Ο Τίμιος Σταυρός, γνωστόν εκ των εκκλησιαστικών συγγραφέων
Σωκράτους, Θεοδωρήτου, Σωζομένου, Ρουφίνου, Ιερωνύμου, Σουπληκίου, Αμβροσίου,
εξιστορούντων απαραλλάκτως πάσας τάς λεπτομερείας, ότε άνεκαλύφθη τω 325 μ. Χ.
υπό της αυτοκράτειρας του Βυζαντίου Αγίας Ελένης μετά την αναγραφήν του Τιμίου
Σταυρού επί του αυτοκρατορικού Λαβάρου ο τε μεταβάσα εις Ιεροσόλυμα κατεδάφισε
τον Ναόν της Αφροδίτης καί απεκάθηρε τας ακαθαρσίας καί τας των πετρών σωρείας,
ως και το είδωλον του Διός το επί Αδριανού του Αιλίου (117-138 μ.Χ.) ανεγερθέν,
ίδρυσε δε εκ βάθρων αυτόθι τον ιερόν Ναόν της Θείας του Χριστού Αναστάσεως, εν
ω εύρε τον τε Σταυρόν καί τον Τάφον του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, εντολή του
υιού αυτής Κωνσταντίνου, εις όν ευθύς ανήγγειλε την αποκάλυψιν ταύτην. Τότε
Επίσκοπος ην Ιεροσολύμων ο Άγιος Μακάριος, όν μετά 25 έτη από της ευρέσεως του
Σταυρού διεδέχθη ό Κύριλλος.
Μετά την εύρεσιν ταύτην του Σταυρού μέρος μεν του Τιμίου
Ξύλου ηνέχθη εις Κωνσταντινούπολη χάριν ευλογίας, το δε λοιπόν καταλειφθέν εν
Ιεροσολύμοις υπό της βασιλομήτορος εν αργυρή πυξίδι παρά τω Επισκοπώ, διετηρήθη
εκεί άχρι του 614, ότε λεηλατήσαντες οι Πέρσαι την Παλαιστίνην συναπήγαγον αυτό
εις την ιδίαν πατρίδα τη 22α Ιανουαρίου διαταγή Πέρσου τινός στρατηγού.
Πασίγνωστος ωσαύτως τυγχάνει η κατά την 14ην Σεπτεμβρίου
τελούμενη τελετή της Παγκοσμίου Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού προς ανάμνησιν της
ευρέσεως αυτού επί του άνωτερω Επισκόπου Ιεροσολύμων, όστις, επειδή το
συρρεύσαν μέγα πλήθος δεν ηδύνατο να πλησίαση, όπως ίδη και προσκυνήση τον
Ζωοποιόν Σταυρόν, ύψωσεν αυτόν εφ' ύψηλού και περιβλέπτου τόπου, ον ιδών ο λαός
εβόησε «Κύριε ελέησον».
Γνωστόν ωσαύτως εκ της Ιστορίας ότι ο αυτοκράτωρ Ηράκλειος
εξεστράτευσε τω 624 κατά του βασιλέως των Περσών, του νεωτέρου Χοσρόη, τω δε
628 επανέκαμψεν εις Κωνσταντινούπολιν νικηφόρος επί θριαμβικού άρματος,
συρομένου υπό τετράδος ελεφάντων, ενώ άνδρες προπορευόμενοι εκράτουν τον Τίμιον
Σταυρόν, τον όποιον ανέσωσεν από της περσικής βεβηλώσεως και τον όποιον βεβαίως
εθεώρει ως το ενδοξότατον τρόπαιον. Η δε μετά την δοξολογίαν του όρθρου
τελουμένη λιτανεία αναμιμνήσκει ημάς εκείνην την υπό του Ηρακλείου τελεσθείσαν,
ότε το έαρ του 629 εκ Κωνσταντινουπόλεως μετέβη εις Συρίαν συνεπαγόμενος τον
Τίμιον Σταυρόν, τον οποίον προ τεσσάρων καί δέκα ετών είχον, ως ελέχθη, συλήσει
οί βάρβαροι και ον ανυπόδητος και πενιχρά ένδεδυμένος ο ευσεβής βασιλεύς
εισήγαγεν εις τον πάνσεπτον Ναόν της Αναστάσεως. Τότε άποκατέστησεν εις τον
θρόνον και τον Πατριάρχην Ζαχαρίαν, όστις ειχεν απαχθή αιχμάλωτος υπό των
πολεμίων Περσών προ δεκατεσσάρων ωσαύτως ετών, καί παρέδωκεν αυτώ το τιμιώτατον
σύμβολον και αλύμαντον, ουδεμίαν των βαρβάρων επενεγκόντων αύτω βλάβην.
Το μέγεθος του Τιμίου Σταυρού κατά την ευσεβή παράδοσιν ην
το μεν μήκος πεντεκαίδεκα ποδών, το δε πλάτος, ήτοι το εγκάρσιον ξύλον, οκτώ
ποδών. Κατά τον θείον Κύριλλον (444) ο Τίμιος Σταυρός είχε μερισθή εις τμήματα:
«Δια του Σταυρικού Ξύλου της Γης άπας ο κόσμος εις τμήματα μερισθέντος
διαπεπλήρωται». Ομοίως και ο θείος Χρυσόστομος (407) γράφει: «Αυτό δε το Ξύλον
έκείνο, ένθα τό Αγιον ετάθη Σώμα και ανεσκολοπίσθη, πως εστί περιμάχητον άπασι;
Καί μικρόν τίνα κόκκον λαμβάνοντες εξ εκείνου πολλοί και χρυσώ περικλείοντες και
άνδρες και γυναίκες των τραχήλων εξαρτώσι των εαυτών καλλωπιζόμενοι, καίτοι
καταδίκης το Ξύλον και τιμωρίας».
Επομένως εκ των δύο εκείνων τμημάτων του Τιμίου Σταυρού
του εν Ιεροσολύμοις και του εν Κωνσταντινουπόλει απεκόπτοντο τμήματα ή άτομα,
χορηγούμενα τοις πιστοίς προς αγιασμόν.
Από του 636, ως αναφέρει Αγγλος τις, ο Τίμιος Σταυρός εκ
φόβου μη συληθή αύθις υπό των απίστων ή διαφθαρή, διηρέθησαν τα εν ταις ανωτέρω
πόλεσι δυο μεγάλα τμήματα του Τιμίου Ξύλου εις εννέα καί δεκα, εκ των οποίων
τρία μεν ελαβον η Κωνσταντινούπολις, δύο η Κύπρος, τρία η Αντιόχεια, εν η
Κρήτη, εν η Έδεσσα, τέσσαρα η Ιερουσαλήμ, δυο η Γεωργία, εν η Αλεξάνδρεια, εν η
Ασκάλων (της εν Παλαιστίνη ανωτερας Ίδουμαίας) καί εν η Δαμασκός.
Ο Rebault de Flery υπελόγισε τον υλικόν όγκον του Τιμίου
Ξύλου είς 178.000.000 ως έγγιστα κυβικών χιλιοστομέτρων. Ποιησάμενος δε ακριβή
καταμέτρησιν όλων των λειψάνων του Τιμίου Σταυρού του γνωστού και παρά τοις
χριστιανοίς υπάρχοντος κατά τας παρούσας ήμερας, εύρεν ότι ο όγκος του μεχρι
σήμερον σωζομένου Τιμίου Ξύλου είναι περίπου 3.942.000 κυβικών χιλιοστομέτρων.
Ώστε εκ του υπολογισμού τούτου συμπεραίνωμεν ότι το
πλείστον μέρος άπώλετο κατά διαφόρους καιρικάς περιστάσεις. Ο μνημονευθείς
Rebault είχε την ύπομονήν να υποβάλη εις μικροσκοπικήν έξετασιν τα διάφορα
λείψανα του Ζωοποιού Σταυρού, εξ ης συνεπερανεν ότι ούτος κατεσκευάσθη ή εκ
πεύκης ή εξ έτερου τινός παραπλησίου αύτη ξύλου. Κατά την ευσεβή ημών παράδοσιν
καί τάς Ιεράς Γραφάς, ο Τίμιος Σταυρός ην εκ πεύκης, κέδρου καί κυπαρισσιού,
διό καί ο Προφήτης Ησαΐας αναφωνεί: «Εν κυπαρίσσω και πεύκη και κέδρω άμα δοξάσαι
τον τόπον τον άγιόν μου».
Των μέχρι σήμερον διασωζομένων εν τη υφηλίω τμημάτων του
Τιμίου Ξύλου είρηνται εν μεν τω Αγίω Όρει, όπερ κατέχει το μείζον μέρος, περί
τάς 870.760 κυβικών χιλιοστομέτρων, εν δε τη Ρώμη περί τάς 537.587, εν δε ταις
Βρυξέλλαις περί τας 516.090, εν δε τη Ενετία περί τας 445.582, εν δε τη Γάνδη
(Φλαμανδιστί Gent, πόλει του Βελγίου εν τη Ανατολική Φλάνδρα) 436.456 και εν
Παρισίοις 237.731 κυβικών χιλιοστομέτρων. Εν δέ τη Αγγλία ελάχιστον ποσόν
υπάρχει και τούτο εν ταις χερσί των μελών της Ρωμαϊκής Εκκλησίας.
(Από το βιβλίο: ΤΟ
ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ
του Γερασίμου Σμυρνάκη
ιερομόναχου
Έσφιγμενίτου, εν Αθήναις, 1903).
http://agioritikesmnimes.blogspot.gr/2012/09/1887.html