Στην αγία μνήμη του
Οσίου Νικοδήμου του Αγιορείτου και Κολλυβά (+14/7/1809) αφιερώνεται αυτό το
σημείωμα.
Η εμφάνιση των Κολλυβάδων τον 18ο αιώνα στον αγιορειτικό,
και ευρύτερα στον ελλαδικό χώρο σημειώνει μια δυναμική επιστροφή στις ρίζες της
ορθόδοξης παράδοσης, στην ορθόδοξη πνευματικότητα.
Το «κίνημά» τους, όπως ονομάσθηκε, ήταν αναγεννητικό, ως
παραδοσιακό και προοδευτικό, ως πατερικό με μια λέξη: γνήσια ορθόδοξο.
Στον δύσκολο για την εθνική μας Ιστορία 18ο αιώνα θέλησαν
οι Κολλυβάδες να αντιτάξουν στο ρεύμα του άθεου διαφωτισμού τη μυστική εμπειρία
της Ορθοδοξίας, της μόνης που σώζει τον άνθρωπο.
Μια ομάδα μοναχών, που ζει μέσα στην αποστολική και στην
πατερική παράδοση της νοεράς προσευχής, παίρνει την αφορμή από κάποιο
συγκεκριμένο γεγονός (την τέλεση των μνημοσύνων το Σάββατο), όχι χωρίς
θεολογικές προεκτάσεις, για να φωτίσει τη σωστή πορεία της Εκκλησίας.
Αλλη αφορμή δόθηκε με τη δημοσίευση το 1777 ενός βιβλίου,
που μιλούσε για την ανάγκη «περί συνεχούς θείας μεταλήψεως» και προερχόταν από
τον κύκλο των Κολλυβάδων.
Το βιβλίο καταδικάσθηκε από το Πατριαρχείο (1785), γιατί
δήθεν δημιουργούσε σκάνδαλο και διχόνοιες.
Αργότερα, όμως, το ίδιο το Οικουμενικό Πατριαρχείο ήρε την
καταδίκη. Τα ίδια πρόσωπα, που υποστήριζαν την τέλεση των μνημοσύνων κατά το
Σάββατο (από τα «κόλλυβα» των μνημοσύνων τους ονόμασαν χλευαστικά οι αντίπαλοί
τους τούς Κολλυβάδες), υποστήριζαν και τη συχνή θεία μετάληψη, αντιτάσσοντας
την αρχαία -και εδώ- εκκλησιαστική πράξη στην επηρεασμένη από τη Δύση συνήθεια
των ορθοδόξων να κοινωνούν μερικές φορές τον χρόνο.
Οι Κολλυβάδες είχαν ως κέντρο της ζωής τους την πατερική
παράδοση, που είναι η γνήσια παράδοση της Εκκλησίας.
Κατηγορήθηκαν ως «καινοτόμοι», αλλά η «καινοτομία» τους
δεν ήταν παρά μια προσπάθεια επιστροφής στη γνησιότητα και κάθαρσης της
εκκλησιαστικής ζωής από κάθε ξένο στοιχείο, που νόθευε την αλήθειά της.
Ο χώρος στον οποίο περισσότερο εντοπίσθηκε ο αγώνας των
Κολλυβάδων ήταν η λατρεία.
Συνιστούσαν τη συχνή συμμετοχή των πιστών, έπειτα από
συνεχή πνευματικό αγώνα και προετοιμασία, στο μυστήριο της θείας ευχαριστίας,
την αυστηρή τήρηση του εκκλησιαστικού τυπικού, που εξασφαλίζει πνευματική
ισορροπία, και τη μελέτη των πατερικών έργων, με την οποία εξασφαλίζεται η
συνέχεια του πατερικού φρονήματος.
Οι αντίπαλοί τους Αντικολλυβάδες τούς πολέμησαν όσο πιο
σκληρά μπορούσαν, γιατί ήσαν ξένοι προς το πνεύμα τους και εξέφραζαν παράδοση
νοθευμένη, που έβλεπε την προσπάθεια των Κολλυβάδων ως επικίνδυνη «καινοτομία».
Σημασία έχει, όμως, ότι οι λίγοι Κολλυβάδες, που
αναμείχθηκαν φανερά στην έριδα και έμειναν γνωστοί στην ιστορία, άφησαν να
φανεί ότι στο Αγιον Ορος, το προπύργιο και την ιερά κιβωτό της Ορθοδοξίας στους
αιώνες, δεν είχε χαθεί η πατερική-παραδοσιακή γραμμή, την οποία ένας αρκετά
μεγάλος αριθμός μοναχών, που τάχθηκε αμέσως στο πλευρό τους, την ακολουθούσε.
Σε αυτούς ανήκει η τιμή ότι κράτησαν την πατερική συνέχεια
στην Εκκλησία μας, τη νοερά προσευχή και τον ησυχασμό, την άσκηση και την
εμπειρία, που συνιστούν την ταυτότητα της Ορθοδοξίας στους αιώνες.
Σ’ όλους αυτούς ανήκει αυτή η τιμή, και προπάντων στους
πρωταγωνιστές του πνευματικού αυτού αγώνα, οι οποίοι είναι: α) Ο Αγιος Μακάριος
(Νοταράς). Γόνος γνωστής βυζαντινής οικογένειας (1731-1805), γεννημένος στην
Κόρινθο, και Μητροπολίτης Κορινθίας (1765-1769). Είναι ο «εμψυχωτής» του
κινήματος. β) Ο Οσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης (1749-1809), που ανακηρύχθηκε επίσημα
Αγιος το 1955. Ηταν ο «θεολόγος» του κινήματος των Κολλυβάδων. Ανάστημα
πατερικό, μεγάλος ασκητής-ησυχαστής και δοκιμότατος συγγραφέας, που άφησε περί
τα 100 ογκώδη συγγράμματα, στα οποία αναχωνεύεται ολόκληρη η αγιοπατερική
σοφία, ώστε να μπορούμε ανεπιφύλακτα να πούμε ότι όποιος διαβάζει τα έργα του
Αγίου Νικοδήμου είναι σαν να έχει μελετήσει ολόκληρη την πατερική παράδοσή μας.
Δεν θεωρώ, έτσι, περιττό να πω, και από τη θέση αυτή, ότι σε όσους δεν έχουν
άλλες προϋποθέσεις, για να μπορέσουν να μελετήσουν τους ίδιους τους αρχαίους
εκκλησιαστικούς Πατέρες, συνιστώ τα έργα του Αγίου Νικοδήμου, τα οποία βοήθησαν
και τον Ελληνισμό της Τουρκοκρατίας να γνωρίσει την ησυχαστική παράδοσή του.
Ιδιαίτερα το «Συμβουλευτικόν Εγχειρίδιόν» του είναι το αντιπροσωπευτικότερο
νεότερο έργο για την ορθόδοξη πνευματικότητα. γ) Ο Αθανάσιος ο Πάριος
(1722-1813), ο μαχητικότερος από τους Κολλυβάδες αλλά και μαρτυρικότερος, Αγιος
και αυτός (1995) της Εκκλησίας μας. Ανάμεσα στα χρόνια 1776-1781 έμεινε
καθηρημένος ως αιρετικός για την ανάμειξή του στο κίνημα.
Πολέμησε με ιερό πάθος τον βολταιρισμό και τον αθεϊσμό και
κατηγορήθηκε ως σκοταδιστής, γιατί συνιστούσε στους γονείς να μη στέλνουν τα
παιδιά τους, που θα γίνονταν ιερείς, να σπουδάζουν στη Δύση.
Αυτός, όμως, δεν πολεμούσε την παιδεία, που όταν είναι
σωστή, οδηγεί στην Ορθοδοξία, αλλά τα άθεα γράμματα και την έπαρση της κοσμικής
σοφίας, που θυσιάζει τη θεία αλήθεια στον Μολώχ της δήθεν παντοδυναμίας του
ανθρώπινου λογικού. Αυτοί πρωτοστάτησαν στον αγώνα.
Και μόνο το γεγονός πως είναι αναγνωρισμένοι Αγιοι της
Εκκλησίας μας αποδεικνύει την απήχηση και την εκ των υστέρων καταξίωση του
αγώνα τους στη συνείδηση του ορθόδοξου πληρώματος.
Οι Κολλυβάδες άσκησαν μεγάλη επίδραση στην εποχή τους αλλά
και στις μεταγενέστερες γενεές.
Ο ιστορικός Σέργιος Μακραίος, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
και ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης είναι άμεσα επηρεασμένοι από τους Κολλυβάδες.
Η αναβίωση της αγιοπατερικής ορθόδοξης πνευματικότητας
οφείλεται σ’ αυτούς. Ακόμη και οι άλλες ορθόδοξες χώρες (Ρωσία, Ρουμανία κ.λπ.),
άμεσα ή έμμεσα, δέχθηκαν την ευεργετική επίδραση των Κολλυβάδων, όπως φαίνεται
στην αναγέννηση του ησυχασμού και στις χώρες αυτές.
Οι Κολλυβάδες
γίνονται και σήμερα πνευματικοί οδηγοί μας για την επανεύρεση και τη σωστή συνέχιση
της ελληνορθόδοξης πορείας μας. http://www.romfea.gr