Φωτο από hellasforce.com
Γράφει
ο Δρ. Κωνσταντίνος Βαρδάκας
Να τον χαίρεστε τον υψηλό προσκεκλημένο
σας. Να δούμε μέχρι να πατήσει το πόδι του σε Ελληνικό έδαφος πόσες παραβιάσεις
θα γίνουν στα θαλάσσια σύνορα και στον Εθνικό μας Εναέριο χώρο;
Μπορούμε όμως ή θα μπλέξουμε άσχημα;
Πάντως ευχόμαστε αλλά τα περιθώρια
στενεύουν δραματικά.
Σε ένα υψηλό προσκεκλημένο κάνουμε
πάντοτε και ένα εθιμοτυπικό δώρο.
Ημεις οι Έλληνες που μας στραγγίξατε
στους «κεφαλικούς φόρους» που
φαίνεται μας θυμίζουν την τουρκοκρατία
επειδή στερούμαστε , ας κάνουμε στον Υψηλό
επισκέπτη από την Καθ ημάς Ανατολή ένα ταπεινό και απλό δώρο γιατί θα
του είναι χρήσιμο το επόμενο διάστημα.
Τα «Ἀπομνημονεύματα» και τα «Ὁράματα καὶ Θάματα» ενός γνωστού τους
ΣΤΡΑΤΗΓΟΥ
« Ὁ ἀναμενόμενος ἅγιος Βασιλέας Ἰωάννης,
γιὰ τὸν ὁποῖο ἔχουν μιλήσει, προφητεῖες, Ἅγιοι καὶ σύγχρονοι Γέροντες, εἶχε ἐμφανιστεῖ
προσωπικὰ καὶ ὁλοζώντανα στὶς 20 Δεκεμβρίου 1849 μ.Χ. στὸν ἴδιο τὸν εὐσεβέστατο
Στρατηγὸ Μακρυγιάννη, ὁ ὁποῖος κατέγραψε λεπτομερῶς τὶς ἐμφανίσεις αὐτὲς καὶ ἄλλα
θαύματα καὶ φανερώσεις τοῦ Θεοῦ, τῆς Θεοτόκου καὶ τῶν Ἁγίων, σὲ ἰδιαίτερα
χειρόγραφά του, παντελῶς ἄγνωστα γιὰ ὁλόκληρες δεκαετίες!
Εἶχαν περιέλθει δὲ στὰ χέρια τοῦ Γιάννη
Βλαχογιάννη ἴσως τὸ 1936.
Ὁ Βλαχογιάννης, ποὺ ἐξέδωσε τὰ γνωστά, πρῶτα
«Ἀπομνημονεύματα» τοῦ Στρατηγοῦ, ἔδωσε στὰ χρόνια της Κατοχῆς τὰ δεύτερα αὐτά, ἄγνωστα
ἀπομνημονεύματα στὸν βοηθὸ τοῦ Ἄγγελο Παπακώστα, ὁ ὁποῖος ὁλοκλήρωσε τὴ
μεταγραφὴ δεκαετίες μετά, τὸ 1977 καὶ προχώρησε σὲ μία τελικὴ μορφὴ τὸ 1980,
παραδίδοντας τὴν ἐπίπονη καὶ μακροχρόνια ἐργασία του στὸ Μορφωτικὸ Ἵδρυμα τῆς Ἐθνικῆς
Τράπεζας, τὸ ὁποῖο καὶ ἐξέδωσε τελικὰ τὰ δεύτερα αὐτά, ἐντελῶς ἄγνωστα καὶ
συγκλονιστικὰ κείμενα τοῦ Στρατηγοῦ, μὲ τίτλο «Ὁράματα καὶ Θάματα», 120 σχεδὸν
χρόνια μετὰ τὴν κοίμησή του!
Τὰ πρῶτα, τὰ ἱστορικὰ θὰ λέγαμε «Ἀπομνημονεύματα»
τοῦ Μακρυγιάννη, βρέθηκαν στὰ....
ὑπόγεια τοῦ σπιτιοῦ του στὴν Ἀθήνα, ἀπὸ τὸν
γιὸ τοῦ Κίτσο Μακρυγιάννη τὸ 1901, μετὰ ἀπὸ μεγάλη ἐπιμονὴ τοῦ διψασμένου
Βλαχογιάννη!
Τὰ
χειρόγραφα ἦταν τοποθετημένα μέσα σὲ τενεκέδες σκεπασμένους μὲ ξύλα καὶ ἄλλα ὑλικὰ
ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Στρατηγό, προκειμένου νὰ διατηρηθοῦν καὶ μάλιστα νὰ διαφυλαχθοῦν
ἀπὸ τὴν ὑγρασία, ὅπως καὶ ἔγινε, παραμένοντας ἐκεῖ μέσα μισὸ αἰώνα!
Στὰ δεύτερα, τὰ πνευματικὰ ἀπομνημονεύματα
τοῦ Στρατηγοῦ μας - ποὺ παραμένει ἀκόμη μυστήριο τὸ πῶς βρέθηκαν, ἐπειδὴ ὁ
Βλαχογιάννης ποὺ τὰ κατεῖχε μαζὶ μὲ τὰ πρῶτα τὰ κράτησε στὴν ἀφάνεια – οἱ ἐμφανίσεις
ποὺ περιγράφει ὁ Μακρυγιάννης εἶναι συγκλονιστικὲς καὶ σπάνιες!
Δικαιολογοῦνται δὲ ἀπόλυτα ἀπὸ τὴν ἐντατικὴ
πνευματικὴ ζωή του, τὴν ὁποία ἐπιβεβαίωσε καὶ ὁ Γέροντας Παΐσιος, τὶς ἀσταμάτητες
προσευχές του, τὶς ἀμέτρητες καθημερινὲς γονυκλισίες καὶ μετάνοιές του (πάνω ἀπὸ
1.300 τὴν ἡμέρα καὶ 3.300 τὸ Μεγαλοβδόμαδο), τὰ κομποσκοίνια του, τὸν «κανόνα»
τοῦ δηλαδή, ποὺ τὸν ἔκανε κυριολεκτικὰ ὡς μεγαλόσχημος μοναχός…
Ἄλλωστε ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς εἶπε: «μακάριοι
οἱ καθαροὶ τὴ καρδία, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται"…
Παρακάτω, παραθέτουμε μερικὰ κομμάτια αὐτῶν τῶν χειρογράφων, ὅπου ἀναφέρεται τὸ ποθούμενο τῆς Πόλης, ἡ ἀνασύσταση τῆς Ὀρθόδοξης ἙλληνοΧριστιανικῆς μας Αὐτοκρατορίας καὶ ὁ ἀναμενόμενος γέροντας βασιλέας Ἰωάννης, μὲ κάποια σχόλιά μας σὲ παρένθεση, γιὰ τὴ διευκόλυνση τῶν ἀναγνωστῶν:
ΟΙ ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΑ ΙΩΑΝΝΗ ΣΤΟΝ
ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ
«…Τότε μου λέγει (σ.σ. ὁ Θεός): Μὴν κλαῖς,
Γιάννη, καὶ ὅσα περικαλιέσαι, καὶ τὴν πατρίδα σου θ’ ἀναστήσω καὶ τὴν θρησκεία
σου καὶ γενικῶς τὴν ἀνθρωπότη, μὲ τὸν καιρό τους, Γιάννη, δὲν εἶναι ἡ ὥρα ἡ
διορισμένη ἀκόμα. καὶ θὰ ἰδεῖτε, ὅλοι ὅσοι πηγαίνουν κόντρα τῆς θελήσεώς μου.
καὶ δικούς σας καὶ ἄλλους, θὰ σᾶς λευτερώσω ἀπὸ τοὺς ἀναθεματισμένους καὶ θὰ σᾶς
δώσω τὴν μεγάλη κορόνα»! σέλ. 139
(Σχόλιό μας: τὸ «δὲν εἶναι ἡ διορισμένη ὥρα»
τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἐπαναλαμβάνεται σὲ πολλὰ μέρη, δείχνει τὸ μεγάλο καὶ μακροχρόνιο
σχεδιασμὸ τῆς Πρόνοιάς Του καὶ τὴν «μεγάλη κορῶνα», τὸ μεγάλο βασίλειο, τὴν Ὀρθόδοξη
Αὐτοκρατορία τῆς Πόλης ποὺ εἴχαμε χάσει καὶ θὰ μᾶς ξαναδώσει ὅταν ἔρθει αὐτὴ ἡ ὥρα
- ὅμως ὅλα αὐτὰ προϋποθέτουν καὶ τοὺς κατάλληλους ἀνθρώπους καὶ μάλιστα ἁγίους ἀνθρώπους,
ποὺ ὅπως φαίνεται δὲν θὰ λείψουν. Μάλιστα ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ἴσως νὰ εἶναι καὶ ὁ ἴδιος
ὁ Μακρυγιάννης…)
«… Τότε ὅπου μόδωσε ἀπὸ τὸ φόρεμα καὶ τὴν
σκέπη, μοῦ εἶπε (σ.σ. ὁ Θεός): Εἶσαι ὁ πρόδρομος τῆς πιτροπῆς ὅπου θὰ συστήσω, ὅποτε
εἶναι ἡ ὥρα, καὶ τὴν ζωή σου σοὺ ἀσφάλισα καὶ τὴν ψυχή σου»! σέλ. 140
(Σχόλιό μας: ἐδῶ ἀποκαλύπτεται στὸ Σχέδιο
τοῦ Θεοῦ μία «Ἐπιτροπή», προφανῶς εὐσεβοῦς Διακυβέρνησης (βασιλείας), στὴν ὁποία
ὁ Μακρυγιάννης εἶναι «Πρόδρομος» - «Πρόδρομος» δὲ θὰ πεῖ αὐτὸς ποὺ ἑτοιμάζει,
ποὺ προετοιμάζει, ποὺ ἀνοίγει τὸ δρόμο, ποὺ εἶναι μπροστάρης... Ἄρα ὁ
Μακρυγιάννης ἔχει σαφέστατο ρόλο σὲ αὐτὸ τὸ Σχέδιο τοῦ Θεοῦ καὶ ἴσως αὐτὸς ὁ
ρόλος δὲν τελείωσε οὔτε τὸ 1843 μὲ τὴν Ἐπανάσταση γιὰ τὸ Σύνταγμα, οὔτε τὸ 1864
μὲ τὴν κοίμησή του… ὅπως ἀφήνεται νὰ ἐννοηθεῖ σὲ ἄλλα σημεῖα…)
«Μία βραδιὰ κοιμόμουν μέσα εἰς τὶς εἰκόνες
(εἶχα ἐκεῖ τὸ γιατάκι μου)….. καὶ μὲ πῆραν καὶ μὲ πῆγαν ἀπάνω, σὲ μία πεδιάδα, ὅμως
πολλὰ λυπηρή….. Κολλώντας εἰς τὴν πεδιάδα ἐκείνη, ἦταν ὁ ἀφέντης μᾶς (σ.σ.
Πατήρ), εἰς τὸ δεξιόν του ὁ Χριστός, εἰς τὸ δεξιόν του Χριστοῦ ἡ Θεοτόκο καὶ ὡς
δώδεκα ἅγιοι (τὸν ἅγιον Γιάννη τὸν Βαφτιστῆ τὸν γνώρισα πολὺ καλά), καὶ ἦταν ὅλοι
εἰς τὰ μαῦρα, ὁ ἀφέντης καὶ οἱ ἄλλοι ὅλοι, καὶ κάθονταν. Εἰς τὸ ἀριστερὸν μέρος
ἦταν ὅσοι εἶχαν ἐγκλήματα πολλὰ καὶ ὅσοι εἶχαν παιδιὰ βαφτισμένα καὶ ἔκαναν ἁμαρτία
μὲ τὶς κουμπάρες τους, καὶ ὅσοι κορίτσια ἔφθειραν, ἦταν καὶ ἄλλοι πολλοὶ ἐγκληματίες…..
ὕστερα παρουσιάζεται ἐμπροστὰ εἰς τὸ κριτήριον ἕνα πράγμα, τὸ μεγαλύτερον καὶ ἀγριότερον
θερίον, καὶ ἀνοιχτὸ τὸ στόμα του, καὶ ἀπὸ μέσα τοῦ ἔβγαιναν λογιῶν τῶν λογιῶν
φωτιές, σὰν μιναρέδες, καὶ μπροστὰ ἐρχόταν οἱ φωτιές….. εἰς τὸ πύρι, εἰς τὸ
πύρι, εἰς τὸ πύρι τὸ ἐξώτερον! Καὶ φορτωμένους τοὺς ρίχναν ἐκεῖ μέσα. τότε τὰ
παιδιὰ τὰ ξαναβάφτιζε ὁ ἃ-Γιάννης μὲ τοὺς ἁγίους, καθὼς τὰ βαφτίζομεν ἐδῶ….
Τότε, ἀδελφοί, ἐβλέπετε τὴν μεγάλη ὀργὴ τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς βασιλείας του καὶ τὴν
μεγάλην ἀγανάχτησην. Τότε ἔβλεπες βασιλεῖς λογιῶν τῶν λογιῶν, καὶ
φραγκοφορεμένους καὶ ἀπὸ τὶς δικές μας φορεσιές, ὁπού ἔλεγαν «Εἰς τὸ πυρὶ» καὶ
πέφταν ἐκεῖ μέσα εἰς τὸ πύρινον καμίνι, εἰς τοὺς ἄγριου θεριοῦ τὸ στόμα. Τότε
παρουσιάζει καὶ τὸν βασιλέα μᾶς (σ.σ. Ὄθωνα) καὶ τοὺς ὀπαδούς του καὶ τὴν
βασίλισσά μας γυμνούς, καὶ ἀφοῦ τοὺς γύμνωσαν, πᾶνε ὅλοι μέσα ἐκεῖ εἰς τὸ
πύρινο καμίνι, καὶ ὁ Κωλέττης καὶ οἱ ὀπαδοί του…..
…Ἀφοῦ γύμνωσε τὸν βασιλέα μας καὶ
βασίλισσά μας, εὐθὺς ἕντυσε ἕναν γέρο μὲ γένια καὶ τὸν εὐλόγησεν ὁ ἀφέντης μας
καὶ ὅλοι, καὶ τὸν ἔβαλε εἰς τὰ δεξιά του…» σέλ.143
(Σχόλιό μας: φοβερὴ εἰκόνα τῆς Κρίσεως καὶ
Κολάσεως, μὲ ρητὴ καταδίκη συγκεκριμένων ἁμαρτημάτων ποὺ προκαλοῦν ὀργὴ στὸν
Θεό, ἀλλὰ καὶ Κυβερνητῶν – Βασιλέων, ποὺ διακόνησαν ἀντίθετα μὲ τὸ θέλημα Τοῦ τὸ
λαὸ τοὺς – Τὸ πιὸ φοβερὸ ὅμως εἶναι ὅτι Μακρυγιάννης βλέπει στὸν ὕπνο τοῦ τὴν ἀφαίρεση
τῆς βασιλικῆς ἐξουσίας ἀπὸ τὸν Ὄθωνα, ὅπως ἔγινε καὶ στὴν πραγματικότητα καὶ τὸ
ντύσιμο μὲ τὰ βασιλικὰ ροῦχα, δηλαδὴ τὴν παράδοση τῆς βασιλικῆς ἐξουσίας σὲ ἕναν
μεγάλο στὴν ἡλικία μὲ γένια, τὸν ὁποῖο εὐλόγησε ὁ Θεὸς καὶ τὸν ἔβαλε στὰ δεξιά
Του, πράξη μεγάλης θείας εὐαρέσκειας, ποὺ γίνεται συνήθως γιὰ Ἁγίους)
«… Τότε κατεβαίνει ἕνα σύγνεφον, καὶ ὁ ἀφέντης
μας, καθὼς ἦταν ὅλοι ἴσκιοι εἰς τὸ κριτήριον, καὶ πήγαμεν εἰς τὴν Ἅγια- Σοφιά,
καὶ ἐκεῖ εὐλόγησε ἐκεῖνον τὸν γέρον ὅπου ‘χὲ εἰς τὰ δεξιά του, καὶ ἦταν μία παράταξη,
δὲν μπορῶ νὰ σᾶς παραστήσω. Τὸν εὐλόγησε ὁ ἀφέντης μας καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι καὶ εἶπε:
Τοῦτος εἶναι ὁ πρόεδρος τῆς ἐπιτροπῆς τῆς βασιλείας μου. Καὶ ξύπνησα. Αὐτὰ εἶδα,
ἀδελφοί, καὶ ὅποιος ἀγαπάει ἂς πιστεύει, εἰδὲ εἶναι νοικοκύρης νὰ κάμει ὅ,τι
θέλει»! σέλ. 144
(Σχόλιό μας: ὁλοκάθαρη παρουσίαση τοῦ ἀναμενόμενου
Ἁγίου Βασιλέως, ποὺ εὐλογεῖται ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεὸ μέσα στὴν Ἅγια-Σοφιὰ καὶ γιὰ
τὸν ὁποῖο ὁ Θεὸς ἀναφέρει πὼς αὐτὸς εἶναι ὁ «Πρόεδρος τῆς Ἐπιτροπῆς τῆς
βασιλείας Του»!
Ἐπειδὴ στέφεται κὰτ΄ οὐσίαν μέσα στὴν Ἅγια-Σοφιά,
συμβολίζει τὴ νέα Ὀρθόδοξη Χριστιανικὴ Αὐτοκρατορία, τὴ νέα εὐσεβῆ διακυβέρνηση
τῆς Οἰκουμένης, ὅπου οἱ ἄνθρωποι θὰ ζοῦν εἰρηνικὰ καὶ ὅπου θὰ διαδοθεῖ ἡ Ὀρθοδοξία
σὲ ὅλο τὸν κόσμο, πρὶν ἔρθει ὁ Ἀντίχριστος!
Αὐτὴ εἶναι ἡ περίοδος εὐσέβειας, εἰρήνης
καὶ εὐημερίας, γιὰ τὴν ὁποία λέει καὶ ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς χαρακτηριστικὰ πὼς «μετὰ τὸν
Γενικὸ Πόλεμο, θὰ τρῶμε ὅλοι μὲ χρυσὰ κουτάλια»… Τὸ «Πρόεδρος τῆς Ἐπιτροπῆς»,
σημαίνει τὸν Ἐπικεφαλὴ αὐτῆς τῆς εὐσεβοῦς βασιλείας, ποὺ θὰ ἔχει καὶ ἄλλους
σημαίνοντες καὶ ἁγίους καὶ θὰ ἀσκεῖται πρὸς δόξα Θεοῦ καὶ πρὸς πνευματικὸ ὄφελος
τῶν ἀνθρώπων…
Παράλληλα θὰ δοθεῖ καὶ μεγάλη εὐλογία σὲ ὑλικὰ
ἀγαθὰ καὶ τέτοια θὰ εἶναι ἡ εὐημερία τότε, μετὰ τὸν Γ’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ποὺ ὅπως
λέγεται στὶς προφητεῖες, γιὰ δώδεκα χρόνια ὁ ἀγαθὸς βασιλεὺς δὲν θὰ μαζεύει
φόρους!)
«Τὴν Κυριακὴ ξημερώνοντας, ἦρθε ὁ ἀφέντης
μας (σ.σ. ὁ Πατήρ), ὁ Χριστός, ἡ Θεοτόκο καὶ ὅλοι οἱ ἅγιοι, μὲ ὅλη αὐτείνη τὴν
φωτοχύση, καὶ πολὺ χαρούμενός μου λέγει τρεῖς φορές: Γιάννη, Γιάννη, Γιάννη,
τώρα, στοχάζομαι, μὲ εἶδες καὶ μὲ τοὺς ὀφθαλμούς σου καὶ μὲ ἀπολαψες καὶ μὲ
γνωρίζεις. Ἀσφάλισες ὅσα νύχτα καὶ ἡμέρα περικαλιέσαι περὶ τῆς πατρίδος σου, τῆς
θρησκείας σου καὶ γενικῶς τῆς ἀνθρωπότης. Σᾶς ἄκουσα διὰ τῆς παράκλησης τοῦ
μονογενοῦ μου καὶ τῆς μητρός του καὶ τῶν ἁγίων μου. ἡ γὴς καὶ ἡ θάλασσα
σαλεύει, ὄχι οἱ λόγοι μου. εἶδες τὸν πιτροπό μου, σᾶς ἀνάστησα ὀπίσου. Ὅποτε θὰ
΄ρθεῖ ἡ διορισμένη ἡ ὥρα, ὅλα αὐτὰ θὰ τ΄ ἀπολάψετε, καὶ τὴν μεγάλη κορόνα» σὲλ
144
(Σχόλιό μας: νέα, ρητὴ καὶ ἀπόλυτη ἐπιβεβαίωση
τῆς Ἀνάστασης τῆς Ἑλληνοχριστιανικῆς Αὐτοκρατορίας Κωνσταντινουπόλεως, τῆς
Ρωμιοσύνης μας, στὴν ὁποία θὰ προΐσταται ὁ σεβάσμιος γέροντας Βασιλέας, ὁ «Ἐπίτροπος»
ὅπως εἶναι πλέον τὸ σωστότερο, καθότι δὲν θὰ ἀσκεῖ τὸ ἔργο τοῦ κατὰ τὸ δικό του
θέλημα ὅπως ἕνας κλασικὸς Βασιλιὰς-Μονάρχης, ἀλλὰ κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, τὸ ὁποῖο
θὰ τοῦ μεταβιβάζεται –ὅπως λένε προφητείες– διὰ μέσω δύο λευκοφορεμένων ἀγγέλων
μὲ τὴ μορφὴ εὐνούχων! Θὰ εἶναι ἔτσι πράγματι Ἐπίτροπος τοῦ Θείου θελήματος καὶ
γὶ΄ αὐτὸ θὰ πρόκειται γιὰ τὴν καλύτερη περίοδο στὴν ἱστορία τοῦ κόσμου, γεμάτη
δικαιοσύνη, καλοσύνη, εἰρήνη, ἀγαθότητα, εὐσέβεια, εὐημερία καὶ ἀληθινὴ εὐτυχία)
«Μίαν αὐγὴ ἔκανα τὴν προσευχή μου καὶ ἤμουν
πολὺ μέσα, εἰς τὶς εἰκόνες, καὶ ἤμουν καὶ κρυγιωμένος καὶ ἀποσταμένος καὶ
πονεμένος. ἀνοίγω τὴν πόρτα, βλέπω εἰς τὴν σάλα ἕναν μὲ γένια, σὰν καλόγερον. τὸν
καλημερῶ, τοῦ λέγω: Γέροντα, κοπίασε μέσα εἰς τὴν κάμαρη, ὅτι δὲν μπορῶ νὰ σταθῶ
αὐτοῦ – ἦτον κοντὰ τὰ ἔβγα τοῦ Δεκεμβρίου, 20 (σ.σ. 1849), καὶ ἦτον κρύγιον
πολύ. Ἔρχεται μέσα καὶ κάθεται γοναστικῶς μπροστά μου. Τοῦ λέγω: Αὐτὸ εἶναι
τυραγνικὸν ἔργον. Τὸν πῆρα πλησίον μου. μοῦ λέγει: Σοὺ φέρνω εὐκὲς καὶ εὐλογίες
ἀπὸ τὸν ἀφέντη μας, ἐσένα καὶ ὅλης της συντροφιᾶς σου. Τοῦ λέγω: Ποιὸς εἶναι ὁ ἀφέντης;
καὶ συντροφιὰ δὲν ἔχω. – Ὁ ἄνωθεν εἶναι, καὶ ξέρει καὶ σένα καὶ τὴν συντροφιά
σου. – Τί ἄξιος εἶμαι ἐγὼ δὶ΄ αὐτὰ ὁπού μου λές! σήκω νὰ πᾶμε μέσα, εἰς τὶς εἰκόνες.
Πήγαμεν ἐκεῖ, λέγω τρεῖς φορές: Κύριε, Κύριε, Κύριε, ἐτοῦτος ὁ ἄνθρωπος ἦρθε εἰς
τὸ σπίτι μου καὶ μοῦ λέγει λόγια ὅπου ἐγὼ εἶμαι ἀνάξιος. Καὶ ἂν εἶναι ἀληθινός,
νὰ εἶναι ἡ εὐχὴ καὶ ἡ εὐλογία τῆς παντοδυναμίας σου καὶ τῆς βασιλείας σου, εἰδὲ
καὶ εἶναι ἐπίβουλος, νὰ γένει στάχτη, ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι μου! Τότε ὁρκίζεται καὶ
αὐτὸς καὶ κλαίγει. Ἔκαμα τρεῖς μετάνοιες, τὸ ἴδιον καὶ αὐτός. Πῆρα νὰ τοῦ
φιλήσω τὸ χέρι του, δὲν μοῦ τὸ ΄δῶσε, μοῦ εἶπε ὅτι δὲν εἶναι γερωμένος…
…Μοῦ εἶπε ὅτι θὰ ΄ρθουνε βρωμερᾶ ἔθνη ἀναντίον
τῆς πατρίδος καὶ θρησκείας, νὰ εἶστε προσεχτικοὶ καὶ μεγάλη ὁμόνοια ἀναμεταξύ
σας, καὶ ὅταν νὰ ἰδεῖς τίποτας, τελειώνοντας αὐτὸ νὰ κινηθεῖς μὲ ὅσους
μπορέσεις…» σέλ. 147 -148
(Σχόλιό μας: πρόκειται γιὰ πραγματικὴ
φανέρωση τοῦ γέροντα Βασιλέα, τοῦ «Ἐπιτρόπου», στὸν Μακρυγιάννη! Δὲν τὸν εἶδε
στὸν ὕπνο του, ἀλλὰ ὀφθαλμοφανῶς! Τὸν φιλοξένησε καὶ συζήτησε μαζί του στὶς 20
Δεκεμβρίου 1849 μ.Χ.! Μᾶς δίνει δὲ πολὺ σημαντικὲς λεπτομέρειες γιὰ τὸν
Βασιλέα- Ἐπίτροπο, ὁ ὁποῖος ἔχει γενιάδα σὰν καλογέρου, ἀλλὰ δὲν εἶναι Ἱερωμένος!
Ἐν τῷ μεταξὺ τότε, 1849, προλέγεται ἡ ἐμφάνιση «βρωμερῶν ἐθνῶν» κατὰ τῆς
πατρίδος καὶ τῆς θρησκείας καὶ συστήνεται ἑνότητα…. Ἀρκεῖ νὰ θυμηθεῖ κανεὶς ὅτι
δύο φορὲς κομματιάστηκε στὰ δύο ἡ Ἑλλάδα, μία μὲ τὸν Ἐθνικὸ Διχασμὸ καὶ μία μὲ
τὸν Ἐμφύλιο Πόλεμο, μὲ τραγικὲς συνέπειες… ἐνῶ πολλοὶ φοβοῦνται νέο «ἐμφύλιο»
στὶς μέρες μας, μὲ ἀφορμὴ τὰ σκληρὰ μέτρα τῶν μνημονίων)
Παρακάτω συνεχίζει ὁ Μακρυγιάννης τὶς ἐρωτήσεις,
πρόσωπο πρὸς πρόσωπο καὶ μὲ τὸν Ἅγιο Βασιλέα, ποὺ ἀποκαλύπτει τώρα καὶ τὸ ὄνομά
του:
«…Ξηγήσου μὲ πλατύτερα. Τί εἶσαι καὶ πῶς ἦρθες;
Μοῦ λέγει: Ἐγὼ ἤμουν εἰς τὸν Ἅγιον Τάφο ἀρκετὸν καιρόν, καὶ μίαν βραδιὰ εἶδα τὸν
Παντοκράτορα καὶ ὅλη του τὴν βασιλείαν – καὶ μὲ λένε Γιάννη - καὶ μοῦ λέγει:
«Γιάννη, Γιάννη, Γιάννη, ἐσὺ ΄σαὶ ὁ ἐπίτροπος τῆς βασιλείας μου, καὶ καθὼς
φέρνεσαι νὰ μὴν ἀλλάξεις τρίχα, εἶσαι χαμένος καὶ ἐδῶ καὶ εἰς τὴν ἄλλη ζωή». Αὐτὸ
τὸ εἶδα τρεῖς βραδιὲς εἰς τὸν ὕπνο μου. ὕστερα ἔρχεται καὶ μοῦ λέγει νὰ εἰπῶ τοῦ
γούμενου καὶ τῶν ἀλλονῶν ὁλονῶν, μὲ τὰ ὀνόματά τους, ξεχωριστά, νὰ μὴν ξέρει ἕνας
τὸν ἄλλον, νὰ τ’ς εἰπῶ τί ‘ναὶ αὐτὰ ὁπού κάνουν καὶ ποὺ ἀκολούθησαν τὸ ναόν
μου. εἴτε θὰ ΄ρθοῦν εἰς τὸν δρόμο τους καὶ νὰ μετανοήσουν, εἴτε θὰ ἰδοῦνε
πράματα καὶ ἐδῶ καὶ εἰς τὴν ἄλλη ζωή. θὰ τοὺς στείλω εἰς τὸ ἰπύρι νὰ καίγονται
μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους. Πῆγε καὶ εἶπε ὅλα αὐτά. Τ΄ ἄιο-Κωνσταντίνου, στὰ 1844, τὸν
πῆραν καὶ πῆγαν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολη, καὶ εἰς τὴν Ἁγίας Σοφίαν τὸν
χειροτόνησαν. βλέπει αὐτὰ ὅλα εἰς τὸν ὕπνο του. Περνώντας κάμποσος καιρός, τοῦ
λένε νὰ βρεθεῖ εἰς τὴν Κωνσταντινούπολη. Πῆγε ἐκεῖ καὶ τοῦ ἔβαλαν τὴν κορόνα,
καὶ τοῦ λέγει: Ἐσὺ ΄σαὶ ὁ πρόεδρος τῆς πιτροπῆς τῆς βασιλείας μου, ὅταν θὰ ‘ρθεῖ
ἡ ὥρα μου ἡ διορισμένη. Καὶ τοῦ εἶπε νὰ ‘χεῖ δικιοσύνη, καὶ ἄλλες πολλὲς
διάτες. Τοῦ παρουσιάζουν τὸν σουλτάνο σ΄ ἕνα παλιὸ σκαμνί, καὶ τὸν δικό μας τὸν
βασιλέα τὸ ἴδιον, καὶ τοῦ εἶπε τότε, θὰ πᾶνε εἰς τὸ ἰπύρι εἰς τὸ ἐξώτερον καὶ οἱ
δύο ἐτοῦτοι. τὸν παίρνουν ὕστερα – ὄχι εἰς τὸν ὕπνον, ζωντανὸν – καὶ τὸν πάνε σὲ
ὅλες τὶς ἐκκλησίες νὰ τὶς φκιάσει, καὶ σὲ ὅλα τὰ τζαμιά, καὶ τοῦ εἶπαν, ὅταν εἶναι
ὁ καιρὸς ὁπού θὰ πιτροπέψει, τοῦ εἶπαν τὸ κάθε τζαμὶ τί ἐκκλησία νὰ γένει. Τοὺς
λέγει: Πότε εἶναι; - Οὔτε νὰ ρωτᾶς διὰ τὸν καιρόν, ὅτι ὅθεν σὲ διατάττω, νὰ εἶσαι
ἕτοιμος καὶ χωρὶς νὰ ξετάζεις…»
(Σχόλιό μας: ἐδῶ ἐξακριβώνεται πλήρως ἡ
ταυτότητα τοῦ γέροντα Ἐπιτρόπου, τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα εἶναι «Ἰωάννης», ὅπως ἀποκαλύπτει
ὁ ἴδιος στὸν Στρατηγό: «καὶ μὲ λένε Γιάννη»! Ὁ ἴδιος ἐπίσης λέει ὅτι τὸν ἔχει ἀποστείλει
ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς στὸν Μακρυγιάννη καὶ πὼς στὶς 21 Μαΐου 1844 εἶδε στὸν ὕπνο του πὼς
στέφθηκε στὴν Ἅγια –Σοφιά! Καὶ ἔλαβε ὁδηγίες γιὰ τὴν διακυβέρνησή μας! Καὶ πὼς
τοῦ ἔδειξαν ζωντανὰ μετά, ὄχι σὲ ὄνειρο, ἕναν ὅλους τους Ναούς μας ποὺ εἶχαν
κάνει τζαμιὰ οἱ Τοῦρκοι, τί Ἐκκλησία νὰ γίνουν, κατὰ τὴν βασιλεία – ἐπιτροπεία
του! Κάτι τὸ ὁποῖο εἶναι συγκλονιστικὸ καὶ συγκινητικὸ συνάμα, καθὼς ἀφορᾶ ὅραμα
καὶ ποθούμενο γενεῶν ἐπὶ γενεῶν Ἑλλήνων! Καὶ μόνον ὁ Μακρυγιάννης, ποὺ τόσο
ποθοῦσε τὸ ποθούμενο, παρακαλώντας μέρα καὶ νύχτα γιὰ αὐτό, τὴν Πίστη καὶ τὴν
Πατρίδα καὶ ἕναν ἀγαθὸ Κυβερνήτη, μόνον ὁ Μακρυγιάννης, ὄχι μονάχα τὸν εἶδε σὲ ὄνειρο,
ἀλλὰ τὸν συνάντησε πρόσωπο, πρὸς πρόσωπο, τότε ποὺ ἡ Ἑλλάδα μόλις εἶχε
λευτερώσει ἕνα κομμάτι της καὶ πάλευε μονάχη ἀνάμεσα σὲ θηρία ἀνήμερα! Ἀλλὰ εἶχε
μαζί της τὸν Θεὸ καὶ τὴν Θεοτόκο! Ὑπέγραψαν τὴν Ἐλευθερία μας, ὅπως ἔλεγε ὁ
Κολοκοτρώνης καὶ δὲν τὴν παίρνουν πίσω…)
«… Ὅπου θὰ μοῦ εἰποῦνε νὰ πάγω, μοῦ
λέγει, μοῦ λένε μόνον τὸν τόπον, τὴν ὀνομασίαν, καὶ πηγαίνω, καὶ κάνω τρεῖς
μέρες εἰς τὴν ἐκκλησίαν τοῦ κάθε τόπου, καὶ τότε λαβαίνω ὁδηγίες ποῦ νὰ πάγω καὶ
τί νὰ μιλήσω. Ἔλαβα διαταγὴ νὰ περάσω ἀπὸ τὴ Σύρα. Καὶ ἦρθα ἐδῶ καὶ ἔχω τρεῖς ἡμέρες,
καὶ μοῦ εἶπαν νὰ ΄ρθῶ σὲ σέναν. Νὰ ἤθελε νὰ μὴν ἐρχόμουν! Τί εἶδα ἐδῶ εἰς τὴν
χριστιανοσύνη, ποία ἀσέβεια καὶ ἀπιστία! (Καὶ ἔκλαιγε, ποὺ δὲν παρηγοριέταν.) Εἰς
τὴν Σύρα, ἀφοῦ βλέπω τόση ἀπιστία, καὶ ἔρχεται καὶ μία γυναίκα μαμὴ καὶ μοῦ
λέγει: Δάσκαλε, τηρᾶς τὰ χέρια μου ὁπού ΄ναὶ ματωμένα; Τώρα ἐπίασα ἀπὸ τοῦ
πατέρα τὸ κορίτσι παιδί, ὁπού ΄κάμε ἁμαρτία μὲ τὸ παιδί του, τὸ κορίτσι του, ὁ
πατέρας. καὶ ἐδῶ εἶναι ἐφτακόσια, ὀχτακόσια παιδιά, νεολαία, καὶ ἄλλοι μεγάλοι,
ὁπού ΄ναὶ ὁρκισμένοι καὶ γυρισμένοι εἰς τὴν δυτικὴ θρησκείαν καὶ ἄφησαν τὴν θρησκεία
τους. καὶ τί κάνουν οἱ παπάδες καὶ οἱ δεσποτάδες καὶ οἱ ἄλλοι ὅλοι;» σέλ. 150
(Σχόλιό μας: ὁ Ἰωάννης δρᾶ ἀσταμάτητα κατὰ
τὸ θεῖο θέλημα. Κινεῖται καὶ ἐμφανίζεται ὅπως οἱ Ἅγιοι, ποὺ εἶναι ζῶντες ἐν
Χριστῷ καὶ σὰν καλὸς γιατρὸς βλέπει καὶ γνωρίζει τὴν «ἀσθένεια», πονᾶ γὶ΄ αὐτὴν
μὰ καὶ ξέρει τὸ φάρμακο, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὴν εὐσεβῆ, ὀρθόδοξη ζωὴ τῶν ἀνθρώπων…
Πολὺ σημαντικὴ εἶναι ἡ προσφώνηση ποὺ μᾶς ἀποκαλύτπεται γιὰ τὸ πρόσωπό του, καθὼς
τὸν ἀποκαλοῦν «Δάσκαλο»! Προσφώνηση ποὺ θὰ υἱοθετήσει παρακάτω καὶ ὁ
Μακρυγιάννης. «Δάσκαλος» δὲ εἶναι αὐτὸς ποὺ διδάσκει, ποὺ δείχνει καὶ δίνει τὸ
καλὸ καὶ βέβαια ἔχει πολὺ βαθιὲς γνώσεις, σοφία καὶ ἀρετὴ»
«…Ὁ ἀφέντης μας μοῦ εἶπε νὰ ΄ρθῶ ἐδῶ διὰ
σέναν, πρῶτα νὰ μὴν λυπᾶσαι, καὶ ὅταν εἶναι ἡ ὥρα του, εἶσαι σημαιοφόρος ἐσὺ καὶ
θὰ σὲ ἀκολουθήσουνε πολλοί, καὶ ὁ σταυρὸς ὀμπρός, καὶ ὅταν νὰ εἶναι αὐτείνη ἡ ὥρα,
πρῶτα θὰ ἰδεῖς ὅτι θὰ χαθεῖ τοῦτος ὁ Σαββατιανὸς ἀπὸ τὴν ὀργὴ τοῦ ἀφεντός μας, ὅτι
ἔχυσε καὶ χύνει τόσα ἀθώατα αἵματα, καὶ τότε ματαφωτίζεσαι. καὶ ὅταν κινηθεῖτε,
νὰ εἶστε δίκιοι καὶ μονιασμένοι εἰς τὸν δρόμον, καὶ θὰ βγοῦνε καὶ πολλὰ
κεκρυμμένα ἅγια κορμιὰ ἔξω, καὶ τότε, ἔρχοντας καὶ ἐσεῖς, θὰ μπῶ στὴν ἐπιτροπὴ
τοῦ ἀφεντός μας. καὶ τώρα, μὲ τὰ βρωμερὰ ἔθνη ὁπού θὰ σᾶς πλακώσουνε καὶ νὰ σᾶς
χάσουνε, ὁμόνοιαν ἀναμεταξύ σας, νὰ μὴν χαθεῖτε καὶ χυθοῦνε καὶ ἀθώα αἵματα, ὅτι
αὐτὸ δὲν τὸν θέλει ὁ ἀφέντης μας. αὐτό μου εἶπε καὶ μοῦ λέγει, καὶ εἶναι μπρὸς
μας – ὅ,τι μου λέγει σου λέγω.
Καθίσαμεν περίτου ἀπὸ πέντε ὧρες. τοῦ
λέγω: Δάσκαλε, δὲν κάθεσαι ἐδῶ ἀπόψε; Δὲν μπορῶ, τέκνο μου, μοῦ λέγει, ὅτι μὲ
βιάζει. θὰ κατέβω εἰς τὸν Περαία, καὶ ἀπὸ κεῖ μου εἶπε νὰ πάγω εἰς τὴν Ὕδρα. τί
θὰ κάμω καὶ ποῦ ἀλλοῦ θὰ πάγω, καὶ ἐγὼ δὲν ξέρω. Ἡ ἡλικία τοῦ ἦταν ὡς ἑξήντα
πέντε, ἑβδομήντα. Ὄχι γερῆς κράσης, μέτριο μπόγι, καὶ ὅλο χαρούμενος, γλυκὸς ἄνθρωπος
πολύ, καὶ ἔφυγε καὶ μοῦ εἶπε: Πρῶτα ὁ Θεός, θὰ σμίξομεν ἐκεῖ ὁπού θὰ βλογήσει ὁ
ἀφέντης μας. ἀλλὰ τὸ κακὸ εἶναι, μοῦ εἶπε, ὅτι εἶναι σὲ μεγάλη ἀγανάχτησην ἀναντίον
μας, καὶ δίκια ἡ ἀγανάχτησή του, καὶ λέγει: Ἐγὼ νὰ ἀγωνίζομαι ὁλοένα νὰ τοὺς
σώσω, καὶ αὐτεῖνοι, οἱ ἀχάριστοι, καὶ μ΄ ἀρνιῶνται καὶ μὲ κακομεταχειρίζονται!
Δὲν μπορῶ, παιδί μου, μοῦ λέγει, νὰ σοὺ παραστήσω τὴν ἀγανάχτησήν του, ὁπού ΄χεῖ
σὲ τούτους ἐδῶ μέσα εἰς τὸ βασίλειόν σας, καὶ ἡ μεγάλη ἡ ἀσωτία, καὶ ἐκεῖνο τὸ
τρομερὸν εἰς τὴν Σύρα, πατέρας μὲ τὸ παιδὶ τοῦ παιδί! Οὗ ἀκούστη αὐτό; Ποιὸν ζῶον
καὶ ποιὸν θερίον κάνει αὐτό; Ὁ ἄνθρωπος! Καὶ ἔκλαιγε σὰν μικρὸν παιδὶ καὶ εἶπε:
Ὁ Θεὸς ἀπὸ αὐτὰ μας ἐσιχάθη, καὶ ἡ Θεοτόκο τὸν περικαλεῖ νὰ μὴν χαθοῦνε καὶ οἱ ἀθῶοι.
Σηκώθηκε καὶ ἔφυγε. Δὲν ἔχω τὴν θύμησην καλὰ ἂν ἦταν αὐτὸς ὁ ἴδιος εἰς τὴν
παντοδυναμίαν του, τότε εἰς τὸ κριτήριόν του, ὁπού τὸν εἶχε εἰς τὸ δεξιόν του,
καὶ εἰς τὴν Ἁγίαν Σοφίαν – δὲν μόρχεται εἰς τὴν θύμησην». σέλ. 151-152
(Σχόλιό μας: ὁ Βασιλέας Ἰωάννης ἐπιβεβαιώνει
στὸν Μακρυγιάννη ὅτι ὁ Στρατηγὸς θὰ εἶναι Σημαιοφόρος, ὅταν ἔρθει ἡ ὥρα τοῦ Θεοῦ
ἡ ὁρισμένη! Ἐνῶ πρωτύτερα ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς τὸν ἀποκάλεσε παρομοίως ὡς «πρόδρομο»
τῆς Ἐπιτροπῆς Του! Καὶ μάλιστα ὁ Βασιλέας-Ἐπίτροπος, τοῦ ἀναφέρει πρόσωπο πρὸς
πρόσωπο, ὅτι τότε, ὅταν κινηθοῦν, νὰ εἶναι μονιασμένοι καὶ ὅτι θὰ ἀναστηθοῦν Ἅγιοι
καὶ ἔπειτα ὁ Ἰωάννης θὰ γίνει Βασιλέας-Ἐπίτροπος εἰς τὴν Πόλη!.....)»
ΠΗΓΗ : από το ιστολόγιο Νοιάζομαι http://www.orthodoxia-ellhnismos.gr
Καλοδιάβαστο και άνευ αφιερώσεως το δώρον
Με Πίστη και Ελπίδα
Δρ. Κωνσταντίνος Βαρδάκας