Αυτά που συνέβησαν τότε με τα παραχωμένα κάρβουνα του
Παπαφλέσσα συμβαίνουν σήμερα με τα πετρελαϊκά κοιτάσματα που είναι παραχωμένα
μέσα στα γεωλογικά αντίκλινα στην υποθαλάσσια περιοχή του Αιγαίου. Με την μόνη διαφορά ότι στο Αιγαίο τα παράχωσε ο Θεός και
τ’ άφησε κληρονομιά για εμάς τους Έλληνες.
Και το διεθνές δίκαιο ως αναφορά την υφαλοκρηπίδα
ταυτίζεται με τις ελληνικές θέσεις και προασπίζει την περιουσία του ελληνικού
λαού.
Ο Τούρκος ήταν ανέκαθεν άρπαγας και ως τέτοιος χρειάζεται
τον μάστορά του «ένας τέτοιος μάστορας ήταν και Παπαφλέσσας».
---------------------------
Ο Παπαφλέσσας πέρασε χωρίς να χάσει καιρό, στο μοναστήρι
της Ρεκίτσας, (Αρκαδικός Ταΰγετος) που βρίσκεται ανάμεσα στη Λακεδαιμονα και
στη Μεγαλόπολη, τις επαρχίες τότε Μυστρά και Λιονταριού. Έκανε τώρα τον ψόφιο,
τον άγιο Ονούφριο.
Μα που να τον
αφήσουν! Αν στο μοναστήρι της βελανιδιάς ήταν οι πειρασμοί, εδώ βρήκε το
Χουσεΐν αγά σερνταρη. Ο βαθύπλουτος τούτος τούρκος, μεγάλος τσιφλικούχος του
Λιονταριού, ήτανε πολύ κακός γείτονας με το μοναστήρι της Ρεκίτσας.
Εκεί που τα κτήματα
του συνορεύανε με του μοναστηριού τα ειχε αφήσει λιβάδια, για
να μπορεί κάθε χρόνο να μετατοπίζει τα όρια τους προς το μέρος των
μοναστηριακών και να τα καταπατεί, με το σκοπό να τα κανει, σιγά-σιγά δικα του.
Οι πατέρες είχαν
καθημερινές φιλονικίες μαζί του και η διαφορά, μπροστά στους τούρκους δικαστές
τώρα, έμελλε να έχει επίφοβη τύχη. Η
λύσσα του Παπαφλέσσα για δράση βρήκε αντικείμενο.
Κατάστρωσε αμέσως
ένα σχέδιο διαβολικό: όχι μονάχα δεν θα
έπαιρνε ο Χουσεΐν αγάς ούτε μια πήχη γης από το μοναστήρι, μα για τιμωρία, θα
του παίρνανε κι από τα δικά του κτήματα.
Φώναξε τους καλογέρους σε συμβούλιο και τους εξήγησε το
όλο στρατήγημα. Εμείνανε με ανοιχτό το στόμα. Έπρεπε, νύχτα, να σκάψουν τρεις
μεγάλους λάκκους, μέσα στα γειτονικά λιβάδια του Χουσεΐν, σε μέρη που θα τους
έδειχνε αυτός. Και θα τους γεμίζανε με κάρβουνα, θα τους σκεπάζανε καλά και θα
άφηναν από πάνω τη γη να χορταριάσει.
Τότε θα ξαναφέρνανε στη μέση τη διαφορά με τον αγά και θα
υποστηρίζανε με ασάλευτη επιμονή πως πολύ καλά ξέρουν, από τους προκατόχους,
τους μακαρίτες, που ήταν ακριβώς τα όρια των κτημάτων του μοναστηριού.
Εκτελέσανε το πρώτο μέρος το Σεπτέμβρη του 1816. Ανοίξανε
τους λάκκους, βάλανε τα κάρβουνα. Τώρα έπρεπε να περιμένουν. Και άμα χορτάριαζε
η γη θα δημιουργούσανε βαρύ επεισόδιο, για να προκαλέσουνε δικαστικά μέτρα και
μπροστά στον καδή να ανοίξουνε τους λάκκους θεατρικά και να του πούνε: «να τα
όρια που είχαν οι προκάτοχοι μας βάλει! Δε ζητάμε παρά το δίκιο μας!».
Την ερχόμενη άνοιξη, λοιπόν, το Μάρτη του 1817, φωνάξανε
τους ανθρώπους του Χουσεΐν, να βάλουνε τα όρια των λιβαδιών. Οι τούρκοι ,
μπήγοντας τα παλούκια, παίρνανε και τώρα μέσα στα κτήματα του αγά γενναίες
λουρίδες γης του μοναστηριού.
Ο Παπαφλέσσας
έβλεπε από κάποιο παράθυρο.
Άξαφνα, τάχα θηρίο
από το θυμό του, φωνάζει τους δούλους: «σύρτε, μωρέ, να βγάλτε τα παλούκια και
να πείτε σε αυτά τα ζαγάρια – τους τούρκους του Χουσεΐν – να μη ματαζυγώσουν
εδώ, να μην τους κόψω τα ποδάρια!»
οι δούλοι τρέχουνε, ξεφυτεύουνε γρήγορα τα παλούκια,
μπροστά στους τούρκους, που κοιτάζουνε σαστισμένοι και τους ξαναλένε όσα είχαν
ακούσει και με τ’ αυτιά τους. Οι καλόγεροι πάγωσαν. Καλές ήτανε και οι
σκηνοθεσίες μα συλλογιόντανε και τι μπορεί να ακολουθήσει.
Ο Παπαφλέσσας,
ατάραχος όλη τη νύχτα, έγραφε κι έστελνε γράμματα: στα αδέρφια του Ηλία και
Νικήτα, σε ένα-δυο φίλους του, τον Κεφάλα, τον Παναγή Κολοβό και κάμποσους
άλλους, άντρες που δεν ξέρανε φόβο και τους παράγγειλε να κατέβουνε στο
μοναστήρι με τα άρματα τους.
Την άλλη μέρα το πρωί ο Χουσεΐν έφτασε με τριάντα
τούρκους, να γυρέψει λόγο. Ο Παπαφλέσσας δεν τον άφησε να μπει στο μοναστήρι.
«αν έχεις δίκιο, αγά, του είπε, να το γυρέψεις στα δικαστήρια. Τα κτήματα μας
δεν μπορείς να τα πάρεις με το ζόρι». Ο Χουσεΐν έβριζε, φοβέριζε, τέλος έφυγε.
Ο Παπαφλέσσας πήγε στο Μυστρά, είπε τα πάντα στους
προεστούς και γύρεψε βοήθεια. Ανέβηκε ύστερα στην Τρίπολη έδωσε αναφορά στον πασά, κατηγορώντας τον αγά
σαν άρπαγα και ταραξία. Ο βαλής πρόσταξε τους δυο καδήδες του Μυστρά και του
Λιονταριού, να πάνε στους τόπους και να κοιτάξουνε το δίκιο. Άλλο που δεν ήθελε
ο Παπαφλέσσας. Οι καλόγεροι, καλά δασκαλεμένοι, σκίσανε τα ράσα τους μπροστά
στους καδήδες.
Κι επάνω στο μάθημα τους υποστηρίξανε ρητά πως ξέρουνε τα
όρια, πως ήτανε τρεις λάκκοι με κάρβουνα που τους είχαν σκάψει, χρόνια πολλά
τώρα, οι παλιοί. Οι Κάδδηδες προστάξανε να ψάξουν τα κάρβουνα δεν αργήσανε να
βρεθούνε, και η απόφαση βγήκε κατά του αγά.
Ο Χουσεΐν, που παρακολουθούσε αυτά όλα, λύσσαξε από το
θυμό του. Με τα καινούργια όρια έχανε κι από τα χωράφια του, εκτός από το
ρεζίλεμα και την ντροπή που πήρε. (Από το βιβλίο ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΡΑΣΑ. Εκδόσεις αφοι Βλάσση).
Φυσικά στις ημέρες
μας δεν παραχώσανε κάρβουνα αλλά μας παράχωσαν μέσα στα μνημόνια και στη
σκλαβιά τους και αυτό το έκαναν οι τοκογλύφοι για να πάρουν τον ενεργειακό
θησαυρό του Αιγαίου.
Πριν ξεθάψουμε τα κάρβουνα-πετρέλαια του Αιγαίου ήρθε η
ώρα και η στιγμή να ξεθάψουμε τον ηρωισμό των προγόνων μας την ανδρεία τους και
το φιλότιμό τους ώστε να διεκδικήσουμε με θάρρος και τόλμη τα δίκαιά μας στο
Αιγαίο.
Όπως ρεζιλεύτηκε ο Αγάς το ίδιο θα πάθει και ο
σουλτάνος η ιστορία δυστυχώς για τον
σουλτάνο επαναλαμβάνεται.
Όλα αυτά που θέλουν να αρπάξουν οι τούρκοι επιβεβαιώνουν
τον Άγιο Παϊσιο που μίλησε και είπε ότι θα πιαστούμε με τους τούρκους λόγω της
υφαλοκρηπίδας….
ΗΛΙΑΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ Εκπαιδευτικός