Τό 2003 κυκλοφόρησε ἕνα χαριτωμένο ἁγιορείτικο βιβλίο.
Περιέχει διδακτικές διηγήσεις, περιστατικά καί ἱστορίες ἀπό τήν ζωή παλαιτέρων
καί νεωτέρων Πατέρων τοῦ Ἄθωνος. Τιτλοφορεῖται: " Ἁγιορείτικα ἀνέκδοτα καί διηγήσεις
καί ὄχι μόνο...".
Συγγραφεύς φέρεται ὁ μοναχός Νικάνωρ Καυσοκαλυβίτης.
Τά διηγήματά του γραμμένα μέ ἁπλῆ καί κατανοητή γλῶσσα, εἶναι διδακτικά καί ὠφέλιμα γιά κάθε καλοπροαίρετο ἀναγνώστη.
Ἀνάμεσα σ᾿ αὐτά τά περιστατικά εὑρῆκα καί τήν ζωή τοῦ π Νεκταρίου Γρηγοριάτου μοναχοῦ, ἡ ὁποία λόγῳ τῆς μεγάλης ὠφελείας πού θά προσφέρη, σκέφθηκα νά τήν καταχωρήσω ἐδῶ σ᾿ αὐτό τό Γρηγοριάτικο Γεροντικό, ἐφ᾿ ὅσον κι αὐτός συγκαταλέγεται στήν χορεία τῶν παλαιοτέρων Γρηγοριατῶν πατέρων.
Παρουσιάζω τήν περιπετειώδη βιογραφία του, χωρίς ν᾿ ἀλλοιώσω τά ἱστορικά της στοιχεῖα, ἐνῶ ἡ σύνταξις τοῦ κειμένου θά φέρη τόν προσωπικό χαρακτῆρα τοῦ γράφοντος.
Στήν ἱερά Μονή τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου μετέβη, πρίν ἀπό 100
χρόνια, κάποιος νέος νά μονάσει...
Ἀσφαλῶς τότε ἡγούμενος ἦτο ὁ ἱκανώτατος Γέροντας ἀρχιμ. π.Συμεών Ἀγγελίδης, ὁ ἐκ Τριπόλεως Πελοποννήσου, ὁ ὁποῖος ἐχρημάτισε ἡγούμενος ἀπό τό 1860 μέχρι τό 1906. Γεννήθηκε ὁ μοναχός αὐτός, ἄγνωστο πότε, στήν Πάτρα καί τό βαπτιστικό του ὄνομα ἦτο Νικόλαος.
Σύμφωνα μέ τήν τάξι τοῦ Ἁγίου Ὄρους, δοκιμάσθηκε ἐπί μία τριετία καί μετά ἐκάρη μεγαλόσχημος μοναχός ὀνομασθείς Νεκτάριος. Τήν ἐποχή ἐκείνη, λόγῳ πτωχείας, ἴσως εἶχε εὐλογία κάθε μοναχός, ἀκόμη καί κοινοβιάτης, νά ἀσχολῆται μέ κάποιο ἐργόχειρο γιά τά πρός τό ζῆν ἀναγκαῖα.
Ἴσως ὁ μοναχός Νεκτάριος νά ζοῦσε ἐκτός τῆς Μονῆς σάν ἐξαρτηματικός καί ἠσχολεῖτο μέ κάποιο ἐργόχειρο γιά νά καλύπτη τά ἀπολύτως ἀναγκαῖα τῆς ζωῆς του.
Ἤθελε, λοιπόν, ν᾿ ἀγοράση παπούτσια καί μερικά ἄλλα
προσωπικά του ἀντικείμενα. Ζήτησε εὐλογία ἀπό τόν Γέροντά του νά πάη στήν
Θεσσαλονίκη γιά νά πωλήση τό ἐργόχειρό του. Δέν μᾶς εἶναι γνωστό τί
κατεσκεύαζε. Ὁ Γέροντάς του τοῦ ἀπήντησε:
-Δέν πρέπει νά βγῆς, ἔξω π. Νεκτάριε. Εἶσαι νέος μοναχός καί ἴσως κινδυνεύσης.
-Γέροντα, θά πάω νά πωλήσω τά ἐργόχειρό μου καί νά ψωνίσω ὅ, τι προσωπικό μου χρειάζομαι καί νά ἐπιστρέψω.
Ὁ Γέροντας ὅμως δέν εὐλογοῦσε τήν ἔξοδό του, ἀλλά καί ὁ μοναχός δέν παραιτεῖτο ἀπό τό θέλημά του. Τελικά ὑπεχώρησε ὁ Γέροντάς του καί τοῦ εἶπε:
-Πήγαινε, ἀλλά δέν θά καθυστερήσης περισσότερο ἀπό τρεῖς ἡμέρες. Δηλαδή δύο ἡμέρες τό ταξίδι σου καί μία ἡμέρα γιά τά ψώνια σου.
Ἔφυγε ὁ π. Νεκτάριος κι ἔφθασε στήν Θεσσαλονίκη. Ἐνῶ ἐβάδιζε κοντά στόν Βαρδάρη, ὕψωσε τό βλέμμα του σ᾿ ἕνα μπαλκόνι καί εἶδε μία κοπέλλα νά τινάζη τίς κουβέρτες.
Ἀλλά καί ἡ κοπέλλα τόν εἶδε καί ἐπίμονα μέ τό βλέμμα της τόν περιεργαζόταν.
Αὐτός ἐνόμισε ὅτι ἡ κοπέλλα τόν ἐκύτταξε μέ πονηρό λογισμό. Ἀπό ἐκείνη τήν στιγμή μπῆκε μέσα του ὁ πειρασμός.
Τήν ἑπομένη ἡμέρα ξαναπέρασε πάλι ἀπό ἐκεῖ μήπως καί τήν ἰδῆ. Τό ἴδιο ἔκανε καί τίς ὑπόλοιπες ἡμέρες.
Οἱ λογισμοί του νά ἐγκαταλείψη τόν μοναχικό του Σχῆμα γιά
νά κερδίση τήν κοπέλλα, φούντωσαν μέσα του. Δέν χάνει καιρό καί θέτει σέ
ἐφαρμογή τό σατανικό αὐτό σχέδιο.
Κάποιο ἀπόγευμα ἔβγαλε τά ράσα του, ἔκοψε τά γένεια του καί συνέχισε σάν λαϊκός πλέον τώρα νά συχνάζη σ᾿ ἐκείνη τήν ἑστία τοῦ πειρασμοῦ. Δέν ἄργησε νά προχωρήση καί σέ ἄλλα μέτρα γιά νά μή χάση...τό δόλωμα, πού ὁ διάβολος τοῦ εἶχε βάλει μπροστά του.
Ἐνοίκιασε δωμάτιο κοντά σ᾿ αὐτή τήν γειτονιά καί ἐν συνεχείᾳ ἔψαχνε νά βρῆ δουλειά. Γνωρίσθηκε μέ κάποιον, ὁ ὁποῖος καί τόν πῆρε στήν δουλειά του. Μία ἡμέρα εἶπε σ᾿ αὐτόν πού ἦταν ἀφεντικό του στήν δουλειά:
-Αὐτή η κοπέλλα πού μένει ἀπέναντί μας, τήν ἔχω συμπαθήσει καί θέλω νά τήν κάνω γυναῖκα μου.
-Τί λές βρέ Νῖκο; Εἶναι ἀλήθεια; Ξέρεις αὐτή ἡ κοπέλλα
εἶναι ἀδελφή ἑνός πολύ καλοῦ φίλου μου. Θά κάνω τό πᾶν νά σέ γνωρίσω μαζί του.
Πράγματι γνωρίσθηκε ὁ Νικόλαος μέ τόν ἀδελφό τῆς κοπέλλας καί ἕνα βράδυ ἐπῆγαν μαζί στό σπίτι της. Τούς ὑποδέχθηκε ἡ μητέρα τῆς κοπέλλας καί τούς προσέφερε ἕνα κέρασμα.
Ἐπῆγε καί πάλι καί πάλι ὁ Νικόλαος στό σπίτι τῆς κοπέλλας. Τότε εἶπε ὁ φίλος του στόν ἀδελφό τῆς κοπέλλας:
Πράγματι γνωρίσθηκε ὁ Νικόλαος μέ τόν ἀδελφό τῆς κοπέλλας καί ἕνα βράδυ ἐπῆγαν μαζί στό σπίτι της. Τούς ὑποδέχθηκε ἡ μητέρα τῆς κοπέλλας καί τούς προσέφερε ἕνα κέρασμα.
Ἐπῆγε καί πάλι καί πάλι ὁ Νικόλαος στό σπίτι τῆς κοπέλλας. Τότε εἶπε ὁ φίλος του στόν ἀδελφό τῆς κοπέλλας:
-Ὁ νεαρός Νικόλαος πού ἐγνώρισες ἔχει ἐρωτευθῆ τήν ἀδελφή σου καί θέλει νά τήν κάνη γυναῖκα του.
-Ἀλήθεια, λές βρέ Γιῶργο;
-Ναί, εἶναι σοβαρός ἄνθρωπος.
-Τό βλέπω κι ἐγώ ὅτι εἶναι σοβαρός. Θά τό εἰπῶ στήν μητέρα
μου.
Ἡ μητέρα του, ὅταν ἔμαθε τό νέο αὐτό, ἀπόρησε καί τόν ἐρώτησε:
-- Βρέ παιδί μου, αὐτός δέν εἶναι ἀπ᾿ ἐδῶ, εἶναι ἀπό τήν Πάτρα. Πῶς θά δεχθῆ νά φτιάξη οἰκογένεια μακριά ἀπό τούς ἰδικούς του συγγενεῖς;
Τελικά συζήτησαν τό θέμα ὅλοι μαζί καί οἱ γονεῖς τους. Ἡ κοπέλλα τούς εἶπε:
-Ἐγώ, μητέρα, δέν ἔχω σκοπό νά παντρευτῶ ἀκόμη. Τελικά ἡ κοπέλλα δέχθηκε τίς πιεστικές προτάσεις τῶν γονέων της καί ὑποσχέθηκε νά ὑπαντρευθῆ. Ἔτσι μία ἡμέρα ἔγιναν οἱ γάμοι τοῦ Νικολάου καί τῆς Ὄλγας. Γρήγορα ἀπέκτησαν καί τό πρῶτο τους παιδί.
Ἡ μητέρα του, ὅταν ἔμαθε τό νέο αὐτό, ἀπόρησε καί τόν ἐρώτησε:
-- Βρέ παιδί μου, αὐτός δέν εἶναι ἀπ᾿ ἐδῶ, εἶναι ἀπό τήν Πάτρα. Πῶς θά δεχθῆ νά φτιάξη οἰκογένεια μακριά ἀπό τούς ἰδικούς του συγγενεῖς;
Τελικά συζήτησαν τό θέμα ὅλοι μαζί καί οἱ γονεῖς τους. Ἡ κοπέλλα τούς εἶπε:
-Ἐγώ, μητέρα, δέν ἔχω σκοπό νά παντρευτῶ ἀκόμη. Τελικά ἡ κοπέλλα δέχθηκε τίς πιεστικές προτάσεις τῶν γονέων της καί ὑποσχέθηκε νά ὑπαντρευθῆ. Ἔτσι μία ἡμέρα ἔγιναν οἱ γάμοι τοῦ Νικολάου καί τῆς Ὄλγας. Γρήγορα ἀπέκτησαν καί τό πρῶτο τους παιδί.
Στό Μοναστήρι οἱ Πατέρες περίμεναν τόν μοναχό Νεκτάριο, ἀλλά ἀκόμη δέν φαινόταν πουθενά...Ὁ Ἡγούμενος καί ὅλοι οἱ Πατέρες ἔμαθαν γιά τά ...κατορθώματά του καί ἔκαναν προσευχή. Παρακαλοῦσαν τόν Θεό νά τόν συγχωρήση καί νά λάβη τήν ἀπόφασι νά ἐπιστρέψη.
Ὁ μοναχός Νικόλαος συνέχιζε κανονικά τήν κοσμική του ζωή, μή μεριμνῶντας γιά τίποτε ἄλλο παρά μόνο γιά τήν οἰκογένειά του, τό παιδί του καί καί τίς δουλειές του. Κάθε ἀνάμνησι γιά τό παρελθόν τήν ἀπέφευγε διότι τόν ἐμπόδιζε στήν ἀπόλαυσι τῆς κοσμικῆς του ζωῆς.
Κάποια ἡμέρα, περίοδος καλοκαιριοῦ, ἐπῆγε μέ τό παιδί του, ἡλικίας τότε ὀκτώ ἐτῶν, στήν παραλία γιά νά κάνουν τό μπάνιο τους. Μετά τό λούσιμο στήν θάλασσα, βγῆκε ἔξω νά παίξη τόπι μέ τόν παιδάκι του. Σέ μιά στιγμή τοῦ εἶπε τό παιδί του:
-Μπαμπᾶ, τί εἶναι αὐτό τό μαῦρο πανί πού ἔχεις ἐπάνω σου;
-Δέν φορῶ κάποιο μαῦρο πανί ἐπάνω μου, παιδί μου! Δέν βλέπεις ὅτι εἶμαι μόνο μέ τό "μαγιώ";
-Ἐγώ βλέπω νά φορῆς ἕνα μαῦρο πανί μέ κόκκινα γράμματα καί
μέ κόκκινο σταυρό στό στῆθος σου.
Ἐδῶ ὁ Θεός ἄκουσε τίς προσευχές τοῦ Γεροντός του καί τῶν
Ἀδελφῶν τῆς Μονῆς του καί ἔδωσε τήν δυνατότητα στό παιδάκι του νά ἰδῆ μέ τά
νοερά καθαρά του μάτια τό ὑπερφυσικό αὐτό φαινόμενο. Εἶδε νά ἔχει ἐνδυθῆ ὁ
πατέρας του μέ τό Ἀγγελικό Σχῆμα. Αὐτό σημαίνει ὅτι τό Σχῆμα τοῦ μοναχοῦ
ἀποτυπώνεται σάν σφραγίδα στό στῆθος καί στήν ζωή τοῦ μοναχοῦ.
Ἔτσι, κι ἄν ἀκόμη ὁ μοναχός ἀρνηθῆ τό Σχῆμα του, τό Σχῆμα ὅμως δέν τόν ἀρνεῖται. Τόν ἀκολουθεῖ καί αὐτός ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ θά σταθῆ καί θά κριθῆ σάν μοναχός Μεγαλόσχημος.
Ὁ πατέρας του κατάλαβε ἀμέσως τί τοῦ ἔλεγε τό παιδί του. Σκέφθηκε καί μονολόγισε μόνος του: "Ἀκόμη μέ θυμᾶται καί μ᾿ ἀγαπᾶ ὁ Θεός! Μετά εἶπε στό παιδί του:
-Φεύγουμε. Ἑτοιμάσου νά πᾶμε στό σπίτι μας.
Ἔφθασαν στό σπίτι, ἀλλά ὁ Νικόλαος, ὅπως ἦτο στενοχωρημένος, φαινόταν ἀγνώριστος ἀπό τήν γυναῖκα του.
-Τί ἔχεις, βρέ Νῖκο, γιατί εἶσαι τόσο στενοχωρημένος; Ἄλλη φορά ἦσουν πάντα χαρούμενος καί γελαστός. Κάτι σοβαρό σοῦ συμβαίνει. Θέλω νά μοῦ τό εἰπῆς.
-Ἑτοίμασε νά φᾶμε καί μετά θά σοῦ εἰπῶ τά πάντα μέ
εἰλικρίνεια.
Μετά τό φαγητό, ἔβαλαν τό παιδί νά κοιμηθῆ καί τότε ὁ Νικόλαος τῆς ἀπεκάλυψε γιά πρώτη φορά στήν γυναῖκα του τά ἑξῆς:
Μετά τό φαγητό, ἔβαλαν τό παιδί νά κοιμηθῆ καί τότε ὁ Νικόλαος τῆς ἀπεκάλυψε γιά πρώτη φορά στήν γυναῖκα του τά ἑξῆς:
-Ἄκουσέ με, Ὄλγα. Ἐγώ, πρίν σέ γνωρίσω καί σέ ζητήσω γιά γάμο ἤμουν μοναχός στό Ἅγιον Ὄρος. Ἦλθα γιά δουλειές μου στήν Θεσσαλονίκη. Σέ εἶδα, σέ ἐρωτεύθηκα. Πέταξα τά ράσα μου καί τό Σχῆμα μου, ἐγκατέλειψα τίς καλογερικές μου ὑποχρεώσεις καί τό μοναστήρι μου γιά νά πάρω ἐσένα. Σήμερα τό παιδί μας, μέ θεία νεῦσι, εἶδε ἐπάνω στό στῆθος μου τό Ἀγγελικό μου Σχῆμα, τό ὁποῖον καί κατερύπωσα μέ αὐτή τήν ἄσωτη ζωή μου..
-Τί εἶναι αὐτά πού λέγεις, βρέ Νῖκο; Ἄν εἶναι ἀλήθεια αὐτά πού μοῦ λέγεις, τότε εἶσαι δολοφόνος...Κατέστρεψες τρία σπίτια: Τό δικό μας, τῆς μητέρας μου καί ἐπρόσβαλλες τό μοναστήρι σου καί τό Ἅγιο Σχῆμα σου...Σήκω καί φῦγε ἀμέσως...
Καί τά δάκρυά της ἐπήγαιναν ποτάμι. Ἦτο ἄνθρωπος τῆς ἐκκλησίας..
-Θά φύγω τῆς εἶπε αὐτός καί θά γυρίσω στό Μοναστήρι μου. Ἄν μέ κρατήσουν θά μείνω γιά πάντα ἐκεῖ καί ἐκεῖ θά πεθάνω. Ἐάν δέν μέ κρατήσουν, θά σκεφθῶ ποῦ θά πάω..
-Φῦγε, ἀμέσως γιά τό μοναστήρι σου. Μή σκέπτεσαι ἐμένα καί τό παιδί μας. Θά φροντίση γιά ἐμᾶς ὁ Θεός. Φῦγε γιά νά μή καταδικασθῆς αἰώνια. Ὅσο καθυστερῆς στόν κόσμο, τόσο παροργίζεις τόν Πανάγαθο Θεό μας. Ἐάν κάνης ἔτσι καί μετανοήσης εἰλικρινά θά σέ συγχωρέση ὁ Θεός καί θά σέ σώση...
-Σέ παρακαλῶ, τῆς εἶπε, μήν εἰπῆς τίποτε στό παιδί μας.
Ὅταν μεγαλώση θά μάθη ἀπό σένα ποιός εἶναι καί ποῦ εἶναι ὁ πατέρας του...
Πράγματι, ἔφθασε στό μοναστήρι του συντετριμμένος σάν τόν ἄσωτο υἱό ὁ Νεκτάριος. Μόλις τόν εἶδε ὁ Γέροντάς του, τόν γνώρισε, τόν ἀγκάλιασε καί τόν ἔφερε μέσα στό Μοναστήρι.
Πράγματι, ἔφθασε στό μοναστήρι του συντετριμμένος σάν τόν ἄσωτο υἱό ὁ Νεκτάριος. Μόλις τόν εἶδε ὁ Γέροντάς του, τόν γνώρισε, τόν ἀγκάλιασε καί τόν ἔφερε μέσα στό Μοναστήρι.
Ὁ Νεκτάριος ἔπεσε στά πόδια του καί μέ στεναγμούς
παρακαλοῦσε καί τοῦ ἔλεγε:
-Γέροντά μου, συγχώρεσέ με. Εἶμαι ὁ δεύτερος ἄσωτος γυιός. Δέν εἶμαι ἄξιος νά στέκομαι μπροστά σου. Κατεμόλυνα τό Σχῆμα μου, τό ὁποῖο ἀπό τά χέρια σου ἔλαβα. Δέν ἔχω μάτια νά σ᾿ ἀντικρύσω. Δέξαι με ὄχι σάν δοῦλο σου, ὄχι σάν γυιό σου, ἀλλά σάν τό σκουλήκι καί τό σκουπίδι τῆς γῆς.
Ἐν τῶ μεταξύ ἦλθαν κι οἱ ἄλλοι Ἀδελφοί καί Πατέρες.
Ἄλλοι ἔκλαιγαν καί ἄλλοι ἐχαίροντο γιά τήν ἐπιστροφή του. Σηκώθηκε ὁ Γέροντάς τους, παπᾶ Συμεών, τόν ἀγκάλιασε καί πήγανε μαζί στό Ἀρχονταρίκι. Ἐκεῖ τοῦ ἐξωμολογήθηκε ὁ Νεκτάριος ὅλα τά παθήματά του. Καί ὁ Γέροντάς του τοῦ εἶπε:
-Παιδί μου, ὅλοι ἐμεῖς, ἐγώ ὁ Γέροντάς σου καί οἰ Ἀδελφοί
σου σέ δεχόμεθα καί πάλι στό μοναστήρι. Ὅμως θά πᾶς νά μείνης στήν σπηλιά τοῦ
Ὁσίου Γρηγορίου, τοῦ Κτίτορος τῆς Μονῆς μας.
Ὁ Νεκτάριος δέχθηκε τήν ἐντολή τοῦ π. Συμεών καί τόν εὐχαρίστησε διότι τόν δέχθηκαν καί πάλι στό μοναστήρι.
Ὁ Νεκτάριος δέχθηκε τήν ἐντολή τοῦ π. Συμεών καί τόν εὐχαρίστησε διότι τόν δέχθηκαν καί πάλι στό μοναστήρι.
Ὁ Γέροντάς του τοῦ ἔδωσε μία φραντζόλα ψωμί καί νερό καί
τόν ἐπῆγε ὁ ἴδιος νά τόν ἐγκαταστήση μέσα στήν σπηλιά. Ἐκεῖ ἐπέρασε ὁ Νεκτάριος
ἕνα μῆνα μ᾿ αὐτό τό ψωμί. Ὅταν πεινοῦσε ἔτρωγε καί λίγα χόρτα, ἀπ᾿ αὐτά πού
φύτρωναν ἔξω ἐκεῖ στά κηπάρια τοῦ Καθίσματος τῆς Παναγίας. Εἶχε βέβαια πολύ
ἀδυνατίσει.
Μετά ἀπό ἕνα μῆνα τόν ἐπισκέφθηκε καί πάλι ὁ Γέροντάς του
καί τοῦ ἔφερε νερό καί ψωμί. Τόν ἐρώτησε:
-Πῶς εἶσαι, πάτερ Νεκτάριε;
-Καλά μέ τίς εὐχές σας, Γέροντα. Δόξα σοι ὁ Θεός, πολύ
καλά.
-Θά ἔλθη καιρός νά κατέβης καί κάτω στό Μοναστήρι μας,
ἀλλά ὄχι τώρα. Τώρα μόνο ἐσύ θά κάνης νηστεία, ἀγρυπνία καί προσευχή γιά νά
δεχθῆ τήν μετάνοιά σου ὁ Θεός.
Μετά ἀπό ἀρκετό καιρό τοῦ μετέφερε ὁ Γέροντάς του μέσα σέ
μία στάμνα βρεγμένα ὄσπρια. Τοῦ εἶπε:
-Πάρε αὐτή τήν στάμνα μέ τά ὄσπρια, ὅσα εἶναι μέσα. Θά
βάζης τό χέρι σου μόνο μία φορά τήν ἡμέρα καί ὅσα βγάζης, θά τά τρῶς. Πάρε κι
αὐτά τά δύο πρόσφορα καί τό νερό σου.
Ἦλθε καιρός καί πέθανε ὁ παπᾶ Συμεών καί τόν διαδέχθηκε ὁ
παπᾶ Ἰάκωβος. Συνέχιζε κι αὐτός νά τοῦ πηγαίνη τρόφιμα καό νερό, ὅπως ὁ
προηγούμενος.
Μέ τίς προσευχές καί τά δάκρυα καθαρίσθηκε ἡ ψυχή τοῦ π. Νεκταρίου. Ἤδη εἶχε φθάσει καί 75 ἐτῶν.
Μέ τίς προσευχές καί τά δάκρυα καθαρίσθηκε ἡ ψυχή τοῦ π. Νεκταρίου. Ἤδη εἶχε φθάσει καί 75 ἐτῶν.
Μία ἡμέρα τόν ἐρώτησε ὁ Ἡγούμενος:
-Πῶς πᾶς, Ἀδελφέ;
-Καλά, δόξα σοι ὁ Θεός, Γέροντα. Καί ἄρχισε νά κλαίη
ἀσταμάτητα. Μόλις ἡσύχασε λίγο, εἶπε στόν Γέροντά του:
-Γέροντα, ἔρχεται ἕνα πουλάκι καί μοῦ κάνει παρέα.
-Γέροντα, ἔρχεται ἕνα πουλάκι καί μοῦ κάνει παρέα.
Ὁ Γέροντας κατάλαβε ὅτι ἦτο τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἀλλά τόν ρώτησε:
--Τί πουλάκι εἶναι αὐτό, Νεκτάριε;
-Νά, εἶναι ἕνα ἄσπρο καί ὡραῖο πουλάκι. Ἔρχεται καί μέ κυτάει. Μοῦ κάνει παρέα καί μετά ἀπό λίγο φεύγει καί πάλι ἔρχεται.
-Καλά, παιδί μου, συνέχισε τήν προσευχή σου.
Τελικά ὁ π. Νεκτάριος ἔφθασε στήν ἡλικία τῶν 80 ἐτῶν.
Μία ἡμέρα τόν ἐπισκέφθηκε καί πάλι ὁ Γέροντάς του καί τόν ρώτησε:
Μία ἡμέρα τόν ἐπισκέφθηκε καί πάλι ὁ Γέροντάς του καί τόν ρώτησε:
-Πῶς πᾶς, Ἀδελφέ Νεκτάριε;
-Καλά, Γέροντα. Νά τό πουλάκι ἦλθε καί πάλι πολύ κοντά
μου. Ἅπλωσα τό χέρι μου νά τό πιάσω, ἀλλά αὐτό μ᾿ ἕνα πήδημα μπῆκε μέσα στό
στόμα μου καί ἀπό τότε πάλι δέν ἔρχεται. Τώρα πῶς θά τό βγάλω ἀπό μέσα μου; Καί
ἄρχισε να κλαίη.
-Δέν πειράζει. Μήν ἀνησυχῆς, Νεκτάριε. Τώρα εἶναι καιρός
νά γυρίσης στό μοναστήρι μας. Θά μένης στό γηροκομεῖο καί θά σ᾿ ἔχουμε κοντά
μας.
-Ὄχι, τοῦ εἶπε ὁ π. Νεκτάριος. Καλά εἶμαι ἐδῶ. Ἄφησέ με νά πεθάνω ἐδῶ στήν σπηλιά σέ παρακαλῶ.
-Ὄχι, τοῦ εἶπε ὁ π. Νεκτάριος. Καλά εἶμαι ἐδῶ. Ἄφησέ με νά πεθάνω ἐδῶ στήν σπηλιά σέ παρακαλῶ.
-Ὄχι, τοῦ εἶπε ὁ Γέροντάς του, πρέπει νά κάνης ὑπακοή καί
νά κατέβης στήν Μονή.
-Καί ἀφοῦ ἦτο θέμα ὑπακοῆς, κατέβηκε μαζί του στήν Μονή ὁ π. Νεκτάριος καί ἔμενε πλέον στό γηροκομεῖο.
-Καί ἀφοῦ ἦτο θέμα ὑπακοῆς, κατέβηκε μαζί του στήν Μονή ὁ π. Νεκτάριος καί ἔμενε πλέον στό γηροκομεῖο.
Σέ ἡλικία 85 ἐτῶν ἐκοιμήθη ἐν Κυρίω. Ἔκαμαν τήν κηδεία του καί στά τρία χρόνια ἔβγαλαν τά ὀστᾶ του. Τί τό ἐξαίσιο καί θαυμάσιο; Τά ὀστᾶ του εὐωδίαζαν. Ἀπ᾿ αὐτό ἀντιλαμβάνεται ὁ καθένας τί καρπούς πνευματικούς ἠμπορεῖ νά φέρη ἡ ὑπακοή καί ἡ μετάνοια.
Δόξα στόν Πανοικτίρμονα Θεό μας, ὁ Ὁποῖος δέχθηκε τήν μετάνοια τοῦ μοναχοῦ Νεκταρίου καί τόν ἐπανέφερε ὄχι μόνο στήν μοναχική τάξι, στήν ὁποία εὑρισκόταν καί παλαιότερα, ἀλλά καί τόν ἀρίθμησε μεταξύ τῶν χορῶν τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας.
Αἰωνία ἡ μνήμη τοῦ ὁσίου γέροντος Νεκταρίου, ὁ ὁποῖος ἀνῆλθε ἐξ ἅδου κατωτάτου καί μᾶς ἄφησε σάν πνευματική κληρονομία τό ὑπέροχο παράδειγμα τῆς συνεχοῦς μέχρι θανάτου μετανοίας του.
Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ πρεσβείαις πάντων τῶν Ὁσίων Γεροντάδων μας καί τοῦ ἁγίου Γέροντός μας π. Γεωργίου ἀξίωσον καί ἡμᾶς τῆς αἰωνίου μακαριότητος. Ἀμήν.
Μοναχός Νεκτάριος Γρηγοριάτης.
Μοναχοῦ Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου
Ἱερά Μονή Ὁσίου
Γρηγορίου
Ἅγιον Ὅρος Ἄθω 2005
http://agapienxristou.blogspot.ca