Κατά Ἰωάννην ΙΒ΄ 1-18
Πρὸ ἓξ ἡμερῶν τοῦ πάσχα ἦλθεν ὁ ᾿Ιησοῦς εἰς Βηθανίαν, ὅπου
ἦν Λάζαρος ὁ τεθνηκώς, ὃν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν. ἐποίησαν οὖν αὐτῷ δεῖπνον ἐκεῖ, καὶ
ἡ Μάρθα διηκόνει· ὁ δὲ Λάζαρος εἷς ἦν τῶν ἀνακειμένων σὺν αὐτῷ. ἡ οὖν Μαρία, λαβοῦσα
λίτραν μύρου νάρδου πιστικῆς πολυτίμου, ἤλειψε τοὺς πόδας τοῦ ᾿Ιησοῦ καὶ ἐξέμαξε
ταῖς θριξὶν αὐτῆς τοὺς πόδας αὐτοῦ· ἡ δὲ οἰκία ἐπληρώθη ἐκ τῆς ὀσμῆς τοῦ μύρου.
Λέγει οὖν εἷς ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, ᾿Ιούδας Σίμωνος ᾿Ισκαριώτης,
ὁ μέλλων αὐτὸν παραδιδόναι· διατί τοῦτο τὸ μύρον οὐκ ἐπράθη τριακοσίων δηναρίων καὶ ἐδόθη πτωχοῖς; εἶπε δὲ τοῦτο οὐχ ὅτι περὶ τῶν πτωχῶν ἔμελεν αὐτῷ, ἀλλ’ ὅτι κλέπτης ἦν, καὶ τὸ γλωσσόκομον εἶχε καὶ τὰ βαλλόμενα ἐβάσταζεν. Εἶπεν οὖν ὁ ᾿Ιησοῦς· ἄφες αὐτήν, εἰς
τὴν ἡμέραν τοῦ ἐνταφιασμοῦ μου τετήρηκεν αὐτό. Τοὺς πτωχοὺς γὰρ πάντοτε ἔχετε μεθ᾿
ἑαυτῶν, ἐμὲ δὲ οὐ πάντοτε ἔχετε. ῎Εγνω οὖν ὄχλος πολὺς ἐκ τῶν ᾿Ιουδαίων ὅτι ἐκεῖ
ἐστι, καὶ ἦλθον οὐ διὰ τὸν ᾿Ιησοῦν μόνον, ἀλλ’ ἵνα καὶ τὸν Λάζαρον ἴδωσιν ὃν ἤγειρεν
ἐκ νεκρῶν. ἐβουλεύσαντο δὲ οἱ ἀρχιερεῖς ἵνα καὶ τὸν Λάζαρον ἀποκτείνωσιν, ὅτι πολλοὶ
δι᾿ αὐτὸν ὑπῆγον τῶν ᾿Ιουδαίων καὶ ἐπίστευον εἰς τὸν ᾿Ιησοῦν. Τῇ ἐπαύριον ὄχλος
πολὺς ὁ ἐλθὼν εἰς τὴν ἑορτήν, ἀκούσαντες ὅτι ἔρχεται ᾿Ιησοῦς εἰς ῾Ιεροσόλυμα, ἔλαβον
τὰ βαΐα τῶν φοινίκων καὶ ἐξῆλθον εἰς ὑπάντησιν αὐτῷ, καὶ ἔκραζον· ὡσαννά, εὐλογημένος
ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, βασιλεὺς τοῦ ᾿Ισραήλ. Εὑρὼν δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς ὀνάριον
ἐκάθισεν ἐπ᾿ αὐτό, καθώς ἐστι γεγραμμένον· μὴ φοβοῦ, θύγατερ Σιών· ἰδοὺ ὁ βασιλεύς
σου ἔρχεται καθήμενος ἐπὶ πῶλον ὄνου. Ταῦτα δὲ οὐκ ἔγνωσαν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ τὸ πρῶτον,
ἀλλ᾿ ὅτε ἐδοξάσθη ὁ ᾿Ιησοῦς, τότε ἐμνήσθησαν ὅτι ταῦτα ἦν ἐπ’ αὐτῷ γεγραμμένα, καὶ
ταῦτα ἐποίησαν αὐτῷ. ᾿Εμαρτύρει οὖν ὁ ὄχλος ὁ ὢν μετ᾿ αὐτοῦ ὅτε τὸν Λάζαρον ἐφώνησεν
ἐκ τοῦ μνημείου καὶ ἤγειρεν αὐτὸν ἐκ νεκρῶν. Διὰ τοῦτο καὶ ὑπήντησεν αὐτῷ ὁ ὄχλος,
ὅτι ἤκουσαν τοῦτο αὐτὸν πεποιηκέναι τὸ σημεῖον.
1. ΚΛΑΔΟΙ ΒΑΪΩΝ
Ὁ Κύριος πορεύεται πρὸς τὴν Ἱερουσαλήμ, πρὸς τὸ ἑκούσιο
πάθος του. Καὶ ἕξι ἡμέρες πρὶν ἀπὸ τὸ Πάσχα φθάνει στὴ Βηθανία. Ἐκεῖ οἱ ἀδελφὲς
τοῦ Λαζάρου ἀπὸ εὐγνωμοσύνη πρὸς τὸν Κύριο γιὰ τὴν ἀνάστασι τοῦ ἀδελφοῦ τους
Τοῦ παραθέτουν δεῖπνο, ὅπου ἡ ἀδελφὴ τοῦ Λαζάρου Μαρία ἄλειψε μὲ μύρο τὰ πόδια
τοῦ Κυρίου.
Τὴν ἄλλη ἡμέρα ὁ Κύριος εἰσέρχεται στὴν Ἁγία Πόλι. Ἡ
εἴδησι τῆς παρουσίας του στὴ Βηθανία εἶχε ἤδη κυκλοφορήσει ἀστραπιαῖα σ’ ὅλη
τὴν Ἱερουσαλήμ. Ἀμέτρητα πλήθη λαοῦ τρέχουν μὲ ἐνθουσιασμὸ νὰ Τὸν ὑποδεχθοῦν
κρατῶντας στὰ χέρια τους κλαδιὰ φοινίκων, ποὺ ἦταν σύμβολα νίκης. Ὁ τρόπος
ὑποδοχῆς ἦταν ἐντυπωσιακός, θερμὸς καὶ ἐνθουσιώδης. Τὸν ὑποδέχθηκαν ὡς τὸν
Μεσσία ποὺ ἐπὶ αἰῶνες περίμεναν οἱ πρόγονοί τους κι αὐτοί. Ἔδειχναν μὲ τοὺς
κλάδους τῶν βαΐων ὅτι δὲν τιμοῦσαν ἁπλῶς ἕναν προφήτη, ἀλλὰ ἀπέδιδαν τιμὲς στὸν
Νικητὴ καὶ Μεσσία. Σὲ ποιὰ νίκη ὅμως ἀναφέρονταν οἱ πανηγυρισμοί; Στὴν νίκη τοῦ
Κυρίου ἐπὶ τοῦ θανάτου στὴν πε-ρίπτωσι τῆς ἀναστάσεως τοῦ Λαζάρου. Ἐξαιτίας
αὐτῆς ἐντυπωσιάσθηκαν καὶ βγῆκαν μὲ ἐνθουσιασμὸ νὰ ὑποδεχθοῦν τὸν Χριστὸ
ὑμνῶντας Τον ὡς νικητὴ τοῦ θανάτου. Καὶ χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνουν ὑμνοῦσαν τὴν
νίκη τοῦ Χριστοῦ ἐπὶ τοῦ θανάτου ὄχι μόνο τοῦ Λαζάρου ἀλλὰ καὶ ὅλης τῆς
ἀνθρωπότητος.
Ζητωκραύγαζαν Ἐκεῖνον ποὺ θὰ ἐχάριζε τὴν νίκη ἐπὶ τοῦ θανάτου καὶ τοῦ διαβόλου· ἀλλὰ καὶ τὴν νίκη τοῦ κάθε πιστοῦ. Κάτι ἀνάλογο βλέπουμε καὶ στὴν «Ἀποκάλυψι». Ὁ ἅγιος
Ἰωάννης εἶδε ἕνα ὅραμα ἀντίστοιχου θριαμβευτικοῦ πανηγυρισμοῦ, ὄχι βέβαια στὴν
ἐπίγεια Ἱερουσαλὴμ ἀλλὰ στὴν ἐπουράνια. Ἐκεῖ νέφη μαρτύρων κρατοῦν στὰ χέρια
τους βαΐα ὡς ἔμβλημα τῆς νίκης τους κατὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ διαβόλου.
Τὰ πλήθη τῆς Κυριακῆς τῶν Βαΐων ἦταν μιὰ ἀμυδρὰ προεικόνισι τῆς ἔνδοξης ἐκείνης συνοδείας τῆς «Ἀποκαλύψεως» «ἐνώπιον τοῦ θρόνου καὶ ἐνώπιον τοῦ ἀρνίου» (Ἀποκ. ζ΄ 9). Ἐδῶ τὰ πλήθη τῆς Ἱερουσαλὴμ δὲν ἦταν ἐνώπιον τοῦ θρόνου, ἦταν ὅμως ἐνώπιον τοῦ Ἀρνίου, τὸ Ὁποῖο πορευόταν γιὰ νὰ θυσιασθῇ καὶ νὰ γίνῃ ἡ ἀπαρχὴ ὅλων τῶν πιστῶν ποὺ θὰ νικήσουν τὴν ἁμαρτία καὶ θὰ πανηγυρίζουν ἐνδόξως στὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ. Μιὰ τέτοια δόξα περιμένει τὸν κάθε νικητή, περιμένει κι ἐμᾶς.
Τὰ πλήθη τῆς Κυριακῆς τῶν Βαΐων ἦταν μιὰ ἀμυδρὰ προεικόνισι τῆς ἔνδοξης ἐκείνης συνοδείας τῆς «Ἀποκαλύψεως» «ἐνώπιον τοῦ θρόνου καὶ ἐνώπιον τοῦ ἀρνίου» (Ἀποκ. ζ΄ 9). Ἐδῶ τὰ πλήθη τῆς Ἱερουσαλὴμ δὲν ἦταν ἐνώπιον τοῦ θρόνου, ἦταν ὅμως ἐνώπιον τοῦ Ἀρνίου, τὸ Ὁποῖο πορευόταν γιὰ νὰ θυσιασθῇ καὶ νὰ γίνῃ ἡ ἀπαρχὴ ὅλων τῶν πιστῶν ποὺ θὰ νικήσουν τὴν ἁμαρτία καὶ θὰ πανηγυρίζουν ἐνδόξως στὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ. Μιὰ τέτοια δόξα περιμένει τὸν κάθε νικητή, περιμένει κι ἐμᾶς.
2. ΟΙ ΕΠΕΥΦΗΜΙΕΣ
Οἱ ἐπευφημίες τοῦ πλήθους «εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου» ἦταν τμῆμα τοῦ 117ου μεσσιακοῦ Ψαλμοῦ (στίχ. 26). Κάθε Ἰσραηλίτης ἐγνώριζε ἀπ’
ἔξω τοὺς στίχους τοῦ Ψαλμοῦ αὐτοῦ, διότι τοὺς ἔψαλλαν κατὰ τὶς λιτανεῖες τῶν
μεγάλων ἑορτῶν. Ἦταν μιὰ ἐπίκλησις τῶν Ἰουδαίων πρὸς τὸν Θεὸ γιὰ τὴν ἔλευσι τοῦ
Μεσσία. Ὁ συγκεκριμένος στίχος φανερώνει ὅτι ὁ Μεσσίας θὰ ἦτο ἀπεσταλμένος τοῦ
Θεοῦ. Καὶ μάλιστα οἱ Ἰσραηλῖτες προσέθεσαν τὴν φράσι «ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ»,
δείχνοντας ὅτι περίμεναν τὸν Μεσσία ὡς ἐπίγειο ἔν-δοξο καὶ νικητὴ βασιλέα.
Νόμιζαν ὅτι Αὐτὸς θὰ ἐγκαθίδρυε μιὰ ἐπίγεια βασιλεία καὶ θὰ τοὺς ἀπελευθέρωνε
ἀπὸ τὴν δουλεία τῶν Ρωμαίων. Καὶ στὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου χαιρετοῦσαν καὶ
ἐπευφημοῦσαν τὸν ἀπὸ τὸν Θεὸ ἀποσταλέντα Μεσσία· Αὐτὸν ποὺ θὰ εἶχε
ἀδιαμφισβήτητη βασιλικὴ ἰδιότητα καὶ κυριαρχία.
Ὅμως ὁ Κύριος θὰ διακηρύξῃ ὅτι ἡ βασιλεία του εἶναι διαφορετικὴ ἀπὸ αὐτὴν ποὺ περίμεναν τὰ πλήθη. Ὁ Χριστὸς γνωρίζει ὅτι εἶναι ὁ βασιλεὺς τῆς Σιών, τοῦ ὄρους δηλαδὴ τῆς Ἱερουσαλήμ, τὸ ὁποῖο ὅλοι θεωροῦσαν ὡς πρωτεύουσα τοῦ Μεσσία. Ὅμως πορεύεται πρὸς τὴν ἐπίγεια Σιὼν γιὰ νὰ δείξῃ ὅτι εἶναι ὁ βασιλεὺς ὄχι μόνο τῆς ἐπίγειας ἀλλὰ καὶ τῆς ἐπουράνιας Σιών. Ὁ βασιλεὺς τοῦ Οὐρανοῦ εἰσέρχεται στὴν ἐπίγεια Ἱερουσαλὴμ τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων, γιὰ νὰ ἀποχωρήσῃ ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἡμέρα τῆς Ἀναλήψεώς του καὶ νὰ εἰσέλθῃ πλέον στὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ, στὴ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ἐκείνη εἶναι ἡ πραγματικὴ θριαμβευτική του εἴσοδος, ἡ εἴσοδός του στοὺς Οὐρανούς, ὅπου Τὸν ὑποδέχονται ἀμέτρητες στρατιὲς τῶν Ἀγγέλων ὡς τὸν μόνο πραγματικὸ Βα-σιλέα, τὸν «βασιλέα τῶν βασιλευόντων καὶ κύριον τῶν κυριευόντων» (Α΄ Τιμ. Ϛ΄ 15). Σὲ μία βασιλεία πνευματική, αἰώνια. Ὁ Κύριος λοιπὸν κατὰ τὴν εἴσοδό του στὴν Σιὼν πίσω ἀπὸ τὴν πτωχεία του καὶ τὴν ταπείνωσί του ἀποκαλύπτει σὲ ὅλους μας ὅτι δὲν εἶναι μόνον Αὐτὸς ποὺ ἐπιβαίνει «ἐπὶ πῶλον ὄνου» ἀλλὰ καὶ «ὁ ἐπιβαίνων ἐπὶ τὸν οὐρανόν… ὁ μεγαλοπρεπὴς τοῦ στερεώματος» (Δευτ. λγ΄ 26).
Ὅμως ὁ Κύριος θὰ διακηρύξῃ ὅτι ἡ βασιλεία του εἶναι διαφορετικὴ ἀπὸ αὐτὴν ποὺ περίμεναν τὰ πλήθη. Ὁ Χριστὸς γνωρίζει ὅτι εἶναι ὁ βασιλεὺς τῆς Σιών, τοῦ ὄρους δηλαδὴ τῆς Ἱερουσαλήμ, τὸ ὁποῖο ὅλοι θεωροῦσαν ὡς πρωτεύουσα τοῦ Μεσσία. Ὅμως πορεύεται πρὸς τὴν ἐπίγεια Σιὼν γιὰ νὰ δείξῃ ὅτι εἶναι ὁ βασιλεὺς ὄχι μόνο τῆς ἐπίγειας ἀλλὰ καὶ τῆς ἐπουράνιας Σιών. Ὁ βασιλεὺς τοῦ Οὐρανοῦ εἰσέρχεται στὴν ἐπίγεια Ἱερουσαλὴμ τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων, γιὰ νὰ ἀποχωρήσῃ ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἡμέρα τῆς Ἀναλήψεώς του καὶ νὰ εἰσέλθῃ πλέον στὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ, στὴ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ἐκείνη εἶναι ἡ πραγματικὴ θριαμβευτική του εἴσοδος, ἡ εἴσοδός του στοὺς Οὐρανούς, ὅπου Τὸν ὑποδέχονται ἀμέτρητες στρατιὲς τῶν Ἀγγέλων ὡς τὸν μόνο πραγματικὸ Βα-σιλέα, τὸν «βασιλέα τῶν βασιλευόντων καὶ κύριον τῶν κυριευόντων» (Α΄ Τιμ. Ϛ΄ 15). Σὲ μία βασιλεία πνευματική, αἰώνια. Ὁ Κύριος λοιπὸν κατὰ τὴν εἴσοδό του στὴν Σιὼν πίσω ἀπὸ τὴν πτωχεία του καὶ τὴν ταπείνωσί του ἀποκαλύπτει σὲ ὅλους μας ὅτι δὲν εἶναι μόνον Αὐτὸς ποὺ ἐπιβαίνει «ἐπὶ πῶλον ὄνου» ἀλλὰ καὶ «ὁ ἐπιβαίνων ἐπὶ τὸν οὐρανόν… ὁ μεγαλοπρεπὴς τοῦ στερεώματος» (Δευτ. λγ΄ 26).
Ἐκεῖ καλεῖ καὶ ὅλους μας, γιὰ νὰ μᾶς κάνῃ συμβασιλεῖς του. Μᾶς περιμένει.
https://www.osotir.org/