῾Ο βίος τοῦ ῾Οσίου Νικήτα καταγράφεται στό χειρόγραφο 552
τῆς μονῆς ῾Αγίου Παντελεήμονος τοῦ ῾Αγίου ῎Ορους295.
῾Ο ῞Οσιος Νικήτας ἐγεννήθηκε στήν πόλη τῶν Θηβῶν πιθανόν
κατά τίς ἀρχές τοῦ 11ου αἰῶνος μ.Χ. Οἱ γονεῖς του, ᾿Ανδρέας καί Θεοδώρα, ἦσαν
εὐπάτριδες καί εὐσεβεῖς. ῾Ο βιογράφος του ἀναφέρει ὅτι, ὅταν ὁ ῞Οσιος
ἐβαπτιζόταν «ἄνωθεν τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος χάρις ἐν εἴδει περιστερᾶς εἰς αὐτόν
ἐπεφοίτησεν». ῞Οταν ἔγινε πέντε ἐτῶν, οἱ γονεῖς του τόν παρέδωσαν στό
διδασκαλεῖο τῆς ἐποχῆς, γιά νά διδαχθεῖ τά θεῖα καί ἱερά γράμματα καί νά
προκόψει στήν ἀρετή καί τή μάθηση.
῾Ο ῞Οσιος διακρινόταν γιά τή φρόνηση, τήν ἀνδρεία, τή
σωφροσύνη καί τή δικαιοσύνη καί ἐπορευόταν τήν ὁδό τῆς ἁγιότητος καί τοῦ θεοφιλοῦς
βίου. Βλέποντάς τον οἱ γονεῖς του εὐχαριστοῦσαν τόν Θεό καί προσεύχονταν γιά
τήν κατά Θεόν αὔξησή του.
῾Η καρδιά τοῦ ῾Οσίου ἐπιθυμοῦσε τό μονήρη καί ἀσκητικό
βίο. ῎Ετσι σέ λικία δεκαέξι ἐτῶν, παίρνοντας μαζί τόν ἀδελφό του, κατέφυγε
μυστικά στή μονή τοῦ Θεοκλήτου, ὅπου ἐκάρη μοναχός ἀπό τόν γούμενο. ᾿Εδῶ ἐζοῦσε
ἀσκητικά καί προσευχητικά. ᾿Εκεῖνος ὅμως ἀναζητοῦσε νά ἀκολουθήσει τήν συχία
καί νά γίνει ἐρημίτης καί ἀναχωρητής. Τότε ῎Αγγελος Κυρίου παρουσιάζεται στόν
γούμενο τῆς μονῆς καί τοῦ παραγγέλλει νά μήν ἐμποδίσει τό νέο μοναχό στά σχέδιά
του γιά τήν ἀναχώρησή του στήν ἔρημο. Τό ἴδιο πρωΐ ὁ γούμενος προσκαλεῖ τόν
῞Οσιο καί τοῦ δίδει τήν εὐχή του· «Πορεύου, τέκνον, καί Κύριος κατευθύναι τά
πρός αὐτόν σου διαβήματα». Καί τότε, παίρνοντας τόν αὐτάδελφό του μαζί, ἔφυγαν
στήν ἔρημο ἀναζητώντας συχαστικό τόπο. ῎Εφθασαν στήν περιοχή τῆς ᾿Οστείας296,
ὅπου εὑρῆκαν ἕνα «σπηλοειδές κογχάριον» καί ἐκεῖ ἐδιάλεξαν νά στήσουν τή σκηνή
τῶν πνευματικῶν ἀγώνων τους.
᾿Εδῶ ἄρχισαν τά ἔργα τῆς ἀρετῆς μέ ἀγρυπνίες, προσευχές,
ὑπομένοντες κάθε κακουχία καί ἀντιξοότητα. ῎Ετσι ἀξιώθηκαν τῆς διακρίσεως πρός
Θεόν.
῾Η φήμη τοῦ ἐνάρετου ἀσκητοῦ ἐξαπλώθηκε παντοῦ καί πολλοί
πιστοί ἄρχισαν νά τόν ἐπισκέπτονται, γιά νά τόν συμβουλευθοῦν στά πνευματικά
θέματα καί νά λάβουν τήν εὐχή του. ᾿Εκεῖ ἔλαβε καί τήν ἱερωσύνη ἀπό τόν
᾿Επίσκοπο τῆς περιοχῆς. Τότε ἄρχισε νά μεγαλώνει καί ὁ ἀριθμός τῶν μοναχῶν πού
ἐζοῦσαν κοντά του μιμούμενοι τόν ἀγγελικό του βίο.
Γιά τίς λειτουργικές ἀνάγκες τῶν συμμοναστῶν του ἔκτισε
στή σπηλιά ἐκείνη ναό ἀφιερωμένο στόν Σωτήρα Χριστό καί ἐκεῖ, μπροστά στόν
πρόναο τοῦ κογχοειδοῦς αὐτοῦ σπηλαίου, εὑρισκόταν σχεδόν ὅλη μέρα καί ὅλη νύκτα
προσευχόμενος.
Παροιμιώδης ἦταν καί ἀκτημοσύνη τοῦ ῾Οσίου. Εἶχε τό
χάρισμα νά ἀναστρέφεται μέ τά θηρία τοῦ δάσους χωρίς τόν παραμικρό κίνδυνο. Δέν
εἶχε φροντίδα γιά τό τί θά ἐνδυθεῖ ἤ τί θά φάγει. ῞Ολα τά ἄφηνε μέ ἐμπιστοσύνη
στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Καί ὅταν κάποιοι τόν ἐπισκέπτονταν καί τοῦ ἔφερναν κάτι
φαγώσιμο, δέν ἐδίσταζε νά γευθεῖ, ἔστω καί ἐλάχιστα, μαζί τους, ἀκόμη καί λίγο
κρασί, γιά νά διώχνει μακριά τό «οἴημα τῆς ἀνθρωπαρέσκειας», δηλαδή τήν
ὑπερηφάνεια. ῾Ωστόσο, ὅταν ἔμενε μόνος, ἐπανελάμβανε τήν αὐστηρή νηστεία.
Μάλιστα κατά τή Μεγάλη Τεσσαρακοστή τήν ξηροφαγία τήν εἶχε μόνο τό Σάββατο καί
τήν Κυριακή, τηρώντας ἀπόλυτη νηστεία τίς ἄλλες μέρες τῆς ἑβδομάδος.
Στό τέλος τοῦ Βίου τοῦ ῾Οσίου Νικήτα, ὁ βιογράφος του
ἀναφέρει καί δύο ἀπαντήσεις τοῦ ῾Οσίου σέ θεολογικά ἐρωτήματα, πού διάφοροι
ἱερεῖς ὑπέβαλαν στόν ῞Οσιο.
Τό πρῶτο ἦταν σχετικό μέ τή νηστεία τοῦ Μεγάλου Σαββάτου·
μετά τή Θεία Κοινωνία, καταλύουμε ἤ ὄχι; ὁ ῞Οσιος τούς ἀπαντᾶ προκαταβολικῶς
καί τούς ἀναφέρει τό συγκλονιστικό ἐκεῖνο παράδειγμα τοῦ Λειμωναρίου. ῞Ενας
ἐρημίτης μοναχός, πού δέν εἶχε δεῖ ἄνθρωπο στήν ἔρημο πού ἀσκήτευε γιά πολλά
χρόνια, ἐδέχθηκε τήν ἐπίσκεψη κάποιων Χριστιανῶν τή Μεγάλη Τεσσαρακοστή πού τοῦ
ἔφεραν καί διάφορα δῶρα, τυρί καί ἄλλα φαγώσιμα. ῾Ο ἀσκητής τούς προσέφερε καί
ἔφαγε καί αὐτός μαζί τους «μηδόλως διακριθείς». Οἱ πιστοί τό εἶδαν καί
ἐξαφνιάσθηκαν κάπως δυσάρεστα, μά δέν εἶπαν τίποτε. Μόλις ἐγύρισαν, ὅμως, στήν
πόλη πῆγαν καί τό ἀνέφεραν στόν ᾿Επίσκοπο. ᾿Εκεῖνος τόν ἐκάλεσε μπροστά του,
τόν ἤλεγξε μέ αὐστηρό τρόπο καί τόν ἔκλεισε στή φυλακή, ἀποκαλώντας τον πλάνο
καί παραβάτη. Τό μεσημέρι ὁ ᾿Επίσκοπος ἐκάλεσε τούς ἱερεῖς σέ τράπεζα καί εἶπε νά
φέρουν καί τόν ἀσκητή ἀπό τή φυλακή, γιά νά τόν λοιδορήσει καί νά τόν
προσβάλει. ῾Ο ἀσκητής προσπάθησε νά ἐξηγήσει μέ πνευματικά καί εὐγενικά
ἐπιχειρήματα, γιατί τό εἶχε κάνει· «Τόσα χρόνια στήν ἔρημο καθήμενος δέν εἶδα
ἄνθρωπο, γι᾿ αὐτό ὅταν εἶδα τούς ἀδελφούς ἐθεώρησα τήν ἄφιξή τους Πάσχα. Καί
ἐπειδή ὁ ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, δέν μοῦ ἐφάνηκε βαρύ ἤ νά λογισθεῖ
ἁμαρτία τό ὅτι ἔφαγα τυρί μαζί τους». ῞Ομως, ὁ ᾿Επίσκοπος δέν ἤθελε νά ἀκούσει
τίποτε. Τότε ὁ ἀσκητής φωνάζει ἕνα βρέφος σαράντα μερῶν, παιδί τοῦ πρωτοπαππᾶ,
τό πιάνει ἀπό τό χέρι καί τό ἐρωτᾶ δυνατά, γιά νά ἀκούσουν ὅλοι· «Πές μου, ὤ
παιδί μου, ποιός εἶναι ὁ πατέρας σου; Καί, ὤ τοῦ ξένου ἀκούσματος· τό βρέφος
ἐξεβόησε ἐκ τρίτου· ὁ ἐπίσκοπος, ὁ ἐπίσκοπος, ὁ ἐπίσκοπος». Φρίκη καί ντροπή κατέλαβε
τούς ἄλλους, πού δέν ἤξεραν πῶς νά φύγουν ἀπό τό χῶρο γρηγορώτερα.
῾Ο ῞Οσιος Νικήτας ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1079, ὅταν
ἐβασίλευε στό Βυζάντιο ὁ αὐτοκράτορας Νικηφόρος ὁ Βοτανειάτης (1078-1081).
http://www.apostoliki-diakonia.gr/gr_main/eortologio/eortologio.asp?file=jun/23.htm