π. Δημητρίου Μπόκου
Ο Τσέχωφ μας έβαλε σε προβληματισμό (βλ. προηγούμενο e-mail
μας: Ο μισθός της δασκάλας). Πώς πρέπει να ενεργεί ο Χριστιανός; Να διεκδικεί
το δίκιο του ή όχι; Να πατάει πόδι ή να υπομένει την αδικία;
Μερικές σκέψεις ίσως μας βοηθήσουν.
α. Ο Ιησούς Χριστός υπέμεινε τα πάντα. Την πιο
ολοκληρωτική αδικία. Ενώ ήταν εντελώς αθώος. Αυτό είναι η τελειότητα. Αυτό
πρέπει να επιδιώκουμε κι εμείς, γιατί ό,τι έκαμε ο Χριστός, το έκαμε για δικό
μας παραδειγματισμό, όπως λέγει ο απόστ. Πέτρος: «Υμίν υπολιμπάνων υπογραμμόν,
ίνα επακολουθήσητε τοις ίχνεσιν αυτού» (Α΄ Πέτρ. 2, 21).
β. Οι άγιοι μιμήθηκαν τον Χριστό και κατάφεραν να
υπομείνουν τις αδικίες. Στο Γεροντικό έχουμε πολλά παραδείγματα ασκητών που,
ενώ τους λήστευαν, όχι μόνο δεν αντιδρούσαν, αλλά και βοηθούσαν τους ληστές στο
φόρτωμα και τους παρέδιδαν μόνοι τους ό,τι εκείνοι ξεχνούσαν πίσω τους.
Και ο Χριστός και οι άγιοι υπέμειναν την αδικία από δική
τους ελεύθερη επιλογή. Όχι από αδυναμία να αντιδράσουν διαφορετικά.
γ. Για μας όμως δεν είναι τόσο εύκολο να φτάσουμε στο
μέτρο του Χριστού και των αγίων. Τί πρέπει να κάνουμε;
Φυσικά και θα πρέπει να προσπαθούμε να φτάσουμε στο
τέλειο, στην πλήρη δηλαδή υπομονή της αδικίας, από δική μας ελεύθερη επιλογή
και όχι από αδυναμία αντίδρασης. Αν όμως δεν έχουμε τόση δύναμη;
Στην περίπτωση αυτή δεν απαγορεύεται να χρησιμοποιήσουμε
κάποια νόμιμα (και μόνο) μέτρα, για να μετριάσουμε τη ζημία από την αδικία ή
για να προφυλαχθούμε από κακοήθεις ενέργειες των ανθρώπων. Αλλά υπό μία
αναγκαία πρϋπόθεση: ότι η οποιαδήποτε
ενέργειά μας θα γίνεται χωρίς καθόλου
εμπάθεια, έχθρα, μίσος, θυμό κ. λ. π. εκ μέρους μας. Η εμπλοκή σε έναν εμπαθή
και ψυχοφθόρο αγώνα διεκδίκησης δεν έχει για τον Χριστιανό κανένα νόημα. Η
πνευματική ζημία από τις αντιδικίες δεν αντισταθμίζεται από κανένα υλικό
όφελος.
Όταν κάποιος δεν μπορεί να ενεργήσει με τέτοιο τρόπο,
χωρίς εμπάθεια, καλύτερα να απέχει από κάθε προσπάθεια διεκδίκησης. Οι
Χριστιανοί πρέπει να ασκούμεθα στην υπομονή της αδικίας και στη συγχώρηση.
Αλλιώς δεν πιάνουμε ούτε τη βάση, δεν θεωρούμαστε καν Χριστιανοί. Κάνουμε ό,τι
και οι μη Χριστιανοί, όπως λέει ο Χριστός στο Λουκ. 6, 31-36.
δ. Ώστε λοιπόν το τέλειο είναι να μη διεκδικεί τίποτε
κανείς. Η πλήρης παραίτηση. Κατά συγκατάβαση, επειδή αυτό για μας είναι σχεδόν
ανέφικτο, μπορούμε να προβούμε σε αυστηρώς μετριοπαθή χρήση νόμιμων (και μόνο)
μέσων. Χωρίς εμπάθεια μέσα μας και χωρίς να προκαλούμε κακό σε τρίτον. Αλλιώς προτιμητέα
η αποχή από κάθε, έστω και νόμιμη, ενέργεια. Και οπωσδήποτε πρέπει να πιάνουμε το
κατώτατο όριο, τη βάση που βάζει ο Χριστός για να είμαστε Χριστιανοί: Τη
συγχώρηση του άλλου. Για να έχουμε την ελπίδα ότι θα φτάσουμε κάποτε και στο
άριστα, την αγάπη (και όχι απλώς τη συγχώρηση) προς τον εχθρό μας.
Πολύ διαφωτιστικό επί του προκειμένου είναι και το κείμενο
του αγίου Παϊσίου που ακολουθεί:
Γέροντος Παϊσίου τοῦ ῾Αγιορείτου:
Πότε ὁ θυμός εἶναι "δικαιότατος" (θεῖος ζῆλος) ῾Η ὑπεράσπιση τοῦ δικαίου
- Γέροντα, λέει σε ένα τροπάριο: «Θυµόν κινήσαντες τον
δικαιότατον» (Αίνοι της εορτής των Αγίων Πατέρων).
-Όταν αδικούνται άλλοι και φωνάζει
κανείς και θυµώνει από πόνο πραγµατικό, τότε είναι «δικαιότατος ο θυµός». Όταν
αδικείται ο ίδιος και θυµώνει, τότε δεν είναι καθαρός ο θυµός.
Όταν βλέπεις έναν να υποφέρει για
ιερά πράγµατα, αυτός έχει θείο ζήλο. Από αυτό µπορείς να καταλάβεις και τον διά
Χριστόν σαλό. Αν πάρεις λ.χ. µια εικόνα και την βάλεις µπροστά του ανάποδα, θα
τιναχθεί επάνω ο διά Χριστόν σαλός· έτσι τού κάνεις τεστ. Υπάρχει δηλαδή και
δικαία, θεία αγανάκτηση, και µόνο αυτή η αγανάκτηση δικαιολογείται στον
άνθρωπο. Ο Μωυσής, όταν είδε τον λαό να θυσιάζει στο χρυσό µοσχάρι, αγανάκτησε
και πέταξε κάτω τις πλάκες µε τις εντολές που τού έδωσε ο Θεός, και έσπασαν (Εξ.
32, 1-20).
Ο Φινεές, ο εγγονός του αρχιερέα
Ααρών, δύο φόνους έκανε και ο Θεός έδωσε εντολή από την γενιά του να βγαίνουν
οι ιερείς του Ισραήλ! Όταν είδε τον Ισραηλίτη Ζαµβρί να αµαρτάνει µε την
Μαδιανίτιδα Χασβί µπροστά στον Μωυσή και σε όλους τους Ισραηλίτες, δεν
κρατήθηκε· σηκώθηκε από τη συναγωγή και τους φόνευσε, και έτσι σταµάτησε η οργή
του Θεού. Αν δεν τους σκότωνε και τους δύο, θα έπεφτε οργή Θεού σε όλον τον λαό
του Ισραήλ (Αριθµ. 25, 1-15). Φοβερό!
Εγώ, όταν διαβάζω στο Ψαλτήρι τον
στίχο «και έστη Φινεές και εξιλάσατο, και εκόπασεν η θραύσις» (Ψαλµ. 105, 30),
ασπάζοµαι πολλές φορές το όνοµά του. Αλλά και ο Χριστός, όταν είδε να πουλούν
µέσα στον περίβολο του Ναού βόδια, πρόβατα, περιστέρια, και τους κερµατιστές να
ανταλλάσσουν χρήµατα, πήρε το φραγγέλιο και τους έδιωξε (Ιω. 2, 14-15).
Ένας πνευµατικός άνθρωπος, όταν
πάει µε αγανάκτηση να υπερασπίσει τον εαυτό του για ένα ατοµικό του θέµα, αυτό είναι καθαρά
εγωιστικό, είναι ενέργεια του πειρασµού. ∆έχεται επιδράσεις δαιµονικές
εξωτερικές. Αν κάποιον τον αδικούν ή τον κοροϊδεύουν, αυτόν πρέπει οι άλλοι να
τον υπερασπίζονται, για το δίκιο, όχι για προσωπικό τους συµφέρον. Δεν
ταιριάζει να µαλώνεις για τον εαυτό σου.
Άλλο το να αντιδράσεις για να υπερασπισθείς σοβαρά
πνευµατικά θέµατα, θέµατα πού αφορούν την πίστη µας, την Ορθοδοξία. Αυτό είναι
καθήκον σου. Όταν σκέφτεσαι τους άλλους και αντιδράς για να τους βοηθήσεις,
τότε αυτό είναι καθαρό, γιατί γίνεται από αγάπη. Όταν πήγα στο Σινά, κατέβαινα
στο µοναστήρι κάθε εβδοµάδα, κάθε δεκαπέντε µέρες, για να κοινωνήσω. Μία φορά
µου λέει ένας πολύ απλός δικαίος [=επί κεφαλής σκήτης ή κοινοβίου, επί θητεία ή
ισόβιος] που ήταν εκεί: «Α, όχι κάθε εβδοµάδα - τέσσερις φορές τον χρόνο πρέπει
να κοινωνούν οι καλόγεροι». Τότε είχαν τυπικό να µην κοινωνούν συχνά. Φορούσα
και το επανωκαλύµµαυχο. «Ούτε επανωκαλύµµαυχο», λέει. Αυτοί το έβαζαν µόνο στις
τελετές. «Να ’ναι ευλογηµένο», λέω. Και το είχα και εγώ ριγµένο στον ώµο σαν
κασκόλ και δεν µε απασχόλησε ξανά. Τί; Να µαλώσω;
Ετοιµαζόµουν εν τω µεταξύ κάθε φορά για τη Θεία Κοινωνία
και πήγαινα στην Εκκλησία. Την ώρα που ο παπάς έλεγε «Μετά φόβου Θεού...»,
έσκυβα το κεφάλι και έλεγα: «Εσύ γνωρίζεις, Χριστέ µου, πόση ανάγκη έχω», και
ένιωθα τέτοια αλλοίωση, που δεν ξέρω αν θα την ένιωθα, αν κοινωνούσα.
Αφού πέρασαν κάµποσοι µήνες, ήρθαν στο µοναστήρι
τέσσερα-πέντε παιδιά, που από µένα παρακινήθηκαν να έρθουν στο Σινά. Είπαν
λοιπόν και σ' αυτά να µην κοινωνούν.
Ε, τότε µίλησα και τακτοποιήθηκε το θέµα [για τον εαυτό
του δηλ. ο άγιος Παΐσιος δεν μίλησε, ενώ τους άλλους τους υπερασπίσθηκε].
[Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου, ΛΟΓΟΙ, Πνευματική αφύπνιση, σσ. 51- 53.
Επιμέλεια: antiyli.gr@gmail.com