“Μεῖνον μεθ᾿ ἡμῶν, ὅτι πρός ἑσπέραν ἤδη ἡ ἡμέρα…”

☦ "Ὁ ῎Αγγελος ἐβόα τῇ Κεχαριτωμένῃ·"

Πέμπτη 15 Μαρτίου 2018

ΑΣ ΕΦΑΡΜΟΣΟΥΜΕ ΤΟ ΝΌΜΟ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΒΑΤΑΤΖΗ

Κείμενο του Ιωάννη Α. Σαρσάκη (Καστροπολίτη)
Τις τελευταίες ημέρες, λόγω του γεγονότος της αιχμαλωσίας των δύο Ελλήνων στρατιωτικών από τους τούρκους, ο λαός του Έβρου και όχι μόνο, αυτοβούλως αποφάσισε να σταματήσει τις εισόδους του στην Τουρκία, και να πάψει να την στηρίζει οικονομικά. Με την ¨μπαμπεσιά¨ που διέπραξαν οι Τούρκοι κατάφεραν να εξεγείρουν το φιλότιμο του Έλληνα, το οποίο επλήγη βάναυσα, και αποτέλεσε την αφορμή για να οργανωθούν συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας και αλληλεγγύης. Κανείς σώφρων άνθρωπος δεν μπορεί να πηγαίνει για ψώνια ή διασκέδαση σε μία ξένη χώρα, η οποία με την επίβουλη πρακτική της, κρατά αιχμάλωτα τα δύο παιδιά μας.
Μήπως όμως θα έπρεπε ο λαός μας, να κρατήσει την στάση αυτή και πριν το γεγονός της αιχμαλωσίας ; Μήπως δεν είχαμε αναλογιστεί, ότι όλες οι παραβιάσεις που γίνονται καθημερινά από τους τούρκους, στον εναέριο και θαλάσσιο ελληνικό χώρο, στοιχίζουν πάρα πολλά στην οικονομία μας, καθώς αναγκάζουν μαχητικά και πλοία να κινούνται και να επιχειρούν συνέχεια ; Μήπως οι Ελληνικές κυβερνήσεις, θα έπρεπε εδώ και χρόνια να μειώσουν ΦΠΑ και φορολογία στις περιοχές που συνορεύουν με την Τουρκία καθώς και με άλλα κράτη, έτσι ώστε να μην υπάρχει η ανάγκη από τον Έλληνα επαγγελματία ή νοικοκύρη να σπαταλά τα χρήματά του σε άλλες χώρες ; Τα ερωτήματα σαφώς και είναι ρητορικά !!!
Αν ανατρέξουμε όμως στην πλούσια ιστορία μας, θα δούμε ότι κατά καιρούς υπήρξαν ανάλογες εποχές, όπου το ελληνικό χρήμα σπαταλούνταν σε ξένες εχθρικές και μη χώρες, παρουσιάσθηκαν όμως και οι ηγέτες που άμεσα πήραν αποφάσεις και νομοθέτησαν υπέρ των εθνικών συμφερόντων. Τρανό παράδειγμα αποτελεί ο Διδυμοτειχίτης Άγιος Ιωάννης Βατάτζης, ο οποίος υπήρξε αυτοκράτορας της Ρωμανίας/Βυζαντίου με έδρα τη Νίκαια της Μικράς Ασίας, από το 1222 έως το 1254. Την εποχή δηλαδή κατά την οποία η Κωνσταντινούπολη και μεγάλο μέρος της αυτοκρατορίας βρισκόταν στα χέρια των Φραγκολατίνων. Όσο και αν φαίνεται παράξενο, κι εκείνη την εποχή, παρόλο που οι Δυτικοί είχαν επιφέρει ένα τεράστιο πλήγμα στην αυτοκρατορία, και στην ουσία απομύζησαν ένα τεράστιο μέρος από τον πλούτο της (χρυσό, έργα τέχνης, κειμήλια, μνημεία κλπ), η άρχουσα τάξη της Νίκαιας δίχως κάποια αναστολή, προμηθευόταν αγαθά από την δυτική Ευρώπη καθώς και από άλλα κράτη.
Ο ιστορικός του 14ου αιώνα Νικηφόρος Γρηγοράς, αναφέρει με ποιο τρόπο καταπολέμησε αυτό το τραγικό φαινόμενο ο Ιωάννης Βατάτζης, αναφέροντας τα εξής : «Ο αυτοκράτορας επειδή έβλεπε το ρωμαϊκό[1] (δηλ ελληνικό) πλούτο να σπαταλάται μάταια στα εισαγόμενα από άλλα έθνη ενδύματα, στα ποικιλόχρωμα μεταξωτά των Βαβυλωνίων και των Ασσυρίων, και στα όμορφα υφαντά των Ιταλών, έβγαλε διαταγή να μην τα χρησιμοποιεί κανένας από τους υπηκόους του, αν δεν θέλει, όποιος κι αν είναι, να ατιμαστεί ο ίδιος και το γένος του, αλλά να χρησιμοποιούν μόνον όσα παράγει η γη των Ρωμαίων (Ελλήνων) και τα κατασκευάζουν τα χέρια τους»[2].
Ας δούμε παρακάτω, χρησιμοποιώντας επιγραμματικά κάποιες ιστορικές πηγές, ποιο ήταν το αποτέλεσμα της εφαρμογής αυτού του νόμου.
Η άμεση εκτέλεση και εφαρμογή αυτού του νόμου, απεδείχθη ευεργετική για την αυτοκρατορία της Νίκαιας, καθώς τόνωσε άμεσα την εγχώρια παραγωγή και ανέβασε την οικονομία του κράτους. Βέβαια για να μπορέσει να εφαρμόσει έναν τέτοιο νόμο ο Βατάτζης, είναι καταφανές ότι δεν είχε καμία δέσμευση από εξωγενείς ή ενδογενείς παράγοντες και συμφέροντα. Κατάφερε δηλαδή να είναι ελεύθερος από κάθε είδους δεσμεύσεις με τους ισχυρούς της εποχής (εντός και εκτός της επικράτειάς του), και γενικά δεν ήθελε να έχει καμία εμπορική σχέση με τους άρπαγες Δυτικούς, χαρακτηριστικά ο Ντόναλντ Μ. Νίκολ γράφει τα εξής : «Ο σπουδαιότερος αυτοκράτορας της Νίκαιας, ο Ιωάννης Γ΄ Βατάτζης, ο οποίος διαδέχθηκε το Λάσκαρη το 1222, σκόπευε να κάνει την αυτοκρατορία του αυτάρκη, ώστε η οικονομική της επιβίωση να μην εξαρτάται από το εμπόριο με τους Ιταλούς. Δεν ήθελε να έχει εμπορικές σχέσεις μαζί τους ούτε καν στην Κωνσταντινούπολη. Όταν και αν ποτέ τα πλοία του εισέπλεαν στον Κεράτιο, θα ήταν για να πάρουν την πόλη από τους Ιταλούς, να ανατρέψουν το λατινικό καθεστώς και να παλινορθώσουν τη Βυζαντινή αυτοκρατορία¨[3].
Επιστέγασμα της οικονομικής ευημερίας του κράτους της Νίκαιας, ήταν η ισχυροποίηση του νομίσματός της. Ο Ιωάννης Βατάτζης, είχε κατορθώσει να κρατήσει το νόμισμα του σταθερό, δίχως να χάσει την αξία του. Αυτό μας το επιβεβαιώνει ο Γεώργιος Παχυμέρης, ο οποίος ιστορεί τα παρακάτω : «ως τα χρόνια του Ιωάννη Δούκα (δηλ. του Βατάτζη) τα 2/3 του βάρους του νομίσματος (=16 καράτια) ήταν καθαρός χρυσός. Ύστερα, επί Μιχαήλ (του Η΄ του Παλαιολόγου), εξ αιτίας των δόσεων προς τους Ιταλούς έχασε ο χρυσός ακόμη ένα καράτιο και τώρα το νόμισμα έχει πια μόνο το μισό του βάρος καθαρό χρυσό»[4]. Αξίζει ν΄ αναφέρουμε ότι ο Ιωάννης Βατάτζης υπήρξε ο τελευταίος αυτοκράτορας του Βυζαντίου που κατόρθωσε να κόψει νομίσματα με καθαρότητα ίση η ανώτερη των 16 καρατίων. 
Η κυκλοφορία των υπερπύρων του Ιωάννη Βατάτζη δεν περιοριζόταν στα εδάφη της αυτοκρατορίας, «τα βρίσκουμε σε σημαντικές ποσότητες στη Μαύρη θάλασσα και στα βόρεια Βαλκάνια (ιδιαίτερα στις παραδουνάβιες περιοχές) ακόμα και σε θησαυρούς που ανάγονται στο β΄ μισό του 13ου αιώνα. Η ευρεία διάδοσή τους σχετίζεται αναμφισβήτητα με τη χρήση τους ως νομίσματος διεθνών εμπορικών συναλλαγών.[5]»
Την οικονομική ισχυροποίηση του κράτους της Νίκαιας, επί της εποχής του Ιωάννη Βατάτζη, επικυρώνει και ο Γκιόργκ Οστρογκόρσκι, αναφέροντας τα εξής : ¨Έτσι παρά τη μόνιμη εμπόλεμη κατάσταση της, η Νίκαια δεν δοκίμασε ποτέ έλλειψη χρημάτων. Οι νομισματικές και οικονομικές συνθήκες του κράτους της Νίκαιας στα χρόνια του Βατάτζη ήταν κατά πολύ υγιέστερες από τις συνθήκες που επικρατούσαν στη Βυζαντινή αυτοκρατορία στα χρόνια των τελευταίων Κομνηνών και των Αγγέλων¨[6].
Ο Γουίλιαμ Μίλλερ, μας δίνει ένα παράδειγμα, για το πως διαχειρίστηκε ο Βατάτζης τον πλούτο που κατάφερε να παραχθεί από τα δημοσιονομικά μέτρα που έλαβε : «Αντί να διασπαθή τους πόρους αυτού εις αυλικάς πομπάς αφιέρωνε τα ούτω σωζόμενα χρήματα εις την αύξησιν της εθνικής αμύνης από των Μογγόλων, ιδρύσας κεντρικήν αποθήκην εν Μαγνησία και σωρεύσας μεγάλα ποσά σίτου, εναποθηκευθέντος εν εσφραγισμένοις σιτοβολώσι χάριν χρήσεως εν περιπτώσει επιδρομής»[7].   
Είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι παρόλο που ο Βατάτζης κατάφερε να δημιουργήσει μια ανθηρότατη οικονομία, δεν ανεχόταν να πληρώνεται ο ίδιος και οι αυλικοί του από το κρατικό ταμείο. Είχε καταστήσει σαφές σε όλους, ότι θα έπρεπε να βιοπορίζονται με δικά τους μέσα.
Έτσι είναι οι μεγάλοι ηγέτες, αδέσμευτοι από οποιαδήποτε συμφέροντα και έτοιμοι να πάρουν άμεσα τις σωστές αποφάσεις, φιλολαϊκοί αλλά με την έννοια της σωστής καθοδήγησης του λαού, και όχι λαοπλάνοι, και βεβαίως στην περίπτωση του Αγίου Ιωάννη Βατάτζη, ευσεβείς και φιλόχριστοι.
Δεν έχουμε παρά να ακολουθήσουμε το παράδειγμα του αγίου Ιωάννη Βατάτζη, αφού πρώτα τον παρακαλέσουμε να πρεσβεύει ¨υπερ της αναρρύσεως των αιχμαλώτων¨.

ΕΠΕΞΗΓΗΣΕΙΣ
[1]. Ο Νικηφόρος Γρηγοράς  (περ.1295-1360) έγραψε την ιστορία της λεγόμενης ¨Βυζαντινής¨ αυτοκρατορίας από το 1204 έως το 1358 και την ονόμασε «Ρωμαϊκή Ιστορία», διότι αυτή ήταν η επίσημη ονομασία της αυτοκρατορίας (όπως και το παράγωγο Ρωμανία), η οποία βεβαίως, αν και από τον έκτο αιώνα και μετά εξελληνίζεται ταχέως, κρατά την ονομασία αυτή για λόγους σεβασμού προς τον Μεγάλο Κωνσταντίνο, ο οποίος (όπως αναφέρει σε επιστολή του ο Βατάτζης) την κληροδότησε στο γένος των Ελλήνων. Ο όρος Βυζάντιο και Βυζαντινή αυτοκρατορία είναι νεολογισμός και επεκράτησε από τον 16ο αιώνα και μετά.  
[2]. Νικηφόρος Γρηγοράς «Ρωμαϊκή Ιστορία» Εκδόσεις Νέα Σύνορα – Α.Α. Λιβάνη σελ. 69-70.
[3]. Ντόναλντ Μ. Νίκολ «Βυζάντιο και Βενετία» Εκδόσεις Παπαδήμα σελ 215.
[4]. Ελένη Αρβελέρ «Χρυσό βυζαντινό νόμισμα. Δολάριο του μεσαίωνα» www.arxaiologia.gr
[5]. Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού - Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού www.ehw.gr
[6]. Γκιοργκ Οστρογκόρσκι «Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους» Τόμος Γ΄ Ιστορικές Εκδόσεις Στεφ. Δ. Βασιλόπουλου σελ. 124.
[7]. Γουίλιαμ Μίλλερ «Η ιστορία της Νικαίας και η ανάκτησις της Κωνσταντινούπολης» Εκδόσεις Ελεύθερη Σκέψις  Αθήνα 1994 σελ. 37.
http://aktines.blogspot.gr/2018/03/blog-post_25.html