν λέξεων δια να εκφρασθούν, με αποτέλεσμα να διασπάται ο νους των. Αντ΄ αυτών, προτείνει τα απλά λόγια και την μονολογίαν, τονίζων ότι αυτά ηυχαρίστησαν και ικανοποίησαν τον Θεόν»(16).
Κάθε προσευχή για να οδηγήσει σε ¨κοινωνία¨ με τον Θεό δέον να εμφορείται από συντριβή και ταπείνωση: «Πάσα προσευχή, εν ταπεινότητι και συντριβή καρδίας γινομένη, ανυψούται εις τας υπεράνω ταύτης της γης χώρας, όθεν έπειτα κατέρχεται εφ΄ημάς ως δρόσος ευεργετική, εξομαλίζουσα και ευθείαν ποιούσα ημίν την εις την ουράνιον Πατρίδα άνοδον. Η δε ολιγωρία και λήθη της προσευχής εγκαταλείπει ημάς εις πάσαν την ξηράν και άγονον ματαιότητα της ημετέρας διανοίας, εις πάσαν την στείρωσιν και αφορίαν της πτωχής ημών φύσεως»(17). Η ταπείνωση εδώ, δεν εξαίρεται ως μία απλή αναφορά μιας τυπικής διάταξης της συμπεριφοράς του προσευχόμενου, ούτε αναφέρεται ως μία στείρα και επιδερμική εξωτερική κατάσταση ταπεινοσχημίας ή ταπεινολογίας. Προβάλλει ως βαθύτατη εσωτερική κατάσταση, ως άλλη πνευματοφόρα εμβάθυνση του ανθρώπινου νου στα μεγαλείο της σταυρικής θυσίας του Θεανθρώπου και, ειδικότερα, ως μέθεξη στη Θεία Κένωση του Απολυτρωτικού έργου του Λυτρωτού Κυρίου Ιησού Χριστού. Η ταπείνωση, δηλαδή, θα στέκει και θα μετουσιώνεται, μάλλον δε, αγιαστικά θα μεταμορφώνεται σε αληθινή ταπείνωση μόνο στην περίπτωση που ο πιστός θα συμμετέχει ¨κατά χάριν¨ στην Θεανθρωπότητα του Κυρίου Ιησού Χριστού, στο ποσοστό, δηλαδή, που ποιοτικά θα κοινωνεί στη μεταμορφωτική χάρη της Θείας Του δόξας.
Προς επίρρωσιν των ανωτέρω, ο άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ συμβουλεύει: «Αν αιχμαλωτισθής την ώρα της προσευχής από λογισμούς, ταπεινώσου και ζήτησε συγχώρησι λέγοντας: ¨Ημάρτησα Κύριε, με το λόγο, το νου, την πράξι και με όλες μου τις αισθήσεις¨»(18). Αυτή η παραδοχή και συντριβή του ανθρώπου ενώπιον της αμαρτωλότητός του μεταποιείται σε μέθεξη στην κοινοτική σύμπνοια του Παρακλήτου, ακριβώς, επειδή ο ίδιος ο Κύριος αναπαύεται σε ταπεινές εξαϋλωμένες καρδιές. Χαρακτηριστικό είναι και το παράδειγμα από το γεροντικό: «Έλεγον οι Γέροντες περί τινός αδελφού, ότι ουδέποτε απέστη του εργοχείρου και η ευχή αυτού αδιαλείπτως ανήρχετο προς τον Θεόν. Ην δε και σφόδρα ταπεινός και ευκατάστατος»(19).
Παράλληλα με την ταπείνωση, ο προσευχόμενος ¨ανάγκη εστίν¨ να διακατέχεται από ισχυρή και ακλόνητη πίστη, αγάπη και ελπίδα. «Αγάπη είναι ο τρόπος με τον οποίο υπάρχει ο Θεός οντολογικά. Η αγάπη συνιστά το Είναι του Θεού»(20), με αποτέλεσμα ο πιστός να υπάρχει οντολογικά ως υπόσταση και ουχί οντικά, ακριβώς, επειδή μετέχει στην κοινωνία της αγάπης του Θεού και στη Ζωοποιό χάρη Του.
Μεγάλη Τεσσαρακοστή! Περίοδος πνευματικής περισυλλογής, συνάντηση Θεού και ανθρώπου. Συχνά, όσες φορές ακολουθούσαμε το μονοπάτι από την Ιερά Μονή του Βατοπαιδίου του Αγίου Όρους προς το κονάκι του μακαριστού γέροντος Ιωσήφ του Βατοπαιδινού, ο γέροντας δεν παραμελούσε να μας θυμίζει τα λόγια του παπά Εφραίμ του Κατουνακιώτου: «Η ποσότητα της προσευχής θα φέρει και την ποιότητα». «Η ποσότης όμως εις την προσευχήν απαιτεί και πολύν κόπον. Φαίνεται δ΄ότι αυτός ο κόπος δεν αποβαίνει εις μάτην, εάν στηριχθή κανείς εις την άποψιν του Ιωάννου της Κλίμακος, κατά τον οποίον, η πυκνή προσευχή προκαλεί, τρόπον τινά, την εύνοια του Θεού»(21).
Και συμπληρώνει εξόχως ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης: «Η προσευχή ως Θεού ομιλία, των αοράτων θεωρία, των επιθυμούντων πληροφορία, των Αγγέλων ομοτιμία, των καλών προκοπή, των κακών ανατροπή, των αμαρτανόντων διόρθωσις, των παρόντων απόλαυσις, των μελλόντων υπόστασις»(22), είναι αναγκαία εκδήλωση και απόδειξη της σχεσιακής συνύπαρξης κτιστού και Ακτίστου. Οι προϋποθέσεις που την περιστοιχίζουν αποτελούν βακτηρία σωτηρίας για τον ίδιο τον προσευχόμενο, καθώς ως άλλη ¨οδός¨ καταδεικνύουν στον άνθρωπο την έννοια της πίστεως, όχι, όμως, ως υπόθεση πως κάτι, ίσως, είναι αλήθεια, αλλά ως τελική αποδοχή ότι «ο έσχατος σκοπός της ενανθρωπίσεως του Λόγου έγκειται ακριβώς εις το να λογοποιήση-χριστοποιήση και θεώση τον άνθρωπον εις όλον το είναι του»(23).
Μεγάλη Τεσσαρακοστή! Περίοδος πνευματικής προετοιμασίας και περισυλλογής. Και θεώρησα ως τον πλέον δόκιμο όρο να κλείνω την παρούσα εισήγησή μου με τα λόγια του μακαριστού γέροντος Ιακώβου Τσαλίκη, όταν δακρύβρεχτος και ιλαρός στην όψη, πολλές φορές, μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας, μάς έλεγε: «Όλα είναι ζωντανά! Νηστεύετε και προσεύχεσθε! Ζει Κύριος ο Θεός».
Παραπομπές:
*Εισήγηση που πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια πνευματικής εσπερίδας στον Ιερό Ναό Αγίας Ειρήνης Γαλατσίου, στις 08/03/2015, με θέμα: «Σαρακοστή: Πορεία προς την Ανάσταση».
1.Το Μέγα Γεροντικόν, τόμος Γ΄, εκδ. Ι.Ησυχαστηρίου ¨Το Γενέσιον της Θεοτόκου¨, Πανόραμα Θεσσαλονίκης, 1997, σελ. 356.
2.Πρβλ., Σωτηρόπουλου Χ., Νηπτικοί Πατέρες των Μέσων Χρόνων, Αθήναι 2000, σελ. 20. Εκτενής αναφορά γίνεται στο Λόγο περί Ασκητικής του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού(PG 90,324). Για την έννοια της αρχεγόνου καταστάσεως του ανθρώπου βλ., σχ., Ξεξάκη Νικολάου, Ορθόδοξος Δογματική Γ΄, Η περί Δημιουργίας διδασκαλία, εκδ. Έννοια, Αθήνα 2006, σελ. 190-197, Τρεμπέλα Π., Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμος Α΄, εκδ. Ζωή, Αθηναι 1959, σελ. 494-499, Ανδρούτσου Χρήστου, Δογματική της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, Αστήρ, Αθήναι 1956, σελ. 136-145, Παπαδόπουλου Ιωάννου, Επίτομος Δογματική της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, Αλεξάνδρεια 1932, σελ. 68-74.
3.Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συμβουλευτικόν Εγχειρίδιον, εκδ. Νεκ. Παναγόπουλος, Αθήναι 2001, σελ. 181.
4.Αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου, Κλίμαξ, Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής, 1998, σελ. 387. Ενδεικτικά για τη σημασία της προσευχής βλ., Σαχάρωφ Σωφρονίου(Αρχιμ), Περί Προσευχής, Ι.Μονή Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας 1991, Μπλούμ Άντονι, Προσευχή και Αγιότητα (μτφρ. Βασ. Αργυριάδης), Εν πλω, Αθήνα 2011, Ware Καλλίστου, (Επισκόπου Διοκλείας), Η δύναμη του Ονόματος, η Προσευχή του Ιησού στην Ορθόδοξη Πνευματικότητα, Ακρίτας, Αθήνα 1983, Λυκούδη Δημητρίου, Η προσευχή ως επικοινωνιακός τρόπος προσέγγισης του Θείου στο χώρο του μεταμοντέρνου κόσμου, Αθήνα 2011.
5.Πρβλ., Λυκούδη Δ.,¨Η δύναμη της προσευχής¨ στο ¨Βίος Αβίωτος¨, Αθήνα 2014, σελ. 128-135.
6.Ευδοκίμωφ Παύλου, Η Ορθοδοξία, Βασ. Ρηγόπουλου, Αθήνα 1972, σελ. 155.
7.Γαλ., β΄ 20.
8.Ευδικίμωφ Π., Η Ορθοδοξία, σελ. 152-153.
9.Σαχάρωφ Σ., Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας 1992, σελ. 412.
10.Αναφορικά με την ¨ευχή του Ιησού¨ βλ., Ευδοκίμοφ Π., Η Ορθοδοξία, σελ. 136-137, Μωϋσέως Μοναχού, Η κοινωνία της Ερήμου και η ερημία των πόλεων, Τήνος, Αθήνα 1987, σελ. 31-67, Περιπέτειες ενός Προσκυνητού (μτφρ .πρ. Μητροπολίτου Κορινθίας Παντελεήμονα Καρανικόλα), Αστήρ, Αθήναι 1976, A monk of the Eastern Church, On the invocation of the Name of Jesus, The fellowship of St. Alban and St.Sergius, London 1950, Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Αόρατος Πόλεμος, εκδ. Νεκ. Παναγόπουλος, Αθήνα 2002, σελ. 186-190.
11.Σωτηρόπουλου Χ., Συμεών ο Νέος Θεολόγος, Βίος-Έργα-Διδασκαλία, Αθήναι 2002, σελ. 124-135.
12.Σαχάρωφ Σ., Οψόμεθα τον Θεό καθώς εστί, σελ. 159.
13.Ware Καλλίστου, Η δύναμη του Ονόματος, σελ. 31-32.
14.Αγίου Ιωάννου Σιναΐτου, Κλίμαξ, σελ. 388-390.
15.Αυτόθι, σελ. 388-389.
16.Σωτηρόπουλου Χ., Οι Νηπτικοί Πατέρες περί της κατά Χριστόν τελειώσεως του ανθρώπου, Αθήναι 2004, σελ. 116.
17.Η ισχύς της Προσευχής, περιοδικό ¨Ευαγγελικός Κήρυξ¨, αριθμ. 6, Ιούνιος 1861, σελ. 279.
18.Όσιος Σεραφείμ του Σάρωφ, εκδ. Ι.Μ. Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 1998, σελ. 326.
19.Το Μέγα Γεροντικόν, τόμος Γ΄, εκδ. Ι.Η. ¨Το Γενέσιον της Θεοτόκου¨, Πανόραμα Θεσσαλονίκης 1997, σελ. 376.
20.Δεληκωσταντή Κώστα, Το ήθος της Ελευθερίας, Δόμος, Αθήνα 1997, σελ. 73. Αξίζει κανείς να μελετήσει την εξαιρετική ερμηνεία και ανάλυση της οντολογίας της προσωπικότητας σε σχέση με την κοινωνία των προσώπων, του Αθανασίου Μελισσάρη και, κυρίως, τις σελ. 53-83, Melissaris G.A., Personhood Re-examined: Current Perspectives fromOrthodox Anthropology and Archetypal Psychology, A Comparison ofJohn Zizioulas and James Hillman, Epektasis, Greece 2002.
21.Σωτηρόπουλου Χ., Οι Νηπτικοί Πατέρες περί της κατά Χριστόν τελειώσεως του ανθρώπου, σελ. 121.
22.Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, Λόγος Α΄ εις την Προσευχήν, Migne P.G. 44, 1124B.
23.Ware Καλλίστου, Ο Ορθόδοξος δρόμος (μτφρ. Μαρίας Πάσχου), Επτάλοφος, Αθήναι 1984, σελ. 20-21.
24.Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς, Άνθρωπος και Θεάνθρωπος, Αστήρ, Αθήνα 1970, σελ. 37-38.
http://dimitrislikoudis.blogspot.gr/2016/03/blog-post_12.html