Ἱερομόναχος Σάββας
Ἁγιορείτης
Γιά νά λεχθεῖ σωστά
ἡ εὐχή πρέπει σύμφωνα μέ τούς Ἁγίους Πατέρες, νά ὑπάρχει ὑπακοή, γιά νά
βρίσκεται ὁ ἄνθρωπος μέσα στήν Χάρι.
Ἡ εὐχή γιά
νά λεχθεῖ σωστά πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά κάνει ὑπακοή. Ἡ ὑπακοή ὁδηγεῖ στήν
ταπείνωση, ἡ δέ ταπείνωση φέρνει τήν θεία χάρη. Μόνο τότε μπορεῖ νά πεῖ σωστά ὁ
ἄνθρωπος τήν εὐχή.
Ἔλεγε
χαρακτηριστικά ὁ Γέρων Πορφύριος: «Δέν εἶναι δύσκολο νά πεῖτε τήν εὐχή· ἀλλά
δέν μπορεῖτε νά τήν πεῖτε σωστά, γιατί κλωτσάει ὁ παλαιός ἑαυτός σας. Ἄν δέν
μπεῖτε στήν ἀτμόσφαιρα τῆς χάριτος, δέν θά μπορέσετε νά κάνετε τήν εὐχή. Μόλις
ἀκούσετε προσβλητικό λόγο, λυπᾶσθε καί μόλις σᾶς ποῦν καλό λόγο, χαίρεσθε καί
λάμπετε;
Μ’ αὐτό δείχνετε ὅτι δέν εἶστε ἕτοιμοι, δέν ἔχετε τίς
προϋποθέσεις. Γιά νά ἔλθει ἡ θεία χάρις, πρέπει ν’ ἀποκτήσετε τίς προϋποθέσεις,
τήν ἀγάπη καί τήν ταπείνωση, διαφορετικά δημιουργεῖται ἀντίδραση. Γιά νά μπεῖτε
σ’ αὐτή τή «φόρμα», θά ξεκινήσετε ἀπ’ τήν ὑπακοή. Πρέπει πρῶτα νά δοθεῖτε στήν
ὑπακοή, γιά νά ἔλθει ἡ ταπείνωση. Βλέποντας τήν ταπείνωση ὁ Κύριος στέλνει τή
θεία χάρι κι ἔπειτα ἔρχεται μόνη, ἀβίαστα ἡ προσευχή. Ἄν δέν κάνετε ὑπακοή καί
δέν ἔχετε ταπείνωση, ἡ εὐχή δέν ἔρχεται καί ὑπάρχει καί φόβος πλάνης. Νά
ἑτοιμάζεσθε σιγά σιγά, ἁπαλά ἁπαλά καί νά κάνετε τήν εὐχή μέσα στό νοῦ. Ὅ,τι
εἶναι στό νοῦ, εἶναι καί στήν καρδιά».
Ἡ
ταπείνωση πού προέρχεται ἀπό τήν ὑπακοή φέρνει τήν προσευχή. Δέν συμβαίνει τό
ἀντίθετο δηλ. ἡ προσευχή δέν ὁδηγεῖ στήν ὑπακοή ἀλλά ἡ ὑπακοή στήν ἀληθινή
προσευχή. Ἡ ὑπακοή καθιστᾶ τό νοῦ καθαρό ἀπό μέριμνες καί λογισμούς. Ὁ καθαρός
νοῦς μπορεῖ νά προσεύχεται καθαρά. Αὐτή εἶναι ἡ κοινή πατερική θέση. «Θέλεις ν΄
ἀποκτήσεις προσευχή; Θέλεις, ὅταν λές τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ» νά τρέχουν τά
δάκρυα ποτάμι ἀπό τά μάτια σου; Θέλεις νά ζήσεις τή ζωή τῶν ἀγγέλων;
«Εὐλόγησον», «νά ‘ναι εὐλογημένο». Ὑπακοή» διδάσκει, ἀκολουθώντας τούς Ἁγίους
Πατέρας, ὁ μακαριστός σύγχρονος ἁγιασμένος Γέροντας π. Ἐφραίμ Κατουνακιώτης.
Ἡ προσευχή
πού γίνεται μέ ταπείνωση ἑλκύει ἀμέσως τήν θεία χάρη, σύμφωνα ἄλλωστε, μέ τό
Γραφικό: «ὁ Θεός ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δέ δίδωσι χάριν».«Ἡ
προσευχή γίνεται μόνο μέ τό Ἅγιον Πνεῦμα (δίδασκε ὁ Γέροντας). Αὐτό διδάσκει
τήν ψυχή πῶς νά προσεύχεται. «Τό γάρ τί προσευξόμεθα, καθ’ ὅ δεῖ, οὐκ οἴδαμεν,
ἀλλ’ αὐτό τό Πνεῦμα ὑπερεντυγχάνει ὑπέρ ἡμῶν στεναγμοῖς ἀλαλήτοις» (Ρωμ. 8, 26).
Ἐμεῖς δέν
χρειάζεται νά κάνομε καμία προσπάθεια. Ν’ ἀπευθυνόμασθε στόν Θεό μέ ὕφος
ταπεινοῦ δούλου, μέ φωνή παρακλητική καί ἱκετευτική. Τότε ἡ προσευχή μας εἶναι
εὐάρεστη στόν Θεό. Νά στεκόμαστε μέ εὐλάβεια ἐνώπιον τοῦ Ἐσταυρωμένου καί νά
λέμε: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». Αὐτό τά λέει ὅλα. Ὅταν κινηθεῖ γιά
προσευχή ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, στό δευτερόλεπτο τοῦ δευτερολέπτου ἔρχεται ἡ θεία
χάρις. Τότε ὁ ἄνθρωπος γίνεται χαριτωμένος καί βλέπει μέ ἄλλα μάτια τά πάντα.
Τό πᾶν
εἶναι ν’ ἀγαπήσομε τόν Χριστό, τήν προσευχή, τή μελέτη. Παίρνομε ἕνα
ἑκατομμύριο καί τό κόβομε κομματάκια. Τοῦ ἀνθρώπου ἡ προσπάθεια εἶναι τό ἕνα
ἑκατομμυριοστό. Πρίν ἀπ’ τήν προσευχή ἡ ψυχή πρέπει νά προετοιμάζεται μέ
προσευχή. Προσευχή γιά τήν προσευχή.
Σέ ἄλλη
περίπτωση πάλι ὁ Γέροντας ἔλεγε: ««Πῶς ἔρχεται ἡ Θεία Χάρις; Μέ τήν ταπείνωση
καί τήν προσευχή. Ἀλλά ἡ προσευχή μας πρέπει νά εἶναι δυνατή καί ζωντανή. Ὅταν
προσευχώμαστε μέ πίστη καί ὑπομονή, πάντοτε ἔχουμε ἀποτελέσματα».
Ἡ προσευχή
πρέπει νά γίνεται μέ ὕφος ταπεινό καί φωνή παρακλητική. Ὅταν παρουσιαζόμαστε
μπροστά στόν Θεό πρέπει νά παρουσιαζόμαστε σάν τόν κατάδικο στό δικαστήριο, σάν
τό μυρμήγκι· σάν τόν ἐλεεινότερο καί ἀθλιώτερο ὅλων τῶν ἀνθρώπων καί τῶν
δαιμόνων καί τῶν κτισμάτων. Ἔλεγε ὁ Γέροντας: «Ὅταν παιδί μου, ἀπευθυνόμεθα στό
Θεό, δέν παίρνουμε ὕφος στράτιωτικοῦ, πού διατάσσει τά φανταράκια. Ἀλλά ὕφος
ταπεινοῦ δούλου καί φωνή ἱκετευτική καί πολύ παρακλητική. Μόνο αὐτή ἡ φωνή
φθάνει στό θρόνο τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος σάν φιλόστοργος Πατέρας πού εἶναι,
ἱκανοποιεῖ τό αἴτημά μας καί «ἀντικαταπέμπει ἡμῖν τήν θείαν χάριν καί τήν
δωρεάν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος!»». (Στό βιβλίο Ἀν. Καλλιάτσου, Ὁ πατήρ Πορφύριος.
Ἀθῆναι 2000, σελ. 205).
Οἱ προσευχές μας δέν εἰσακούονται, ἐπεσήμαινε, ὅταν δέν
ἀγαπᾶμε τόν πλησίον μας ὅπως τόν ἑαυτό μας καί δέν τηροῦμε τίς ἐντολές Του.
Ἔλεγε ὁ Γέροντας τῆς διπλῆς ἀνιδιοτελοῦς ἀγάπης: «Οἱ προσευχές μας δέν
εἰσακούονται, διότι δέν εἴμαστε ἄξιοι. Πρέπει νά γίνεις ἄξιος, γιά νά
προσευχηθεῖς. Δέν εἴμαστε ἄξιοι, διότι δέν ἀγαπᾶμε τόν πλησίον μας ὡς
ἑαυτόν…Ἄξιοι γίνονται ὅσοι ἐπιθυμοῦν καί λαχταροῦν νά γίνουν τοῦ Χριστοῦ, ὅσοι
δίνονται στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Νά μήν ἔχεις κανένα θέλημα, αὐτό ἔχει μεγάλη
ἀξία, εἶναι τό πᾶν. Ὁ σκλάβος δέν ἔχει κανένα θέλημα. Τό νά μήν ἔχουμε κανένα
θέλημα μπορεῖ νά γίνει μ’ ἕναν τρόπο ἁπαλό· μέ τήν ἀγάπη στόν Χριστό καί τήν
τήρηση τῶν ἐντολῶν Του».
Ἀνιδιοτέλεια
στήν προσευχή καί ἀγάπη, ὄχι σφίξιμο εἶναι αὐτά πού τόνιζε ὁ Γέροντας. «Τά
πάντα (δίδασκε) νά τά κάνεις μέσα στήν ἀγάπη. Νά κινεῖσαι μέσα στήν ἀγάπη. Ἀπό
ἀγάπη στόν Θεό νά κάνεις τόν κόπο, τόν κάθε κόπο. Νά αἰσθάνεσαι ἀγάπη,
εὐγνωμοσύνη πρός τόν Θεό, χωρίς νά ἔχεις στό νοῦ σου νά ἐπιτύχεις κάτι. Ἀξία
ἔχει νά λέεις τήν εὐχή μέ τρυφερότητα ψυχῆς, μέ ἀγάπη, μέ λαχτάρα, καί τότε δέν
θά σοῦ φαίνεται κουραστική· ὅπως ὅταν λέεις, «μητέρα μου…πατέρα μου», καί
νιώθεις πλήρη ἀνάπαυση.Ὄχι λοιπόν βία, γιά ν’ ἀποκτήσεις τήν εὐχή.
Ὄχι, «θ’
ἀγωνισθῶ, γιά ν’ ἀποκτήσω τήν εὐχή καί νά κερδίσω τόν Παράδεισο». Νά μήν
σκέπτεσαι ὅτι στόν οὐρανό θά λάβεις ἑκατονταπλασίονα. Νά λέεις τήν εὐχή χωρίς
ὑπολογισμούς, χωρίς ὑστεροβουλίες, ὄχι γιά νά κερδίσεις κάτι. Κι ἄν κάνεις
χίλιες μετάνοιες, γιά νά μπεῖς στόν Παράδεισο, δέν ἔχει ἀξία. Νά τό κάνεις ἀπό
ἀγάπη κι ἄν ὁ Θεός θέλει νά σέ βάλει στήν κόλαση, ὅ,τι θέλει ἄς κάνει. Αὐτό
σημαίνει ἀνιδιοτέλεια. Δέν ἔχει ἀξία νά κάνεις ἑκατό μετάνοιες καί νά μή
νιώθεις τίποτα. Ἄς κάνεις εἴκοσι μόνο ἤ δεκαπέντε, ἀλλά νά γίνονται μέ
συναίσθηση καί ἀγάπη στόν Κύριο καί μέ συμμόρφωση στίς θεῖες ἐντολές Του.
Ἔτσι σιγά
σιγά φεύγουν τά πάθη, ὑποχωροῦν οἱ ἁμαρτίες καί ἁπαλά ἁπαλά, χωρίς νά σφιγγόμαστε,
μπαίνομε στή προσευχή. Ἅμα εἶσαι ἄδειος, πού σημαίνει, ὅτι δέν ἔχεις ἀγάπη, καί
μετάνοιες καί προσευχή νά κάνεις, τίποτα δέν κάνεις. Καί ὅταν γιά ὁποιονδήποτε
λόγο ἔρχεσαι σέ κατάνυξη, νά μή χάνεις τήν εὐκαιρία νά λέεις τήν εὐχή κι ἔτσι
σιγά σιγά σοῦ γίνεται βίωμα. Ὅταν προχωρήσεις, δέν εἶναι ἡ σκέψη τῆς εὐχῆς, πού
ἀκούγεται στό νοῦ, ἀλλά εἶναι κάτι ἄλλο. Εἶναι κάτι πού τό αἰσθάνεσαι μέσα σου,
ἀλλά χωρίς ἐσύ νά κάνεις προσπάθεια. Αὐτό τό «κάτι» εἶναι ἡ θεία χάρις, πού σοῦ
χαρίζει ὁ Χριστός».
Ἡ εὐχή ὅπως
καί κάθε πνευματική ἐργασία, ἐπεσήμαινε, πρέπει νά γίνεται ἁπλά καί ἁπαλά,
χωρίς σφίξιμο καί ἄγχος. Ἐπίσης πρέπει νά λέγεται χωρίς κανένα ἄλλο λογισμό,
χωρίς νά σκεφτόμαστε τίποτα ἄλλο· καί ὄχι συνέχεια ἀλλά ὅταν ὑπάρχει διάθεση
καί ἀτμόσφαιρα κατανύξεως. Εἶχε ἐργαστεῖ πάρα πολύ πάνω στήν εὐχή καί μποροῦσε
νά συμβουλεύει ἀποτελεσματικά καί αὐθεντικά ἐξ ἐμπειρίας: «Ἡ νοερά προσευχή
γίνεται μόνο ἀπό ἐκεῖνον πού ἔχει ἀποσπάσει τήν χάρι τοῦ Θεοῦ. Δέν πρέπει νά
γίνεται μέ τή σκέψη, «νά τή μάθω, νά τήν καταφέρω, νά τήν φθάσω», γιατί μπορεῖ
νά ὁδηγηθοῦμε στόν ἐγωισμό καί στήν ὑπερηφάνεια. Χρειάζεται πείρα, λαχτάρα,
ἀλλά καί σύνεση, προσοχή καί φρόνηση, γιά νά εἶναι ἡ προσευχή καθαρή καί
θεάρεστη. Ἕνας λογισμός, «εἶμαι προχωρημένος», τά χαλάει ὅλα.
Τί νά
ὑπερηφανευθοῦμε; Δέν ἔχομε τίποτα δικό μας. Αὐτά τά θέματα εἶναι λεπτά. Νά
προσεύχεσθε χωρίς νά σχηματίζετε στό νοῦ σας εἰκόνες. Νά μή φαντάζεσθε τόν
Χριστό. Οἱ Πατέρες ἐτόνιζαν τό ἀνεικόνιστον στήν προσευχή. Μέ τήν εἰκόνα
ὑπάρχει τό εὐόλισθον, διότι ἐνδέχεται στήν εἰκόνα νά παρεμβληθεῖ ἄλλη εἰκόνα.
Ἐνδέχεται καί ὁ πονηρός νά κάνει παρεμβολές καί νά χάσομε τήν χάρι. Ἡ εὐχή νά
γίνεται μέσα μας μέ τό νοῦ καί ὄχι μέ τά χείλη, γιά νά μή δημιουργεῖται
διάσπαση καί ὁ νοῦς νά πηγαίνει ἀπό δῶ καί ἀπό κεῖ. Μέ ἕναν ἁπαλό τρόπο ἐμεῖς
νά βάλομε στό νοῦ μας τόν Χριστό, λέγοντας ἁπαλά ἁπαλά: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ,
ἐλέησόν με».
Νά μή
σκέπτεσθε τίποτα, παρά μόνο τά λόγια «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». Τίποτ’
ἄλλο.. Τίποτα. Ἥρεμα, μέ τά μάτια ἀνοικτά, γιά νά μήν κινδυνεύετε ἀπό φαντασίες
καί πλάνες, μέ προσοχή καί ἀφοσίωση νά στρέφεσθε στόν Χριστό. Νά λέτε τήν εὐχή
μέ τρόπο ἁπαλό καί ὄχι συνέχεια, ἀλλά ὅταν ὑπάρχει διάθεση καί ἀτμόσφαιρα
κατανύξεως, ἡ ὁποία εἶναι δῶρο τῆς θείας χάριτος. Χωρίς τήν χάρι
αὐτόϋπνωτίζεσαι καί μπορεῖ νά πέσεις σέ φῶτα καί πλάνη καί παράκρουση. Νά μή
γίνεται ἡ εὐχή ἀγγάρια. Ἡ πίεση μπορεῖ νά φέρει μία ἀντίδραση μέσα μας, νά
κάνει κακό. Ἔχουν ἀρρωστήσει πολλοί μέ τήν εὐχή, γιατί τήν ἔκαναν μέ πίεση».
πηγή: http://www.pentapostagma.gr