Γράφει
ο Ελευθέριος Αναστασιάδης
«Η εποχή δεν μπορεί
να είναι βαθύτατa συντηρητική, ούτε η Ελλάδα, η μεταμνημονιακή, να είναι
του Πατρίς Θρησκεία Οικογένεια και του Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών», δήλωσε
ο κάπελας του ΣΥΡΙΖΑ και μετά έριξε και άλλο κοκκινέλι
στην καράφα.
Ακούστηκαν κραυγές, διαμαρτυρίες και ειπώθηκαν πολλά, αλλά
μάλλον ουδείς θέλησε να αποκρυπτογραφήσει τον πυρήνα του ζητήματος. Είναι
σημαντικό να αρχίσουμε τη συζήτηση από την έννοια που προσδίδει η διαδικασία
της κλήρωσης σε διάφορες καταστάσεις και αυτές είναι κυρίως δύο. Κατά πρώτον,
επιλύει ένα ζήτημα επιλογής μεταξύ διαφορετικών υποκειμένων, όταν δεν υπάρχουν
χαρακτηριστικά που τα διαφοροποιούν το ένα από το άλλο.
Για παράδειγμα, υπάρχουν δύο
στρατιώτες και ένας από αυτούς πρέπει να σταλεί σε μία επικίνδυνη αποστολή.
Έχουν την ίδια ηλικία, την ίδια ικανότητα, έχουν και οι δύο σύζυγο και παιδιά.
Αναγκαστικά γίνεται κλήρωση μεταξύ ίσων. Η δεύτερη περίπτωση είναι όταν η κλήρωση
γίνεται ακριβώς για να επιβάλλει την ισότητα εκεί που δεν υπάρχει. Αυτό
δηλαδή που γινόταν σε κάποιες αρχαίες δημοκρατίες στις οποίες δεν υπήρχε το
αξιακό σύστημα των αρίστων αρχόντων, αλλά η ιδέα (μη ανταποκρινόμενη στην
πραγματικότητα) της κοινωνικής ισότητας. Η περίπτωση της επιλογής σημαιοφόρων
με κλήρωση εντάσσεται σε αυτή τη δεύτερη περίπτωση.
Σε ένα προηγούμενο άρθρο, είχαμε αποκρυπτογραφήσει αυτή
την αριστερή θέση ως εξής: «…Το σημαντικότερο χαρακτηριστικό της “αριστερής
φύσης” είναι η θέληση για ισότητα». Ποια είναι τα ασυνείδητα κίνητρα που
δημιουργούν αυτή την ανάγκη; Ο Sigmund Freud (τον οποίο η αριστερά λατρεύει
αλλά συχνά αγνοεί) είχε γράψει πως: «Ο κομμουνισμός δεν γεννιέται από την
απληστία για τα υλικά αγαθά, αλλά από τον φόβο ότι μπορεί να μας αγαπούν
λιγότερο από τους άλλους.» Με άλλους όρους, οποιαδήποτε διαφορά, είναι σημάδι
ότι κάποιος μπορεί να είναι περισσότερο αξιαγάπητος από εμένα. Γι’ αυτό, ο
αυθεντικός επαναστάτης αγωνίζεται να φέρει μία τέλεια ισότητα, πρώτα
διαμέσου της εξάλειψης των διαφορών που δημιουργεί η ιδιοκτησία, μετά,
αναγκαστικά, με την εξάλειψη εκείνων των διαφορών που υπάρχουν εξαιτίας των
διαφορετικών πολιτιστικών αξιών. Τέλος, αφού επιτύχει όλα τα παραπάνω, πιέζει
για την κατάργηση κάθε εξωτερικής διαφοράς, από το ντύσιμο, έως και τις,
εάν είναι δυνατόν, διαφορές που συνίστανται από μία διαφορετική φυσική έλξη.
Μία τέτοια κατάσταση περιγράφει ο L.P. Hartley στο νουβέλα
Facial Justice, όπου μιλά για ένα ινστιτούτο τυποποίησης των προσώπων,
μέσα στο οποίο οι όμορφες κοπέλες, προς τιμήν του δόγματος της ισότητας,
υπόκεινται σε μία χειρουργική επέμβαση που τις φέρνει στο επίπεδο της γενικής
ασχήμιας.
Αυτή η ανικανότητα να δεχτεί κάποιος ότι οι άλλοι μπορεί
να είναι καλύτεροι από εκείνον ή ότι δεν κατάφερε να πραγματοποιήσει την
επιτυχία στη ζωή, ανικανότητα που εξηγεί την ισχυρή τάση προς την ισότητα
του επαναστάτη, μας εισαγάγει, κατά την γνώμη μας, σε μία πιο βαθιά ανάλυση από
αυτή που προσφέρει η ψυχολογία. Σε αυτή την επιθυμία για ισότητα, συναντούμε
την παλαιά, αλλά πάντα επίκαιρη άρνηση των γνωστικών, της “περιορισμένης
κατάστασης”. Μία κατάσταση έντασης, γιατί το κάθε ξεχωριστό Εγώ, εξαιτίας της
πτώσης, δεν μπορεί να ταυτιστεί με το “Όλο”. Μόνο αρνούμενο ως Εγώ, θα μπορέσει
να επιστρέψει στην απόλυτη ενότητα του Πληρώματος, θα πάψει να είναι μέρος και
θα γίνει το “Όλο”. Η ισότητα μεταφερόμενη στο μέγιστο επίπεδο, όπως είχε
σημειώσει ο Leibniz, καταργεί ακόμη και την αριθμητική διαφορά, δύο σταγόνες
τέλεια όμοιες δεν είναι πια δύο, αλλά μία. Έτσι λοιπόν, τη σημαία δεν πρέπει να
την κρατά ο καλύτερος, γιατί “καλύτερος” δεν υπάρχει, το καλύτερο είναι το
“όλο”, άρα η λύση είναι η κλήρωση.
Ίσως όμως ακόμη χειρότερη και από αυτή την επιλογή της
κυβέρνησης ήταν η δικαιολογία που έδωσε ο υπουργός παιδείας: «Τη σημαία όλοι
έχουν δικαίωμα να την κρατούν διότι όλοι θα πάνε στο στρατό και ως εκ τούτου
αυτή δεν μπορεί να αποτελεί επιβράβευση της άριστης μαθητείας». Μέγιστη
υποκρισία! Κατά πρώτον, ο ίδιος υπουργός θέλει
να καταργήσει την έπαρση της σημαίας και την ωδή του εθνικού ύμνου στα
σχολεία και επίσης στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ είχαν διατυπώσει την άποψη ότι ο
καθένας έχει το δικαίωμα να καίει ελευθέρως το εθνικό σύμβολο, οι περισσότεροι
δε εξ αυτών δεν έχουν πάει και στρατό. Κατά δεύτερο λόγο και εγώ θα ήμουν
σύμφωνος όλοι οι μαθητές να κρατήσουν τη σημαία, ανεξαρτήτως βαθμού. Μόνον που
για να συμβεί αυτό θα έπρεπε να γίνονται παρελάσεις καμιά πενηνταριά φορές το
χρόνο. Επομένως η κλήρωση δεν πρόκειται να επιφέρει τη δυνατότητα να έλθει μία
στιγμή όπου όλοι οι μαθητές θα έχουν κρατήσει τη σημαία. Άρα, η επιλογή είναι
αναγκαία, διότι πρέπει να δειχθεί ότι η σημαία αξίζει τον καλύτερο. Η αριστερά
, ως “αριστερά” (δηλ. “κακός οιωνός”) πάντα διακατεχόταν από το ψέμα και
την υποκρισία.
Τώρα, όσον αφορά τις διαμαρτυρίες των φιλελεύθερων (δηλ.
την άλλη μορφή της αριστεράς) εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ γι’ αυτό το ζήτημα, εδώ
έχουμε να κάνουμε με άλλου είδους υποκρισία. Αυτοί δεν
βλέπουν τη σημαία ως εθνικό και θρησκευτικό σύμβολο αλλά απλά
ως αντικείμενο επιβράβευσης του καλύτερου μαθητή. Τον δε
“καλύτερο” ο φιλελευθερισμός δεν τον ταυτίζει με την καλοκαγαθία, αλλά με
την αποτελεσματικότητα. Από theodotus
http://aktines.blogspot.gr/