Ἐνθυμοῦμαι τοὺς σεισμοὺς
τοῦ ᾽57-᾽58 στὰ νησιὰ τοῦ Ἀρχιπελάγους. Πεντέμιση ἡ ὥρα τὸ πουρνό-πουρνὸ
ἦρθε ἀνήκουστος θόρυβος.
Οἱ μεγάλοι ἔλεγαν «Χριστὸς
ἀνέστη». Ἔτσι ἔμαθαν νὰ προϋπαντοῦν τὸν σεισμό. Τὰ μοσχάρια μούγκριζαν
ἄναρθρα καὶ σπαρακτικά. Ὅλοι ἀφήσαμε τὴν στρωμνή μας καὶ βγήκαμε στοὺς δρόμους.
Χωρὶς νὰ τὸ καλοσκεφτοῦμε, ἄρχισε νὰ σείεται ἡ γῆ καὶ νὰ φουσκώνη ἡ θάλασσα.
Φόβος καὶ τρόμος ἦρθε στὴν καρδιά μας καὶ σὲ μᾶς τὰ μικρὰ παιδιά.
Ἤρξατο νὰ σείεται ἡ γῆ ὅπως τῆς καλαμιᾶς τὰ φύλλα. Χωρὶς
νὰ λέγη κανένας τὴν λέξη σεισμός, μᾶς ἀπομάκρυναν ἀπὸ τὰ κτίσματα. Ράγισε ἡ γῆ,
ράγισαν τοιχοποιΐες παλιὲς καὶ νέες πιὸ πολύ, καὶ ὅλοι περιμέναμε τὸ
ἀποβησόμενο. Κι ἡ γιαγιὰ θυμήθηκε τὸν σεισμὸ τοῦ ᾽32 καὶ ἄρχισε νὰ λέγη τὸν
στίχο «Ὁ ἐπιβλέπων ἐπὶ τὴν γῆν καὶ ποιῶν
αὐτὴν τρέμειν».
Αὐτὸν τὸν καιρὸ ὅμως ἔρχονται στ᾽ αὐτιά μας ψιθυρισμοί,
κλαυθμυρισμοί, ἀναστεναγμοί, ἀνήκουστες κραυγές, λαχταρισμοὶ ἀπροσδιόριστοι,
ὄχι ἀπὸ τὰ σπλάγχνα τῆς γῆς, ἀλλὰ ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα σπλάγχνα. «Τί θὰ ἀπογίνουμε;
Σὲ ποιά κατάσταση βρισκόμαστε καὶ ποῦ θὰ φτάσουμε;» Καὶ τὰ γλέντια ἀκόμη τῶν
ἀνθρώπων κλαυθμυρισμὸ καὶ πόνο ἐκφράζουνε.
Μετὰ τὸ πέσιμο τοῦ χάρτινου πύργου τοῦ Μάρξ, τοῦ Λένιν,
τοῦ Στάλιν καὶ τῶν λοιπῶν, ἦρθε δύο χρονιὲς στὸ μοναστήρι μου στὴν γιορτὴ τοῦ
ἁγίου Παντελεήμονος ὁ ἐπίσκοπος Λένινγκραντ Ἀντώνιος. Γλυκύς, εὐπροσήγορος,
ἅγιος.
Τοῦ λέγω ἐμπιστευτικά:
− Πῶς αἰσθάνεστε τώρα;
−Ἀβεβαιότητα. Δὲν ξέρουμε τὶ θὰ ξημερώση ἡ ἄλλη μέρα.
Αὐτὴν τὴν ἀβεβαιότητα ζῆ σήμερα ὁ λαός μας. Νὰ παντρευτῆ ὁ νέος φοβᾶται. Νὰ κάνη παιδιὰ τὸ νέο ζευγάρι φοβᾶται. Ἡ γιαγιὰ φοβᾶται νὰ κρύψη πιὰ στὶς δίπλες τῆς βελέντζας τὸ δίλεπτο. Καὶ ὁ χειράνακτας μαζεύει τὰ χέρια του, σκύβει τὸ κεφάλι του καὶ λέγει: «Γιὰ ποιόν νὰ δουλέψω; Γιὰ τὸ κράτος, ποὺ κατήντησε μία κόφα χωρὶς πάτο; Γιὰ τὴν οἰκογένειά μου; Ὅσο καὶ νὰ δουλέψω, δὲν φτάνει τὸ ψωμὶ ποὺ θὰ πάω, γιὰ νὰ φάη.
Αὐτὴν τὴν ἀβεβαιότητα ζῆ σήμερα ὁ λαός μας. Νὰ παντρευτῆ ὁ νέος φοβᾶται. Νὰ κάνη παιδιὰ τὸ νέο ζευγάρι φοβᾶται. Ἡ γιαγιὰ φοβᾶται νὰ κρύψη πιὰ στὶς δίπλες τῆς βελέντζας τὸ δίλεπτο. Καὶ ὁ χειράνακτας μαζεύει τὰ χέρια του, σκύβει τὸ κεφάλι του καὶ λέγει: «Γιὰ ποιόν νὰ δουλέψω; Γιὰ τὸ κράτος, ποὺ κατήντησε μία κόφα χωρὶς πάτο; Γιὰ τὴν οἰκογένειά μου; Ὅσο καὶ νὰ δουλέψω, δὲν φτάνει τὸ ψωμὶ ποὺ θὰ πάω, γιὰ νὰ φάη.
Γιὰ νὰ κάνω ἐλεημοσύνες στὰ πλάσματα καὶ στὰ κλάσματα,
τοὺς μουσουλμάνους; (Μάθαμε ἀπ᾽ τὸ Εὐαγγέλιο, ἐκεῖνος ποὺ δὲν εἶναι βαπτισμένος
δὲν εἶναι παιδὶ τοῦ Θεοῦ· εἶναι πλάσμα καὶ κλάσμα.) Νὰ δημιουργήσω περιουσία; Ὁ
Σύριζας θὰ μοῦ τὴν φάη. Δὲν βλέπεις, παπᾶ, ποὺ ὅ,τι κατέχεις δὲν τὸ κατέχεις;
Καὶ τὶς μικρὲς κληρονομιὲς τῶν γονέων μας μᾶς τὶς παίρνουν, μᾶς τὶς καταπίνουν,
καὶ μᾶς ἀφήνουν μόνον τὴν ἀναπνοή.»
Αὐτὸ εἶναι τὸ πιὸ τρομερὸ βουητὸ καὶ ἀπὸ τὸν σεισμὸ τῆς
γῆς. Πάλι ὅλα τὰ σκιάζει ἡ φοβέρα καὶ τὰ πλακώνει ἡ σκλαβιά. Δὲν ἔχουν
καλοπεράσει ἑκατὸν πενῆντα χρόνια ἀπὸ τὴν ἀπελευθέρωση καὶ ἡ Ἑλλάδα ἔγινε ἡ
παραδουλεύτρα τῆς Εὐρώπης.
−Γιατί, καλέ μου ξάδελφε, δὲν φυτεύετε ἀμπέλια;
−Μᾶς ἀπαγορεύουν. Μετρημένα πρέπει νὰ εἶναι τὰ κλήματα ποὺ
θὰ φυτέψουμε στὶς πλαγιὲς τῶν βουνῶν τοῦ νησιοῦ μας, ἀλλιῶς κινδυνεύουμε ἀπὸ
προστίματα ποὺ ἐπιβάλλει τὸ κράτος καθ᾽ ὑπαγόρευσιν τῶν κρατούντων.
Ποῦ εἶσαι μωρὲ ἐσὺ ποὺ ὑποσχέθηκες ὅτι δὲν θὰ ὑπογράψης
συμφωνίες καὶ συμφωνητικά; Στὸ καλοστρωμένο τραπέζι τρῶς καὶ στὸ μαλακὸ στρῶμα
κοιμᾶσαι. Δὲν ξυπνᾶς;
Ἔχουμε ὅμως καὶ τοὺς
ἰσχνόφωνους. Ποτὲ ἄλλοτε ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος δὲν εἶχε τόσους θεολόγους
κληρικούς. Καὶ ποτὲ ἄλλοτε ἡ Ἑλλάδα δὲν εἶχε τόση ἐπανάσταση ἐναντίον τοῦ Θεοῦ.
Κατ᾽ ἀρχήν, οἱ κηρύττοντες λένε ἄλλα λόγια, βρὲ παιδιά, γιὰ ν᾽ ἀγαπιώμαστε.
Νοσηλευόμενος στὸ νοσοκομεῖο τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ἦρθε στὸν πανηγυρίζοντα ναὸ ἱεροκήρυκας τῆς μεγάλης πόλης. Τὰ μεγάφωνα ἦταν γυρισμένα πρὸς τὸ νοσηλευτικὸ
ἵδρυμα. Καὶ αὐτὸς ἀπήγγειλε λόγο χωρὶς νοῦ καὶ γνώση. Λὲς καὶ εἶχε ἀκροατήριο
ἀπὸ κάτω ἀνθρώπων ποὺ παιζογλεντοῦνε. Τὸν ἄκουσα καλὰ ἀπὸ τοῦ πόνου τὸ κρεβάτι
καὶ εἶπα: «Ἔχει συναίσθηση σὲ ποιοὺς ἀπευθύνει αὐτὸ τὸ κήρυγμα ἀπόψε;».
Ἐντελῶς ἀπροετοίμαστοι λαλοῦσι, τάχατες τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ.
Δὲν ἀγγίζουν τὸν πόνο τοῦ κόσμου, δὲν ἀγγίζουν τὸ ρημαδιὸ τῆς νεότητας. Δὲν
βλέπουν ὅτι τὸ ἀκροατήριό τους εἶναι μόνον ἄσπρα μαλλιά; Δὲν θωροῦν τοὺς νέους
ποὺ μπουλούκια-μπουλούκια μπαίνουν καὶ βγαίνουν ἀπὸ τὰ κέντρα; Ἡ ἐποχή μας δὲν
εἶναι νὰ ψάξουμε τὸ ἕνα· εἶναι νὰ ψάξουμε τὰ ἐνενήντα ἐννιά. Τὸ κήρυγμα τῆς
Κυριακῆς καὶ τῆς ἑορτῆς πρέπει νὰ τὸ ἑτοιμάζης μία ὁλόκληρη ἑβδομάδα, μὲ
προσευχή, μὲ νηστεία καὶ ὄχι μὲ βόλτες στὰ ἐκκλησιαστικὰ μαγαζιά. Ἔχεις χρόνο.
Κάνε τον χρῆμα καὶ δῶσ᾽ τονε στὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ. Στάσου ὄχι πλάι στὸν λαό, ἀλλὰ
μέσα στὸν λαό. Μὴ πλαγιάζης, χωρὶς νὰ ἔχης τὴν ἀγωνία τῶν Ἁγίων, τῶν Ἀποστόλων
καὶ τῶν Διδασκάλων. Ἐφιάλτης νὰ σοῦ γίνη τὶ θὰ συναντήσης αὔριο καὶ τὶ θὰ
μπορέσης νὰ προσφέρης.
Ἔλεγε ἕνας παλιὸς ἱεράρχης τῆς Ἐκκλησίας: «Ὅλα τὰ
ἀντιμετώπισα μὲ τὴν θεία Λειτουργία». Ἀλλὰ ποιά Λειτουργία; Ποὺ ἔχει τὸ ρολόι
πάνω στὴν ἁγία Τράπεζα, νὰ μὴ χάση λεπτὸ ἀπὸ τὴν ἀπόλυση; Ἢ ἔχει τὸ ρολόι στὸ
χέρι, γιὰ νὰ μετρήση τὸν χρόνο τοῦ κηρύγματός του; Ἀδόκιμα καὶ ἀνόσια πράγματα
μᾶς ἔκαναν ἰσχνόφωνους καὶ ἔναντι τοῦ Θεοῦ καὶ ἔναντι τῶν ἀνθρώπων.
Κοιμηθήκατε, ὑπνώσατε καὶ δὲν ξυπνήσατε. Δὲν φοβᾶστε τὴν
ἐρημιὰ τοῦ κόσμου. Μετρᾶτε τὶς γριὲς καὶ τοὺς γέρους ποὺ ἔρχονται κοντά σας,
χωρὶς νὰ θυμᾶστε τὴν παλιὰ παροιμία: «Ἡ ἀλεποῦ ὅταν γήρασε, πῆγε στὸ μοναστήρι
νὰ γίνη καλογριά».
Μετρῆστε ὅμως καὶ τὰ
ἀρνόριφα ποὺ χάνονται. Ἀναλογιστῆτε ὅτι ὁ διάβολος μᾶς παίρνει τὰ παιδιὰ μέσα
ἀπ᾽ τὴν ἀγκαλιά μας.
Ρώτησα τὸν μακαριστὸ π. Ἐπιφάνιο Θεοδωρόπουλο:
−Γιατί στοὺς ἐσχάτους χρόνους λέγουν οἱ πατέρες θὰ
κυκλώνουν τὸ θυσιαστήριο μουλάρια;
−Τὰ μουλάρια −μοῦ ἀπήντησε− δὲν γεννᾶνε. Ἔτσι καὶ οἱ πνευματικοὶ ταγοὶ δὲν θὰ γεννᾶνε πνευματικὰ παιδιά.
Ὤχ ἀποτισιὰ καὶ
ξεραΐλα! Ἀνάστα Ἱερεμία καὶ κλάψε μαζί μας γιὰ τὸν χαμὸ τῆς νέας Σιών...
Γρηγόριος ὁ
Ἀρχιπελαγίτης
http://www.kalabakacity.gr/