Εἶπεν ὁ Κύριος· ὁ λύχνος τοῦ σώματός ἐστιν ὁ ὀφθαλμός· ἐὰν οὖν ὁ ὀφθαλμός σου ἁπλοῦς ᾖ, ὅλον τὸ σῶμά σου φωτεινὸν ἔσται· ἐὰν δὲ ὁ ὀφθαλμός σου πονηρὸς ᾖ, ὅλον τὸ σῶμά σου σκοτεινὸν ἔσται. εἰ οὖν τὸ φῶς τὸ ἐν σοὶ σκότος ἐστί, τὸ σκότος πόσον; Οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν· ἢ γὰρ τὸν ἕνα μισήσει καὶ τὸν ἕτερον ἀγαπήσει, ἢ ἑνὸς ἀνθέξεται καὶ τοῦ ἑτέρου καταφρονήσει. οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνᾷ. Διὰ τοῦτο λέγω ὑμῖν, μὴ μεριμνᾶτε τῇ ψυχῇ ὑμῶν τί φάγητε καὶ τί πίητε, μηδὲ τῷ σώματι ὑμῶν τί ἐνδύσησθε· οὐχὶ ἡ ψυχὴ πλεῖόν ἐστι τῆς τροφῆς καὶ τὸ σῶμα τοῦ ἐνδύματος;
ἐμβλέψατε εἰς τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ, ὅτι οὐ σπείρουσιν οὐδὲ θερίζουσιν οὐδὲ συνάγουσιν εἰς ἀποθήκας, καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος τρέφει αὐτά· οὐχ ὑμεῖς μᾶλλον διαφέρετε αὐτῶν; τίς δὲ ἐξ ὑμῶν μεριμνῶν δύναται προσθεῖναι ἐπὶ τὴν ἡλικίαν αὐτοῦ πῆχυν ἕνα; καὶ περὶ ἐνδύματος τί μεριμνᾶτε; καταμάθετε τὰ κρίνα τοῦ ἀγροῦ πῶς αὐξάνει· οὐ κοπιᾷ οὐδὲ νήθει· λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι οὐδὲ Σολομὼν ἐν πάσῃ τῇ δόξῃ αὐτοῦ περιεβάλετο ὡς ἓν τούτων. Εἰ δὲ τὸν χόρτον τοῦ ἀγροῦ, σήμερον ὄντα καὶ αὔριον εἰς κλίβανον βαλλόμενον, ὁ Θεὸς οὕτως ἀμφιέννυσιν, οὐ πολλῷ μᾶλλον ὑμᾶς, ὀλιγόπιστοι; μὴ οὖν μεριμνήσητε λέγοντες, τί φάγωμεν ἢ τί πίωμεν ἢ τί περιβαλώμεθα; πάντα γὰρ ταῦτα τὰ ἔθνη ἐπιζητεῖ· οἶδε γὰρ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος ὅτι χρῄζετε τούτων ἁπάντων. ζητεῖτε δὲ πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν.
«Ζητεῖτε πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν»
Τὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα εἶναι ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν «ἐπὶ τοῦ Ὄρους ὁμιλία» τοῦ Κυρίου. Σ᾿ αὐτὴ τὴν περικοπὴ ὁ Κύριος ἀναφέρεται σὲ μιὰ πολὺ πρακτικὴ πτυχὴ τῆς καθημερινῆς μας ζωῆς, στὴ μέριμνα γιὰ τὴ συντήρησή μας. Καὶ τί μᾶς λέει; «Μὴ μεριμνᾶτε τῇ ψυχῇ ὑμῶν τί φάγητε καὶ τί πίητε, μηδὲ τῷ σώματι ὑμῶν τί ἐνδύσησθε»· μὴ φροντίζετε μὲ ἀγωνία καὶ στενοχώρια γιὰ τὴ ζωή σας, τί θὰ φᾶτε καὶ τί θὰ πιεῖτε, οὔτε γιὰ τὸ σῶμα σας τί ἔνδυμα θὰ φορέσετε· ἀλλὰ πρῶτο καὶ κύριο μέλημά σας νὰ εἶναι πῶς θὰ ἀποκτήσετε τὴν ἀρετὴ καὶ πῶς θὰ κληρονομήσετε τὴ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Γιατί ὅμως;
1. Ἡ ἀγωνιώδης μέριμνα εἶναι ἀνώφελη ἀλλὰ καὶ βλαβερὴ
Ὁ Κύριος προτρέπει νὰ μὴν καταλαμβανόμαστε ἀπὸ ἀγωνιώδη μέριμνα γιὰ τὴν ἐπιβίωσή μας, διότι αὐτὴ ἡ μέριμνα δὲν μᾶς ὠφελεῖ σὲ τίποτε. Μάλιστα χρησιμοποιεῖ ἁπλὰ ἀλλὰ πολὺ δυνατὰ ἐπιχειρήματα: Ποιὸς ἀπὸ σᾶς, μᾶς ἐρωτᾶ ὁ Κύριος, μὲ τὴ μέριμνά του μπορεῖ νὰ προσθέσει στὸ ἀνάστημά του ἕναν πήχυ (δηλαδὴ περίπου μισὸ μέτρο); Ὁπωσδήποτε κανείς. Ἑπομένως δὲν κερδίζουμε τίποτε μὲ τὴν ἀγωνία μας. Ἡ Πρόνοια τοῦ Θεοῦ εἶναι αὐτὴ ποὺ μᾶς συντηρεῖ καὶ ὄχι τὸ δικό μας ἄγχος νὰ ἐξασφαλίσουμε τὰ πρὸς τὸ ζῆν.
Ἐπίσης προσθέτει: Ἡ ζωὴ δὲν ἀξίζει πιὸ πολὺ ἀπὸ τὴν τροφή, καὶ τὸ σῶμα ἀπὸ τὸ ροῦχο; Ὁ Θεὸς λοιπὸν ποὺ σᾶς ἔδωσε τὰ ἀνώτερα, τὴ ζωὴ καὶ τὸ σῶμα, δὲν θὰ σᾶς δώσει καὶ τὰ κατώτερα, τὰ ἀναγκαῖα γιὰ τὴ συντήρησή σας;
Καὶ συνεχίζει ὁ στοργικὸς Διδάσκαλος: Κοιτάξτε τὰ πουλιὰ καὶ τὰ λουλούδια, πῶς τὰ τρέφει καὶ τὰ ντύνει ὁ Θεός· καὶ δὲν θὰ φροντίσει ἐσᾶς, ὀλιγόπιστοι, ποὺ εἶστε πολὺ ἀνώτερα πλάσματά Του;
Ἂς προσέξουμε αὐτὴ τὴ στοργικὴ ἐπίπληξη τοῦ Κυρίου: «ὀλιγόπιστοι». Ἀγωνιοῦμε ἐπειδὴ δὲν ἐλπίζουμε στὴν πατρικὴ ἀγάπη καὶ φροντίδα τοῦ Θεοῦ. Ξεχνοῦμε ὅτι ἔχουμε Πατέρα. Καὶ τότε σὰν νὰ μοιάζουμε μὲ ὅσους ἀγνοοῦν τὰ οὐράνια ἀγαθὰ καὶ ἐπιζητοῦν μόνο τὰ ἐπίγεια.
2. Πρῶτος στόχος μας ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ
Ὁ Κύριος ὅμως μᾶς ζητᾶ νὰ ἐπιδιώκουμε πρῶτα τὴ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν καὶ τὴν ἀπόκτηση τῆς ἀρετῆς. Γιατί; Διότι αὐτὸς εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς μας, σ᾿ αὐτὸ ἔγκειται ἡ εὐτυχία μας.
Τὸ ὅτι ἔχουμε σῶμα ποὺ ἔχει ἀνάγκη νὰ συντηρηθεῖ, τὸ γνωρίζει ὁ Θεός – Αὐτὸς τὸ δημιούργησε. Θὰ μᾶς δώσει ὅ,τι χρειαζόμαστε Αὐτὸς ποὺ φροντίζει γιὰ ὅλα τὰ πλάσματά Του. Μάλιστα, ἀκούσαμε τὸν Κύριο νὰ δεσμεύεται ἀπέναντί μας. Εἶπε: Νὰ ἐπιδιώκετε πάνω ἀπὸ ὅλα τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς σας, καὶ τὰ ἀναγκαῖα ὑλικὰ θὰ προστεθοῦν στὰ πνευματικά. Εἶναι σὰν νὰ λέει ὁ Κύριος: Δῶστε μου τὴ ζωή σας, τὴν ὑπακοή σας, γίνετε παιδιά μου πιστά· κι Ἐγὼ θὰ γίνω Πατέρας σας, ποὺ θὰ σᾶς τὰ δώσω ὅλα, δὲν θὰ σᾶς στερήσω τίποτε.
Μὰ αὐτὸ δὲν λέει καὶ ὁ Ψαλμωδός; Ἤμουν νεότερος ἄλλοτε καὶ τώρα βέβαια γέρασα· ἀλλὰ δὲν εἶδα ποτέ μου εὐσεβὴ καὶ ἐνάρετο ἄνθρωπο νὰ ζεῖ δυστυχισμένος, ἔρημος καὶ ἐγκαταλελειμμένος ἀπὸ τὸν Θεό, οὔτε τοὺς ἀπογόνους του νὰ ψωμοζητοῦν (Ψαλ. λς´ [36] 25).
Ὁ Θεὸς δὲν μᾶς ἔπλασε γιὰ νὰ ζήσουμε μιὰ σύντομη ζωὴ πάνω στὴ γῆ, γεμάτη βάσανα καὶ μόχθο γιὰ τὴ σωματικὴ ἐπιβίωσή μας. Δὲν εἴμαστε ἐξελιγμένα ζῶα, εἴμαστε προορισμένοι, ἂν τὸ θελήσουμε, νὰ κληρονομήσουμε τὴ Βασιλεία Του. «Καινοὺς οὐρανοὺς καὶ γῆν καινὴν κατὰ τὸ ἐπάγγελμα αὐτοῦ προσδοκῶμεν, ἐν οἷς δικαιοσύνη κατοικεῖ» (Β´ Πέτρ. γ´ 13). Ἐμεῖς οἱ Χριστιανοὶ περιμένουμε καινούργιους οὐρανοὺς καὶ καινούργια γῆ, ὅπου θὰ κατοικεῖ ἡ ἀρετὴ καὶ ἡ ἁγιότητα. Αὐτὸ εἶναι τὸ ὅραμα τοῦ πιστοῦ, αὐτὴ εἶναι ἡ προοπτική του: νὰ ἑτοιμασθεῖ γιὰ τὴν αἰωνιότητα, νὰ μετανοήσει, νὰ ἁγιασθεῖ, ὥστε νὰ ἀξιωθεῖ τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν.
***
Ὁ Θεὸς μᾶς ὀνόμασε ἀετούς, ἀναφέρει χαρακτηριστικὰ σὲ μιὰ ὁμιλία του ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, «ἵνα οὐρανοβατῶμεν, ἵνα ὑψηλὰ πετώμεθα τοῖς πτεροῖς τοῦ πνεύματος κουφιζόμενοι»· γιὰ νὰ διασχίζουμε τοὺς οὐρανούς, γιὰ νὰ πετᾶμε ψηλά, νὰ ὑψωνόμαστε μὲ τὰ φτερὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· καὶ ὅμως ἐμεῖς σὰν τὰ ἑρπετὰ σερνόμαστε στὴ γῆ καὶ τρῶμε χῶμα (PG 49, 370). Δηλαδὴ ὁ Θεὸς καλεῖ τὸν ἄνθρωπο νὰ ζήσει οὐράνια ζωή, κι ἐκεῖνος δυστυχῶς συχνὰ προτιμᾶ νὰ κυνηγᾶ τὰ ἐπίγεια καὶ χωματένια. Τὸ μήνυμα τῆς σημερινῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς δὲν εἶναι νὰ μὴ φροντίζουμε γιὰ τὴ συντήρηση τῆς οἰκογένειάς μας, ἀλλὰ νὰ μὴν ξεχνιόμαστε στὰ γήινα, νὰ ἔχουμε σωστὸ προσανατολισμό: πάνω ἀπὸ ὅλα νὰ φροντίζουμε γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς μας. Νὰ τὸ δώσει ὁ Θεὸς σὲ ὅλους μας. https://www.osotir.org