Ἔνοχοι τοῦ
ἀνοσιουργήματος
Ομιλία του †Επισκόπου Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτου
«Διεμερίσαντο τὰ
ἱμάτιά μου ἑαυτοῖς καὶ ἐπὶ τὸν ἱματισμόν μου ἔβαλον κλῆρον» (Ψαλμ. 21,19)
Ἀδελφοί μου! Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἦρθε στὸν κόσμο, γιὰ νὰ κάνῃ
μία καὶ ἀδιαίρετη Ἐκκλησία. Αὐτό, τὸ ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶνε ἀδιαίρετη καὶ ἔχει
ἑνότητα, τὸ παριστάνει καὶ τὸ εἰκονίζει ὁ «ἄρραφος χιτὼν» (Ἰω. 19,23) τοῦ
Χριστοῦ. Τὸ χιτῶνα αὐτόν, κατὰ τὴν εὐσεβῆ παράδοσι, τὸν ὕφαναν καὶ τὸν ἔπλεξαν
μονοκόμματο ἀπὸ πάνω ὣς κάτω, χωρὶς καθόλου ῥαφή, τὰ ἄχραντα χέρια τῆς
Παναγίας. Αὐτὸν φοροῦσε ὁ Κύριος ὅταν ἔβγαινε ἀπὸ τὸ κατάλυμά του καὶ διέσχιζε
πόλεις καὶ χωριὰ τῆς ἁγίας γῆς.
Ἀλλ᾿ ὅταν βγῆκε ἡ καταδικαστικὴ ἀπόφασι καὶ ὁ
Χριστός μας ὡδηγήθηκε πάνω στὸ Γολγοθᾶ γιὰ νὰ σταυρωθῇ, τότε ἄξεστα χέρια
στρατιωτῶν ἀφαίρεσαν τὸ χιτῶνα ἀπὸ τὸν Υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὸν ἀνέβασαν γυμνὸ
στὸ σταυρό. Τὸν ἀφαίρεσαν, ἀλλὰ δὲν τὸν κομμάτιασαν· ἔρριξαν κλῆρο νὰ δοῦν σὲ
ποιόν θὰ πέσῃ. Κι αὐτοὶ οἱ δήμιοί του δηλαδὴ τὸν σεβάστηκαν, δὲν τὸν ἔσχισαν.
Δὲν τὸ ἐπέτρεψε ὁ Κύριος. Τὸ χιτῶνα αὐτὸν κανείς δὲν ἔχει δικαίωμα νὰ τὸν
σχίσῃ. Ἀλλ᾿ ἐνῷ κι αὐτοὶ ἀκόμη οἱ σκληροὶ στρατιῶτες τὸν σεβάστηκαν, κάποιοι
ἄλλοι ἀποπειράθηκαν νὰ τὸν κομματιάσουν.
Ποιοί εἶνε οἱ ἔνοχοι αὐτοῦ τοῦ ἀνοσιουργήματος;
Στὸ Ἅγιο Ὄρος εἶδα μία εἰκόνα καὶ τρόμαξα. Εἶδα τὸ Χριστὸ
γυμνὸ καὶ τὸ χιτῶνα του κομματιασμένο. Ἕνας ἄγγελος στεκόταν δίπλα του καὶ τὸν
ρωτοῦσε· -«Τίς σου τὸν χιτῶνα διέρρηξε;» · ποιός σοῦ ἔσχισε, Χριστέ, τὸ χιτῶνα;
Κ᾽ ἕνας ἄλλος ἄγγελος ἔδειχνε μία μαύρη μορφή, ἕνα σκοτεινὸ ἄνθρωπο, καὶ
ἀπαντοῦσε· -«Ὁ Ἄρειος» . Αὐτός, μὲ τὰ διδάγματά του, διέρρηξε τὸ χιτῶνα τοῦ
Χριστοῦ. Πρῶτοι ἔνοχοι λοιπὸν γιὰ τὸ σχίσιμο τοῦ χιτῶνος τοῦ Χριστοῦ εἶνε ὁ
Ἄρειος καὶ ὅλοι οἱ αἱρετικοί. Καὶ σήμερα δὲν εἶνε μόνο ὁ Ἄρειος, ἀλλὰ ἕνα
πλῆθος αἱρετικῶν, ποὺ φεύγουν ἀπὸ τὴν ἁγία μας Ὀρθοδοξία. Αὐτοὶ ἁρπάζουν μὲ τὰ
βρωμερά τους χέρια τὸν ἄρραφο χιτῶνα τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸν
κομματιάζουν. Ἂν σήμερα ὁ χριστιανισμὸς δὲν σημειώνει ἐντυπωσιακὲς ἐπιτυχίες,
μία αἰτία εἶνε ἡ διαίρεσις.
Ὁ Χριστὸς ὅμως ἦρθε γιὰ νὰ μᾶς ἑνώσῃ. Κάθε φορὰ ποὺ
κάποιος πλήττει τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ Δαυῒδ ξεκρεμᾷ τὴν κιθάρα του
καὶ ψάλλει μελαγχολικά· «Διεμερίσαντο τὰ ἱμάτιά μου ἑαυτοῖς καὶ ἐπὶ τὸν
ἱματισμόν μου ἔβαλον κλῆρον» (Ψαλμ. 21,19).
Ἀλλὰ δὲν εἶνε μόνο οἱ αἱρετικοὶ ποὺ σχίζουν τὸν χιτῶνα τοῦ
Χριστοῦ. Εἶνε καὶ κάποιοι ἄλλοι. Ἐσεῖς οἱ πλούσιοι, ποὺ θὰ φορέσετε τὴ Μεγάλη
Παρασκευὴ καὶ τὸ Πάσχα τὰ πανάκριβα κουστούμια καὶ φορέματά σας, γιά σκεφτῆτε
τὴν ὥρα αὐτή, πόσοι περπατοῦν γυμνοὶ καὶ δὲν ἔχουν ροῦχο γιὰ νὰ ᾿ρθοῦν στὴν
ἐκκλησία. Ποιός τοὺς τὰ ἀφαίρεσε; Ἡ πολυτέλειά σας! Ἐσεῖς οἱ χορτᾶτοι, γιά
σκεφτῆτε, ὅτι σὲ κάποια τρώγλη τῆς πόλεως ἢ τοῦ χωριοῦ σας ὑπάρχουν πεινασμένοι
καὶ φτωχοί. Ποιός τοὺς ἀφαίρεσε τὸ ψωμί; Ἡ ἀδικία, ἡ πλεονεξία καὶ ἡ ἀσπλαχνία
τοῦ κόσμου. Κάθε φορὰ ποὺ ὁ πλούσιος ἁρπάζει τὴ μπουκιὰ ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ φτωχοῦ
καὶ τὸν ἀφήνει νηστικὸ καὶ γυμνό, ὁ Δαυῒδ ὁ προφήτης λέει τὸ «Διεμερίσαντο τὰ
ἱμάτιά μου ἑαυτοῖς καὶ ἐπὶ τὸν ἱματισμόν μου ἔβαλον κλῆρον». Πρῶτοι οἱ
αἱρετικοὶ καὶ ἔπειτα οἱ ἄσπλαχνοι διαπράττουν τὸ μεγάλο ἔγκλημα νὰ σχίζουντὸν
ἄρραφο χιτῶνα τοῦ Χριστοῦ.
Τὴν ἀτίμωσι ὅμως καὶ τὸ μαρτύριο, ποὺ ὑπέστη ὁ Χριστός, τὸ
ὑφίστανται ὄχι μόνο ἄτομα καὶ οἰκογένειες ἀλλὰ καὶ ἔθνη μικρὰ καὶ ἀδύνατα.
Θυμηθῆτε, ὅσοι ἔχετε κάποια ἡλικία, τί ἔγινε στὴν Ἑλλάδα τὸ 1941, `42, `43,
`44; Θυμηθῆτε, πόσες καταστροφὲς ὑπέστη τὸ γένος μας. «Διεμερίσαντο», Ἑλλάδα,
«τὰ ἱμάτιά σου ἑαυτοῖς καὶ ἐπὶ τὸν ἱματισμόν σου ἔβαλον κλῆρον». Ἔτσι λέγαμε τὴ
Μεγάλη Παρασκευὴ τότε ποὺ ἡ Ἑλλάδα μας βρισκόταν σ᾿ ἕνα χάος, τότε ποὺ δίχασαν
τὰ παιδιά της κι ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος ἦταν ἡ μία παράταξι κι ἀπὸ τὸ ἄλλο ἡ ἄλλη καὶ
σκοτώνονταν μεταξύ τους. Κομμάτιασαν τὴν πατρίδα μας, τὰ νησιά της, τὰ πελάγη
της, τὰ ἀγαθά της, καὶ οἱ Ἕλληνες πεινασμένοι πέθαιναν στοὺς δρόμους. Δὲν εἶχαν
οὔτε ἕνα καρβέλι ψωμί, οὔτε μιὰ σταλαγματιὰ λάδι. Δὲν εἶχαν λάδι οὔτε γιὰ τὴν
καντήλα, δὲν εἶχαν ἄρτο οὔτε γιὰ ἀντίδωρο καὶ θεία κοινωνία. «Διεμερίσαντο», ὦ
πατρίδα μου, «τὰ ἱμάτιά σου ἑαυτοῖς καὶ ἐπὶ τὸν ἱματισμόν σου ἔβαλον κλῆρον».
Δὲν εἶμαι προφήτης,
ἀλλὰ σημειῶστε αὐτὸ ποὺ θὰ πῶ. Τὰ μεγάλα κράτη , τὰ μεγάλα θηρία, ἑτοιμάζονται
πάλι νὰ παίξουν ὅπως στὰ ζάρια τὴν τύχη τῆς πατρίδας μας. Γιὰ μιὰ ἀκόμη φορὰ ἡ
Ἑλλάδα θὰ ὑποστῇ τὴν καταισχύνη. Γυμνώνοντας τὸν φτωχό, γυμνώνεται ὁ Χριστός, γυμνώνεται ἡ Ἐκκλησία,
ἡ πατρίδα, ἡ ἀνθρωπότης. Βάρβαρα χέρια, χειρότερα ἀπὸ τῶν Ῥωμαίων στρατιωτῶν,
σχίζουν τὸν ἄρραφο χιτῶνα τοῦ Χριστοῦ.
Ἀλλά, ἀδελφοί μου, πρὶν τελειώσω, θέλω νὰ παρουσιάσω ὅλους
τοὺς ἐνόχους. Εἶνε οἱ αἱρετικοί, εἶνε οἱ ἄσπλαχνοι, εἶνε τὰ βάρβαρα μεγάλα
κράτη· ἀλλὰ τὴ μεγαλύτερη εὐθύνη τὴν ἔχουμε ἐμεῖς. Θὰ σᾶς ὑπενθυμίσω μία στιγμὴ
ἱερή, τὴν ἱερώτερη τῆς ζωῆς σας, ὅταν βρέφη σᾶς πῆραν στὴν ἀγκαλιὰ οἱ μανάδες
σας καὶ σᾶς ὡδήγησαν στὸ ναό. Σᾶς ἔβγαλαν τὰ ρουχαλάκια σας καὶ σᾶς παρουσίασαν
γυμνούς, γιὰ νὰ θυμηθῆτε τὸ γυμνὸ Χριστό. Χέρια ἱερέως σᾶς παρέλαβαν καί, «εἰς
τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος», σᾶς βύθισαν τρεῖς
φορὲς μέσα στὴν κολυμβήθρα. Κι ὅταν βγήκατε δὲν ἤσασταν τὰ παιδιὰ τοῦ ἄλφα ἢ
τοῦ βῆτα, ἀλλὰ υἱοὶ καὶ θυγατέρες τοῦ Χριστοῦ. Πήρατε τιμημένα ὀνόματα. Καὶ σᾶς
ἔντυσαν μ᾿ ἕνα ρουχαλάκι ἄσπρο σὰν τὸ χιόνι. Μοιάζατε σὰν τὰ περιστέρια ποὺ
πετοῦν στὰ γαλανά μας κύματα.
Τὸ ἄσπρο ροῦχο, ποὺ φορέσατε, σημαίνει, ὅτι ἡ ζωή σας
πρέπει νά ᾽νε καθαρὴ σὰν τὸ κρύσταλλο, νὰ λάμπῃ σὰν τὸν ἥλιο. Ἡ ψυχή σας
ν᾿ἀγαπήσῃ τὸ Χριστό, νὰ προικιστῆτε μὲ τὶς ἀρετές του. Γι᾿ αὐτὸ τὸ βράδι τῆς
Ἀναστάσεως, ἂν θὰ μείνετε μέχρι τέλους -καὶ παρακαλῶ νὰ μείνετε, γιατὶ εἶνε
ἀπρέπεια νὰ φύγετε ἀπὸ τὴ μέση τῆς ἀκολουθίας-, θ᾿ ἀκούσετε τὸ «Ὅσοι εἰς
Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε» (Γαλ. 3,27).
Ἤμασταν γυμνοί, καὶ μᾶς ἔντυσε ὁ Χριστὸς μὲ τὴν ὡραία
λαμπρὴ φορεσιά του, ποὺ δὲν τὴν ὕφαναν χέρια ἀνθρώπων, ἀλλὰ χέρια ἀγγέλων καὶ
ἀρχαγγέλων ἐπάνω στοὺς ἀργαλειοὺς τοῦ οὐρανοῦ. Αὐτὸ τὸ ρουχαλάκι τὸ ἄσπρο, ποὺ μᾶς
φόρεσαν τὴν ἡμέρα τῆς βαπτίσεώς μας, ἐρωτῶ τὸν ἑαυτό μου καὶ ὅλους ἐσᾶς, τὸ
κρατήσαμε λευκὸ καὶ καθαρό; Ἄχ, ἀδελφοί μου, δὲν τὸ κρατήσαμε καθαρό. Ἀφήσαμε
τὴν ἁμαρτία καὶ τὸν διάβολο νὰ μᾶς τὸ λερώσῃ. Ἀφήσαμε τὸν κόσμο νὰ μᾶς τὸ
κομματιάσῃ.
Κάθε φορὰ ποὺ ἐσὺ ὁ νέος αὐθαδιάζεις μπροστὰ στὴ μάνα καὶ
τὸν πατέρα σου κ᾽ ἐσὺ ἡ νέα γιὰ «τριάκοντα ἀργύρια» πουλᾷς τὸν ἀτίμητο θησαυρό
σου, σχίζεις τὸν ἄρραφο χιτῶνα τοῦ Χριστοῦ. Ἐσὺ ἡ γυναίκα ποὺ ἀτιμάζεις τὸν
ἄντρα σου κ᾿ ἐσὺ ὁ ἄντρας ποὺ ντροπιάζεις τὸ ὄνομα τῆς οἰκογενείας σου, καὶ
κάθε ἁμαρτωλός, σχίζετε τὸ χιτῶνα τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν σὲ βλέπει ὁ ἄγγελός σου -ἂς
μὴν πιστεύουν οἱ ἄπιστοι-νὰ βουτᾷς μέσ᾿ στὶς ἀκαθαρσίες τὸ ἔνδυμα τοῦ Χριστοῦ,
λέει· «Διεμερίσαντο», Χριστέ, «τὰ ἱμάτιά σου ἑαυτοῖς καὶ ἐπὶ τὸν ἱματισμόν σου
ἔβαλον κλῆρον».
Ἀδελφοί μου! Ἂς κλίνουμε μὲ ταπείνωσι τὰ γόνατά μας ἐμπρὸς
στὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό. Νὰ τὸν παρακαλέσουμε νὰ μᾶς συγχωρήσῃ, καὶ νὰ μᾶς
βοηθήσῃ νὰ ξεντυθοῦμε τὸν «παλαιὸν ἄνθρωπον τὸν φθειρόμενον κατὰ τὰς ἐπιθυμίας
τῆς ἀπάτης», νὰ ἐνδυθοῦμε τὸν «καινὸν ἄνθρωπον τὸν κατὰ Θεὸν κτισθέντα» (Ἐφ.
4,22-24), καὶ νὰ πορευθοῦμε πρὸς αὐτόν.
Βοήθησέ μας, Κύριε, σὺ ποὺ εἶσαι ὁ Θεὸς ὁ «ἀναβαλλόμενος
φῶς ὡς ἱμάτιον» (Ψαλμ. 103,2) .Σύ, ποὺ ντύνεις τὴ γῆ μὲ τὰ ὡραιότερα λουλούδια.
Σύ, ποὺ κοσμεῖς τὸν οὐρανὸ μὲ τὰ ἄστρα. Σὺ πού, ἐνῷ δὲν ἔχεις ἀνάγκη ἀπὸ ροῦχα
ἀνθρώπινα, ὅταν ἦρθες ἐδῶ στὴ γῆ ὡς ἄνθρωπος, ὑπέστης πρὸς χάριν μας τὴν πιὸ
μεγάλη ἀτίμωσι, παρουσιάστηκες γυμνὸς κατάγυμνος, ὅπως σὲ γέννησε ἡ Παναγία
μητέρα σου, μπροστὰ στὸν κόσμο. Ἔγινες αἰσχύνη καὶ ντροπὴ ἐνώπιον ὅλου τοῦ
κόσμου. Γυμνώθηκες, γιὰ νὰ μᾶς ντύσῃς. Γυμνώθηκες, γιὰ νὰ μᾶς κάνῃς ἀγγέλους.
Κ᾿ ἐμεῖς, ἀντὶ νὰ γίνουμε ἄγγελοι, κυλιόμαστε μέσα στὸ βόρβορο τῆς ἁμαρτίας. Ὦ
Κύριε, ἐλέησε καὶ σῶσε μας ὅταν ἔρθῃς νὰ μᾶς κρίνῃς «ἐν τῇ δόξῃ» σου «μετὰ
πάντων τῶν ἁγίων» σου (Ματθ. 25,31. Λουκ. 9,26. Α΄ Θεσ. 3,13)· Ἀμήν.