«Αποχρώσεις του
γκρι…αυτό έβλεπα γύρω μου μέσα από τα θολά γυαλιά μου. Η υγρασία ήταν αφόρητη.
Η σιωπή αποπνικτική. Ακίνητος και όρθιος στο μπαλκονάκι που έβλεπε προς το
ξέφωτο, προσπαθούσα να θυμηθώ πώς ήταν η αρχή, πώς ήταν τότε που το φως
πλημμύριζε ακόμα και τα πιο απόκρυφα μέρη του νου.
Το μόνο που θυμάμαι ήταν η ειρήνη
και η ελευθερία. Θυμάμαι την αίσθηση του θανάτου σαν λύτρωση, σαν πόθος που
παρακαλείς να πραγματωθεί.
Τότε και τώρα. Πόσο άλλαξαν όλα. Πόσο άλλαξα; Μόνο η ευχή
έμεινε η ίδια. Όπως τότε που την ψιθύριζα μαζί με τον γέροντά μου…
Αγέρας δεν υπάρχει, μόνο κάποια ουρλιαχτά τσακαλιών μου υπενθυμίζουν ότι ακόμα έχω τις αισθήσεις μου. Μόνος, μα και εγκαταλελειμμένος…έτσι νομίζω, έτσι νιώθω, λίγο πριν το αναπόφευκτο.
Εκλιπαρώ για λίγη θαλπωρή. Προσδοκώ λίγο φως.
Ακίνητος και όρθιος.
Θαρρείς σαν να έρχεται η αυγή. Μα κι αυτή είναι νοθευμένη με σκιές. Τίποτα το γνήσιο πλέον δεν θεωρώ σ' αυτή την μαργαριτένια πληγή της φθοράς, τίποτα το ανόθευτο που μπορώ να στηριχτώ, να αναπαυτώ.
Ανασηκώνω τα μουδιασμένα χέρια μου σε μια προσπάθεια να νιώσω ζωντανός…
Οξυγόνο δεν υπάρχει, μόνο βαθιές ανάσες, προδομένες κι αυτές από την φθορά.
Ήταν τότε λοιπόν. Η αρχή. Ο θάνατός μου.
Στιγμή που έρχεται ξαφνικά στο προγραμματισμένο της ραντεβού με τον χρόνο.
Θάνατος, φοβερό μυστήριο.
Θάνατος…στοιχειωμένος από την ανθρωπότητα, καταδικασμένος να γίνεται ο βαρκάρης σου προς την άλλη μεριά, προς της πεδιάδες της αφθαρσίας…
Στο μπαλκονάκι μου, μόνος μου, μα όχι μόνος. Νεκρός, μα όχι άψυχος.
Ακίνητος και σωριασμένος σαν βρώμικο κουρέλι. Ακίνητος, παίρνω τις τελευταίες μου ανάσες ανάμεσα σε αυτά που βλέπω και σ’αυτά που θα δω σε λίγο. Ακίνητος μέσα σε ψιθύρους πανικού. Αβοήθητος, παλεύω να αναστηθώ πριν πεθάνω...
Τα μάτια μου, καρφωμένα στο άπειρο. Βλέπω αλλά και δεν βλέπω. Νιώθω την παραλυσία του παραδομένου κορμιού μου. Προσπαθώ να ζήσω την τελευταία μου αναπνοή…μάταια.
Η στιγμή της ζωής μου με προσπέρασε. Η ακινησία μου είναι πλέον ιερή. Το δάκρυ που προσπαθούσε να δραπετεύσει, έμεινε για πάντα φυλακισμένο μέσα στη σάρκα μου.
Και εγώ πλέον λεπτότατον σώμα, αέρινο, διασχίζω την φθορά
του νου, προσπερνώ το τώρα και το μετά, χάνομαι μέσα στο φως, φωλιάζω μέσα στο
κουκούλι της μεταμόρφωσής μου.
Όλα πήραν το νόημα που έπρεπε, και εγώ πήρα αυτό που μου χαρίστηκε, όχι αυτό που άξιζα…
Ξύπνησα κρατώντας φλόγες γεμάτες άστρα, ξύπνησα μέσα σε κόσμους απερίγραπτους, σε ήχους υπερκόσμιους, σε φως ευωδιάζων.
Αιώνιος και αέναως. Χαμένος μέσα σε στίχους αγγελικών τραγουδιών, σε ύμνους χωρίς νότες και φθορές, παρά μόνο μ'αρμονία.
Ο τόπος και ο χρόνος άλλαξαν. Γίνανε αδέλφια με την Αγάπη, γίνανε σύμμαχοι του αιωνίου, γίνανε οικείοι της αφθαρσίας.
Αποχρώσεις του γκρι… αυτό υπήρχε γύρω μου, μα εγώ πλέον δεν ήμουν εκεί.
Το γκρί υπάρχει ακόμα, όμως κανείς μην θαρρεί ότι είναι εκεί για πάντα…
Μην ρωτάς, λοιπόν, ποιος είμαι εγώ…ρώτα καλύτερα ποιος είσαι εσύ.
Ρώτα, πριν σου απαντήσει μια απόχρωση του γκρι…»
Αυτά μου έγνεφε,
μέσα σε ύπνο βαθύ, θαρρείς κάποιος, της Ανάστασης, αναχωρητής.
αρχιμ. Παύλος
Παπαδόπουλος