Υπόβαθρο της Β΄ στάσης των Χαιρετισμών αποτελεί η Γέννηση του Κυρίου Ιησού Χριστού. Η Γέννηση αυτή προκαλεί την αντίδραση των βοσκών, των μάγων της εποχής, του ίδιου του γέροντος Συμεών του θεοδόχου. Ο παραπάνω διπλός χαιρετισμός τίθεται από τον υμνογράφο στο στόμα των βοσκών μετά την αναγγελία σ’ αυτούς της Γεννήσεως του Κυρίου από τους αγίους αγγέλους.
1. Η Παναγία είναι αυτή που γκρέμισε από την εξουσία τον απάνθρωπο τύραννο και φανέρωσε τον Χριστό ως φιλάνθρωπο Κύριο. Ποιος ο τύραννος; Ο διάβολος. Γιατί τύραννος και μάλιστα απάνθρωπος; Διότι η εξουσία του ήταν σφετερισμός: δημιούργημα κι αυτός του Θεού ήταν και είναι ον εξαρτημένο από τον Θεό. Εκμεταλλεύτηκε όμως την αδυναμία του ανθρώπου και τον υποδούλωσε. Τον έκανε υποχείριό του, ασφαλώς και με τη δική του θέληση. Έτσι ο διάβολος ήταν εξουσιαστής του ανθρώπου και ιδιαιτέρως της καρδιάς του.
2. Ο σφετερισμός αυτός όμως έλαβε τέλος. Ο Θεός θέλησε να γίνει άνθρωπος μέσω του εκλεκτού οργάνου Του της Παναγίας. Δι’ Αυτής έρχεται ο Χριστός ο Οποίος αποκαθιστά τα πράγματα, ο άνθρωπος δηλαδή ξαναβρίσκει τον φυσικό του αρχηγό, τον φυσικό του Κύριο. Διότι ο Χριστός είναι ο πραγματικός Κύριος. Κύριος της Δημιουργίας, Κύριος της Ιστορίας, Κύριος των καρδιών. Με μία όμως παρατήρηση. Είναι Κύριος των καρδιών, όταν το θελήσουν και οι ίδιοι οι άνθρωποι. Κι αυτό σημαίνει ότι το γκρέμισμα του διαβόλου από τον θρόνο του ανθρώπου λειτουργεί μέσα στα πλαίσια της ελευθερίας. Με άλλα λόγια φεύγει από τη δυναστεία του διαβόλου, του απάνθρωπου τύραννου, μόνον ο πιστός, το μέλος της Εκκλησίας. «Εις τα ίδια ήλθε και οι ίδιοι αυτόν ου παρέλαβον».
3. Θα ρωτήσει κανείς. Είναι εντελώς απαραίτητο να υπάρχει πάντα η σχέση Κυρίου και δούλου; Θέλει ο Θεός να είναι ο Κύριος και να έχει «δουλικά» τους ανθρώπους; Η απάντηση είναι απλή. Ο Κύριος είναι Κύριος όχι ως αφέντης, αλλ’ ως Πατέρας. Η κυριότητά Του προϋποθέτει την αγάπη Του προς τους ανθρώπους και την αγάπη των ανθρώπων προς Αυτόν. Η σχέση δηλαδή Κυρίου και ανθρώπων κατανοείται ως σχέση Πατέρα προς αγαπημένα παιδιά. «Όσοι έλαβον αυτόν έδωκεν αυτοίς την εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι».
4. Ο απόστολος Παύλος προωθεί περισσότερο την κατανόηση του παραπάνω λόγου: «Ουδείς δύναται ειπείν Κύριον ει μη εν Πνεύματι Αγίω». Τότε κανείς δηλαδή αναγνωρίζει τον Χριστό ως Κύριο και Θεό της ζωής του, όταν βρίσκεται κάτω από την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Είναι ό,τι επισημάναμε προηγουμένως: μόνον ο πιστός, το μέλος της Εκκλησίας, αναγνωρίζει τον Χριστό ως Θεό και Κύριο της ζωής του.
Τι σημαίνει όμως ότι εν Πνεύματι Αγίω αναγνωρίζει κανείς τον Χριστό ως Κύριο; Ο άγιος Μάξιμος ο ομολογητής μάς δίνει μία σαφή αλλά και πολύ οδυνηρή για τα δεδομένα μας απάντηση. «Ο τελείαν αγάπην κτήσασθαι δυνηθείς και όλον τον βίον αυτού προς ταύτην ρυθμίσας, ούτος λέγει Κύριον Ιησούν εν Πνεύματι Αγίω» (Αυτός που μπόρεσε να αποκτήσει την τέλεια αγάπη και που ρύθμισε όλη τη ζωή του προς αυτήν, αυτός ομολογεί τον Ιησού Κύριο με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος). Έτσι στον βαθμό που αγαπά κανείς τον Θεό και τον συνάνθρωπο έχει Πνεύμα Θεού που τον οδηγεί στην αναγνώριση και του Χριστού ως Κυρίου της ζωής του. Η κυριότητα έτσι του Χριστού στον άνθρωπο έχει εμπειρικό και δυναμικό χαρακτήρα και δεν είναι κάτι ψιλό και θεωρητικό.
Η Παναγία μας φανέρωσε τον Χριστό ως φιλάνθρωπο Κύριο. Το ερώτημα είναι πόσο ζούμε το Πνεύμα του Θεού στην καθημερινότητά μας, το Οποίο ενεργοποιεί την αλήθεια αυτή, δηλαδή πόσο αγαπούμε τον Θεό και τον συνάνθρωπό μας; Αν η απάντησή μας δεν είναι θετική, δυστυχώς τυραννούμαστε ακόμη από τον σφετεριστή διάβολο, έστω κι αν εξωτερικά φαινόμαστε δούλοι του Θεού.