Είναι πλέον ορατό
δια γυμνού οφθαλμού πως η Τουρκία διολισθαίνει απομακρυνόμενη από τη Δύση. Ως
αποτέλεσμα αυτού, Ουάσιγκτον και ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έχουν αρχίσει να
αντιμετωπίζουν την Άγκυρα πολύ διαφορετικά απ’ ότι στο παρελθόν. Τα σημάδια
είναι πολλά και σχεδόν καθημερινά προστίθενται νέα. Εκ των πραγμάτων, μάλιστα,
η εν λόγω αλλαγή έχει βαρυσήμαντες γεωπολιτικές επιπτώσεις, οι οποίες
επηρεάζουν άμεσα και καθοριστικά τον Ελληνισμό.
Του Σταύρου
Λυγερού
Είναι δεδομένο πως η Δύση δεν θέλει να χάσει την Τουρκία.
Από την άλλη πλευρά, όμως, συνειδητοποιεί ότι το νεοοθωμανικό σύστημα εξουσίας
του Ερντογάν έχει καταστεί καθεστώς. Στην πραγματικότητα, ο Ερντογάν έκλεισε
την μεγάλη παρένθεση του κεμαλισμού και έχει επαναφέρει την Τουρκία στην
παραδοσιακή κοίτη της. Το κατάφερε, επειδή η “βαθιά Τουρκία” μόνο επιφανειακά
είχε προσχωρήσει στις δυτικότροπες κεμαλικές προδιαγραφές.
Με όχημα την ανάπτυξη
Υπενθυμίζουμε ότι το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης του
Ερντογάν έγινε κυβέρνηση το 2002, όταν η οξύτατη οικονομική κρίση εκείνης της
εποχής καταβαράθρωσε τα μέχρι τότε κόμματα εξουσίας. Το κόμμα αυτό προέρχεται
από τον χώρο του πολιτικού Ισλάμ, που παραδοσιακά εκπροσωπούσε ο Ερμπακάν, αλλά
καινοτόμησε ιδεολογικά-πολιτικά. Έκανε σημαία του αφενός τον ευρωπαϊκό
προσανατολισμό, αφετέρου τον οικονομικό φιλελευθερισμό.
Η Δύση αντιμετώπισε τους νεοοθωμανούς σαν εκσυγχρονισμένο
φιλοδυτικό πολιτικό Ισλάμ. Τους αποκαλούσε “ισλαμοδημοκράτες” και θεωρούσε πως
θα λειτουργούσαν σαν μοντέλο για τον υπόλοιπο μουσουλμανικό κόσμο. Γι’ αυτό και
υποστήριξε την κυβέρνηση Ερντογάν, προστατεύοντάς την από τις συνομωσίες του
κεμαλικού κατεστημένου.
Η πολιτική εδραίωση των νεοοθωμανών δεν θα είχε
επιτευχθεί, χωρίς τις αλλεπάλληλες εκλογικές νίκες τους. Και αυτές δεν θα είχαν
καταστεί δυνατές εάν δεν είχε συντελεστεί η αλματώδης οικονομική ανάπτυξη. Την
ανάπτυξη αυτή προκάλεσε η μαζική εισροή άμεσων δυτικών επενδύσεων. Και αυτές
δεν θα είχαν πραγματοποιηθεί εάν η Δύση δεν είχε πολιτικά “ευλογήσει” την
κυβέρνηση Ερντογάν.
Η αυτονόμηση και η
ρήξη
Όταν –με τη βοήθεια της αδελφότητας Γκιουλέν– ο Ερντογάν
κέρδισε τον εσωτερικό πόλεμο εναντίον του κεμαλικού “βαθέος κράτους”, άρχισε να
ξεδιπλώνει τη δική του ατζέντα και σιγά-σιγά να αυτονομείται. Η Ουάσιγκτον
χρησιμοποίησε το δίκτυο του Γκιουλέν στον σκληρό πυρήνα του τουρκικού κράτους
για να τον επαναφέρει στη γραμμή, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να
τροφοδοτήσει μία δυναμική ρήξης.
Ο “σουλτάνος” κήρυξε τον πόλεμο εναντίον της αδελφότητας
Γκιουλέν και πήρε ακόμα μεγαλύτερες αποστάσεις από τις ΗΠΑ, θεωρώντας ότι τον
υπονομεύουν. Το αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιουλίου 2016 ήταν ουσιαστικά η
χαριστική βολή στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις. Όταν ο Ερντογάν κατηγορεί
δημοσίως σαν υποκινητή τον Γκιουλέν, εμμέσως πλην σαφώς κατηγορεί τη CIA.
Για να φθάσουν οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις στο ναδίρ
αποφασιστικό ρόλο είχε παίξει το γεγονός ότι η Ουάσιγκτον επένδυσε στον
κουρδικό παράγοντα. Ας σημειωθεί ότι η Τουρκία ξεκίνησε την εμπλοκή της στη
Συρία, αναλαμβάνοντας με τις ευλογίες των δυτικών την εργολαβία να ανατρέψει
(μέσω κυρίως τζιχαντιστών) το καθεστώς Άσαντ και να εγκαθιδρύσει ένα ελεγχόμενο
από την ίδια σουνιτικό καθεστώς. Πίστευε τότε ότι όχι μόνο θα είχε αυτό το
υψηλό γεωπολιτικό κέρδος, αλλά και θα συνέτριβε τους Κούρδους της Συρίας
(παρακλάδι του ΡΚΚ).
Η Άγκυρα σε νευρική
κρίση
Τα γεγονότα δεν δικαίωσαν τις προσδοκίες του Ερντογάν. Στο
Ιράκ, κατόπιν απαίτησης τόσο της Βαγδάτης όσο και του (υπό τον Μπαρζανί)
αυτόνομου κουρδικού κρατιδίου, οι Τούρκοι αποκλείσθηκαν από την επιχείρηση
κατάληψης της Μοσούλης από το Ισλαμικό Κράτος. Ως εκ τούτου, έμειναν εκτός
νυμφώνος. Δεν θα συμμετάσχουν στη διαπραγμάτευση για το μελλοντικό καθεστώς
στην περιοχή εκείνη.
Σε λίγες ημέρες, μάλιστα, οι Κούρδοι στο βόρειο Ιράκ
προγραμματίζουν να πραγματοποιήσουν δημοψήφισμα, το οποίο θα νομιμοποιήσει
πολιτικά και θα ανοίξει πρακτικά τον δρόμο για την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας
τους. Στην πραγματικότητα, θα καταστήσει de jure αυτό που εδώ και πολλά χρόνια
ισχύει de facto.
Η Ουάσιγκτον έχει στείλει μήνυμα στον Μπαρζανί πως
διαφωνεί με την πρωτοβουλία του και πως δεν θα παρέμβει για να προστατεύσει το
κρατίδιό του εάν δεχθεί στρατιωτικές πιέσεις. Είναι, ωστόσο, δύσκολο να γίνει
πιστευτό ότι οι Αμερικανοί θα αφήσουν να καταστραφεί μία γεωπολιτική επένδυση
δυόμιση δεκαετιών.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 έχουν κάνει ό,τι
απαιτείται για να οικοδομήσουν κουρδικό κράτος στο βόρειο Ιράκ, έστω κι αν αυτό
τυπικώς είναι αυτόνομο κι όχι ανεξάρτητο. Επίσης, έχει τη σημασία του ότι ο
Νετανιάχου δήλωσε επισήμως πως υποστηρίζει την ανεξαρτησία του κουρδικού
κρατιδίου, ενώ θετική στάση έχουν υιοθετήσει και κάποιοι Ευρωπαίοι.
Η Άγκυρα έχει πάθει νευρική κρίση, δεδομένου ότι στην
επικράτεια του κουρδικού κρατιδίου έχει συμπεριληφθεί και η πετρελαιοφόρος
περιοχή του Κιρκούκ, την οποία εποφθαλμιά. Για τον ίδιο λόγο δηλώνει αποφασισμένη
να αντιδράσει εμπράκτως και η Βαγδάτη. Οι Τούρκοι απειλούν με αντίποινα και εν
όψει του κουρδικού δημοψηφίσματος πραγματοποιούν μεγάλη στρατιωτική άσκηση
δίπλα στα σύνορα.
Δεν είναι, ωστόσο, τόσο εύκολο γι’ αυτούς να προχωρήσουν
σε στρατιωτική εισβολή. Δεν την θέλει ούτε η Βαγδάτη και βεβαίως ούτε οι ΗΠΑ.
Μπορούν, όμως, να κλείσουν τον αγωγό που μεταφέρει το κουρδικό πετρέλαιο στο
τουρκικό λιμάνι Τσεϊχάν. Κατ’ αυτό τον τρόπο θα στερήσουν από την κυβέρνηση του
Μπαρζανί πολύτιμα έσοδα, αλλά θα έχουν και οι ίδιοι οικονομικό κόστος.
Στροφή προς τη Μόσχα
Τα πράγματα δεν πάνε καλά για τον Ερντογάν ούτε στη Συρία.
Η Ουάσιγκτον κάνει παιχνίδι αποκλειστικά με τις Δημοκρατικές Δυνάμεις Συρίας,
οι οποίες είναι ένας συνασπισμός τοπικών δυνάμεων με κορμό τους Κούρδους, οι
οποίοι ανήκουν στο τοπικό παρακλάδι του ΡΚΚ. Οι Τούρκοι ζήτησαν να συμμετάσχουν
στην κατάληψη της Ράκα (άτυπη πρωτεύουσα του Ισλαμικού Κράτους στη
βορειοανατολική Συρία), αλλά αποκλείσθηκαν και από αυτή την επιχείρηση.
Το μόνο που έχουν καταφέρει είναι να θέσουν υπό τον έλεγχό
τους μία περιοχή εντός της Συρίας, η οποία ξεκινάει από ένα τμήμα των
τουρκοσυριακών συνόρων και φθάνει νοτίως μέχρι την Αλ Μπαμπ. Με τον τρόπο αυτό
εμπόδισαν προς το παρόν τη συνένωση του κουρδικού καντονίου του Αφρίν (στα
βορειοδυτικά της Συρίας) με την ελεγχόμενη από τους Κούρδους βορειοανατολική
Συρία.
Όταν συνειδητοποίησε ότι παρά τις πιέσεις του οι
Αμερικανοί όχι μόνο δεν εγκατέλειψαν τον κουρδικό παράγοντα στη Συρία, αλλά και
τον εξόπλισαν, ο Ερντογάν στράφηκε πιο αποφασιστικά προς τη Μόσχα. Μετά το
αποτυχημένο πραξικόπημα, μάλιστα, έπεσε στην αγκαλιά της, παρότι η ανταπόκριση
του Πούτιν παρέμεινε σχετικά συγκρατημένη http://www.defence-point.gr