Η συμφωνία Ελλάδος
Σκοπίων δεσμεύει δολίως και εν καιρώ ειρήνης την Ελλάδα σε θεσμοθετημένη διαρκή
και σταδιακή αμφισβήτηση και απώλεια Εθνικής κυριαρχίας
Προτού προχωρήσουμε σε κάποια ανάλυση της συμφωνίας,
τουλάχιστον σε κάποια μείζονος σημασίας άρθρα (1 – 4- 6 – 7 – 8 ), να
επισημανθεί πως το έρεισμα και βάση της συμφωνίας δεν ήταν κάτι άλλο από την
καταχρηστική ανιστόρητη επίκληση της αυτοδιάθεσης από πλευράς Σκοπίων και η
απόλυτη υποχώρηση της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ κατόπιν συμβιβασμών να δεχτεί τα
βασικά ζητήματα που έθετε η πλευρά των Σκοπίων στους διεθνείς οργανισμούς που
ήταν η εν δυνάμει μη σύνθετη ονομασία σε γλώσσα και ιθαγένεια.
Στο θέμα της ονομασίας που δόθηκε η έμφαση χρήσης με erga
omnes, ήδη από το 2008, έδωσε σαφέστατη ένδειξη ενός ευρύτερου συμβιβασμού με
πλαίσια αυτοδιάθεσης και εμβόλιμης καθιέρωσης του συνδυασμού
«δικαιωμάτων-υποχρεώσεων» των δύο μερών πέραν του ονόματος, δηλαδή δικαιωμάτων
και υποχρεώσεων επί προσδιορισμών ιθαγένειας και γλώσσης που προβλέπονται με
τις πλεονεκτικότερες για τα Σκόπια προϋποθέσεις.
Επίσης προκαταβολικά να αναφερθεί πως οι λόγοι για τους
οποίους η συμφωνία δεν θα έχει καμία διασφάλιση υπέρ της Ελλάδος, καμία
διασφάλιση Ελληνικών συμφερόντων και πως οι «διευκρινήσεις» στα άρθρα τα οποία
φαινομενικώς προλαμβάνουν «αποσχίσεις» ή επιθετικές αλυτρωτικές βλέψεις του
Μέρους των Σκοπίων δεν θα έχουν καμία ισχύ και καμία σαφήνεια ως προς την τυχών
επίκληση τους είναι κατά πρώτον το παράδειγμα της ανάμειξης της Τουρκίας στην
Θράκη και κατά δεύτερον στο εσωτερικό της Βουλγαρίας με την σταδιακή αναγνώριση
των αυτοπροσδιοριζόμενων ως «μακεδόνων» από το ΕΔΑΔ.
Το 2001 το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ισχυρίστηκε ότι η
Βουλγαρία είχε παραβιάσει το δικαίωμα στα μέλη των αυτοπροσδιοριζόμενων
Μακεδόνων στην ελευθερία του συνέρχεσθαι. Η αναγνώριση ιθαγένειας και επικύρωση
της αυτοδιάθεσης και αυτοπροσδιορισμού με ονομασία που περιέχει παράγωγο ή
αυτούσια τον όρο Μακεδονία υπερβαίνει ως γεγονός επικύρωσης του
ψευδολυτρωτισμού τις ψευδείς διασφαλίσεις που προτάσσει (μαζί με άλλα αντιφατικά,
τρωτά και αυτο-αναιρούμενα τμήματα που θα καταδειχθούν) στη συμφωνία η
κυβέρνηση στο Ελληνο-σκοπιανό ζήτημα.
Στο πρώτο άρθρο υπό τον τίτλο διευθέτηση της διαφοράς
«περί το όνομα, των εκκρεμών θεμάτων που σχετίζονται με αυτό και εμπέδωση
σχέσεων καλής γειτονίας» αναφέρεται η αναγνώριση του γειτονικού κρατιδίου ως
«Βόρεια Μακεδονία», δηλαδή εμπεριέχεται ο όρος Μακεδονία σε σύνθετη ονομασία
που ταυτίζεται με τη βόρεια γεωγραφική περιοχή της Ελληνικής περιφέρειας της
Μακεδονίας.
Δημιουργεί αμφιβολίες για το ποια είναι η νότια Μακεδονία
και που ανήκει ή εάν είναι κράτος ή περιφέρεια και σε τι καθεστώς ανήκει σε
σχέση με το κράτος «Βόρεια Μακεδονία» σε τι θα αναφέρεται ή πως θα εκλαμβάνεται
εφεξής η προσδιοριστική γεωγραφικά περιγραφή «δυτική και ανατολική Μακεδονία»,
δεδομένου πως το κράτος μέσω της ονομασίας υπερέχει της περιφέρειας γειτονικού
κράτους με το ίδιο όνομα.
Η περιγραφική ονομασία της αναγνωρισμένης χώρας ως «Βόρεια
Μακεδονία» θα καταλήξει ως σκέτο «Μακεδονία».
H εφαρμογή erga omnes, υπερτιμημένη χωρίς λόγο, για το
servena macedojia, δεν υπάρχει διότι τίθεται ουσιαστικά άνευ αντικειμένου προς
τον προδιαγεγραμμένο συμβιβασμό περιγραφής ιθαγένειας – υπηκοότητας και γλώσσης
χωρίς σύνθετη ονομασία και μετατοπίζεται σε σχέσεις υποχρεώσεων δικαιωμάτων σε
όλα τα πλαίσια αυτοδιάθεσης με μοναδικό όρο να εμπεδωθεί στα Σκόπια ο όρος
«Βόρεια Μακεδονία – North Macedonia» μαζί με μεθύστερες συνταγματικές αλλαγές.
Στο πρώτο άρθρο της συμφωνίας περιγράφεται και η
αναγνώριση του αυτοπροσδιορισμού της μερίδας κατοίκων των Σκοπίων ως
«Μακεδόνες»/πολίτες της δημοκρατίας της Μακεδονίας, με μακεδονική ιθαγένεια
δηλαδή αναγνωρίζεται απόλυτα και χωρίς σύνθετη λέξη το κυριότερο τμήμα των
επιδιώξεων αυτοδιάθεσης του αποκαλούμενου «μακεδονισμού» που θα εγείρει
κληρονομικά δικαιώματα επί την ευρύτερης μακεδονικής περιοχής.
Στο πρώτο άρθρο αναφέρεται ότι οι όροι «Μακεδονία»
«Μακεδόνες» έχουν την ίδια έννοια που αποδίδεται στο άρθρο 7 της συμφωνίας,
ήτοι θα επιβληθεί μέσω της συμφωνίας διαφορετική ερμηνεία ως προς το ιστορικό
πλαίσιο και πολιτιστική κληρονομία. Δεν αναφέρει ως προς την καταγωγή (διότι
αυτό θα το έχουν οι κάτοικοι της Βαρδάσκα), αλλά ως προς το πολιτιστικό
στοιχείο.
Καταρχήν, δεν είναι αρμόδια ούτε δύναται να καταστεί ως
ελεγχόμενη και διαχειρίσιμη κατάσταση από μια οποιαδήποτε κυβέρνηση ή τον
συνδυασμό της κυβέρνησης σύριζα και των Σκοπίων με το να συμφωνήσουν παρανοϊκά
ανιστόρητα να διαμοιράσουν τον όρο Μακεδονία σε «μακεδονική εθνότητα» και
υποτιθέμενης διασφάλισης νοήματος με την ίδια ονομασία ιστορικής γεωγραφικής
περιοχής συνυφασμένης με τον Ελληνισμό. Η Μακεδονία είναι συνυφασμένη και με
καταγωγή αρχαίων φυλών, αρχαίων Ελληνικών φύλων ή συνυφασμένων με την Ελληνική
ιστορία και γλώσσα. Όσες διευκρινίσεις και αν υπάρξουν, στην διεθνή κοινή γνώμη
θα διαχέεται η εντύπωση πλέον ότι οι Αρχαίοι Μακεδόνες δεν μιλούσαν ελληνικά.
Η σημερινή γλώσσα των Σκοπίων είναι ένας συνδυασμός
σερβικών και βουλγαρικών που δεν έχει καμία σχέση με την Ελληνική γλώσσα και
των αρχαίων Μακεδόνων.
Η πρώτη απόδειξη πως η συμφωνία θα δημιουργήσει ένα
σχιζοφρενικό προηγούμενο είναι ο βλακώδης αντιφατικός συσχετισμός του άρθρου 1
και των παραγράφων της για το όνομα της χώρας και ιθαγένειας και του άρθρου 7
που διαχωρίζει :
α) το όνομα της Μακεδονίας και ότι συνεπάγεται επ’ αυτού,
σε νοούμενη για τη μια πλευρά μόνο ως «μακεδονική εθνότητα-ιθαγένεια (κάποιου
«μακεδονικού λαού») και γλώσσα αναγνωρισμένη ως μακεδονική με υποσημείωση ως
ανήκουσας σε νοτιοσλαβική γλωσσική οικογένεια , και
β) σε Ελληνικό πολιτισμικό ιστορικό πλαίσιο της έννοιας
Μακεδονία» για την Ελληνική πλευρά.
Αυταπόδεικτα η κυβέρνηση παραδέχεται πως η συμφωνία είναι
απλώς μια ανιστόρητη πρακτική τακτοποίηση για την οποία λήφθηκε υπόψιν η αξίωση
της αυτοδιάθεσης του σκοπιανού παράγοντα για τη γλώσσα και την ιθαγένεια, σε
συμβιβασμό με ξεχωριστό νόημα Ελληνικού ιστορικού πολιτιστικού στοιχείου της
Μακεδονίας δημιουργώντας απίστευτα ερμηνευτικά μπάχαλα διευθέτησης και
τετελεσμένα σύγκρουσης με το κρατίδιο που θα αναγνωρίζεται ως «Βόρεια
Μακεδονία».
Στην αρχαία Μακεδονία κατοικούσαν αρχαία φύλα (Δωριείς
Μακέδνοι, Θράκες Άργειοι) που σχετίζονταν με την ελληνική ιστορική πολιτιστική
κληρονομία, ιστορία, γραφή – γλώσσα και συγκεντρωτικά σαν Έθνος, υπό την έννοια
εθνικής συγκροτήσεως, που εκλαμβάνεται πλέον μέσω του Ελληνισμού στην Ελληνική
επικράτεια και όχι εθνοτικά ανεξάρτητα ή μέσω διακριτού μεμονωμένου ορισμού
κάποιας υπηκοότητας.
Η κυβέρνηση παρά ταύτα αναγνωρίζει «μακεδονική» υπηκοότητα
-ιθαγένεια και γλώσσα σε γειτνιάζον κρατίδιο. Η δυνατότητα κάθε Μέρους να
ερμηνεύει τον όρο «Μακεδόνες» όπως αυτό επιθυμεί θα αναιρείται ή θα καταστεί
για ένα διάστημα αιτία μη διαχειρίσιμων διενέξεων -εις βάρος της Ελλάδος- από
το γεγονός ότι το ένα κράτος θα κατέχει επισήμως στην ονομασία του κράτους
παράλληλα με την περιγραφή γλώσσας και ιθαγένειας αυτό το όνομα συμφωνώντας το
άλλο κράτος, δηλαδή το υπό αναγνώριση κράτος ως «Βόρεια Μακεδονία».
Το άρθρο 78 του συντάγματος των Σκοπίων αναφέρεται στο
Συμβούλιο διεθνοτικών σχέσεων της χώρας που ορίζεται ότι συμμετέχουν στο
συμβούλιο μέλη από “Μακεδόνες”, Αλβανούς, Τούρκους, Βλάχους κλπ. Από τη
συμφωνία δεν προκύπτει ότι τα συγκεκριμένα άρθρα αλλάζουν αλλά μια γενική
αναφορά σε προσαρμογή χωρίς καμία σαφήνεια και συγκεκριμένη αναφορά.
Συνεπώς, το Μέρος του Ελληνικού κράτους αποδέχεται με τη
συμφωνία και την ιθαγένεια ή υπηκοότητα ως “μακεδονική -πολίτες της Βόρειας
Μακεδονίας και τη “μακεδονική” εθνότητα, μέσω του όρου “Μακεδόνες” που εδώ
χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει αποκλειστικώς τους Σλάβους των Σκοπίων. Ο
όρος «Ιθαγένεια» αντιστοιχίζεται με τον Αγγλικό όρο Citizen / Citizenship. Η
αγγλική απόδοση της ίδιας παραγράφου της συμφωνίας αποδίδεται με διάκριση
μεταξύ του όρου «Nationality» και «Citizeship». Παραπλανητικώς μεταφράζεται το
«Nationality Macedonian» σε «Ιθαγένεια Μακεδονική» αντί «Εθνικότητα Μακεδονική»
που κάνει αντιληπτή την εκ δόλου απόδοση μετάφρασης στα Ελληνικά και ανατρέπει
τους ισχυρισμούς κυβερνητικών ότι με τον όρο «Macedonian Nationality» δεν
αναγνωρίζουν «Μακεδονική εθνικότητα» αλλά μόνο την Ιθαγένεια (που εξίσου σοβαρά
και επικίνδυνα θεμελιώνουν τους κατασκευασμένους αλυτρωτισμούς και πόσο μάλλον
συνδυαστικά).
Σε σχέση με την αναγνώριση ονομασίας όσον αφορά την
γλώσσα, στο άρθρο 1.3 (γ) μέσα στη συμφωνία η τρίτη Συνδιάσκεψη των Ηνωμένων
Εθνών για την τυποποίηση γεωγραφικών ονομάτων του 1977 αναφέρεται εν είδη
«τετελεσμένου» για την αναγνώριση επίσημης ονομασίας (για το σλαβοβουλγαρικό
ιδίωμα) ως «Μακεδονική γλώσσα» των αυτοπροσδιοριζόμενων ως «μακεδόνων».
Στην Συνδιάσκεψη για την τυποποίηση γεωγραφικών ονομάτων
σύμφωνα και με εκπρόσωπο που παρευρίσκονταν στο συνέδριο, δεν ετέθη θέμα
αναγνώρισης της γλώσσας των Σκοπίων ως «Μακεδονικής», δεν συμφωνήθηκε καμία
διεθνή θεσμική αναγνώριση «Μακεδονικής γλώσσας», ούτε ήταν αυτή η αρμοδιότητα
της σύστασης των εκπροσώπων.
Η ρητή αναφορά σε “μακεδονική γλώσσα” δημιουργεί
τετελεσμένο, το οποίο δεν δίνει διασφαλίσεις από την επισήμανση ότι ανήκει στην
οικογένεια νότιων σλαβικών γλωσσών διότι αφού πρόκειται για σλαβογενή γλώσσα, η
ελληνική πλευρά δεν επέμεινε να ονομασθεί σλαβομακεδονική.
Αυτές οι πολλαπλές αντιφάσεις και η απόλυτη συνταύτιση και
προσχώρηση της κυβέρνησης της Ελλάδος στις βασικότερες στρατηγικές βλέψεις και
προπαγανδιστικού αλυτρωτισμού των Σκοπίων που θα δημιουργήσουν μη διαχειρίσιμα
προβλήματα εις βάρος της Ελληνικής πλευράς ανιχνεύονται μέσω της συσχέτιση της
ισχύος του άρθρου 1 και 7, αλλά και μέσω συσχέτισης άλλων άρθρων τα οποία
καταδικάζουν «εκατέρωθεν» αλυτρωτισμούς ή «προπαγάνδες» εν είδη πολιτικής
ορθότητας κατόπιν έκκλησης από κάποιο μέρος της συμφωνίας με αποτέλεσμα όλη η
συμφωνία να αποτελεί ένα ανυπόστατο ασαφές πλαίσιο σε δύο όμως ξεκάθαρα
δεδομένα, αυτά της αναγνώρισης μακεδονικής εθνότητας και γλώσσης και κράτους με
όνομα που εμπεριέχει το όνομα περιφέρειας της Ελλάδος.
Στο πρώτο άρθρο αναφέρεται κι η διευθέτηση για τις
εμπορικές ονομασίες ως αυταπόδεικτο γεγονός της υποχώρησης της κυβέρνησης της
Ελλάδος δημιουργώντας τετελεσμένο παθητικού συμβιβασμού ανάμειξης των Σκοπίων
μέσω ειδικών επιτροπών και Ε.Ε, ανταγωνισμού με δικονομικούς κυκεώνες
δικαστικών διενέξεων σε διεθνή δικαστήρια που θα βγάζουν ντιρεκτίβες
πειθαναγκασμού με προφανή κατάληξη τον περιορισμό και τη σταδιακή απαγόρευση
του ονόματος «Μακεδονία» για εμπορική χρήση. Στο πρώτο άρθρο αποφεύγεται να
αναφερθεί πως η διευθέτηση δεν θα εξαρτάται από επιτροπές επιχειρηματιών ή
αφηρημένων συζητήσεων και «καλής διάθεσης», αλλά θα απορρέουν μέσω γενικότερων
πλαισίων επιβολής των εμβόλιμων ντιρεκτίβων των διεθνών δικαστηρίων και άρα
ανάμειξη οργανισμών στα εσωτερικά της Ελλάδος για τις εμπορικές ονομασίες.
Δηλαδή εάν στην χειρότερη τροπή που καταφέρουν και απαγορεύσουν οι
αναγνωρισμένοι ως «Μακεδόνες» της Βαρντάσκα, το όνομα «Μακεδονία» και παράγωγα
στην Ελλάδα σε κρίσιμα τμήματα και οργανισμούς, τότε αυτομάτως θα επιβάλλεται
και εκτεταμένη απαγόρευση για εμπορικές χρήσεις, με τις επιτροπές και τις
αντιπροσωπείες απλώς να κάνουν διευθέτηση αλλεπάλληλων τετελεσμένων βάσει
δικαστικών αποφάσεων.
Το άρθρο 3 δεν χρίζει ιδιαίτερης ανάλυσης αφού δεν θα ήταν
δυνατόν να εμπεριέχεται στη συμφωνία η δια της βίας απόσπαση και συγχώνευση
εδαφών. Ο απορρέων κίνδυνος εντοπίζεται στα τετελεσμένα που θα επιφέρει
επικύρωση αυτοδιάθεσης «Μακεδονικής ιθαγένειας» ως αποσταθεροποιητικός
παράγοντας με τις κατ’ επέκτασιν αναδυόμενες μεσοπρόθεσμα κληρονομικές εδαφικές
διεκδικήσεις μέσω της αναγνώρισης «μακεδονικής ταυτότητας», αντιστοίχως με την
τουρκική εμπλοκή στη Θράκη και επίκληση της αυτοδιάθεσης. Παραλλήλως κίνδυνος
εντοπίζεται στα αλλεπάλληλα τετελεσμένα που επιδιώκουν μια τείνουσα κατάσταση
διζωνικής οικονομικής ομοσπονδίας επικεντρωμένα προπαρασκευαστικώς στην
διασυνοριακή συνεργασία, «ανοικτή δημοκρατία» με στοιχεία αυτό-διοικητικής
αποκέντρωσης και με αναφορά σε «αμοιβαία υποστήριξη υποψηφιοτήτων» στον ΟΑΣΕ (άρθρο
11), στην υπερ-απλουστευμένη διευκόλυνση των Σκοπίων στην συνεκμετάλλευση ΑΟΖ
ως απόλυτη απόδειξη του δόλου της κυβέρνησης και απόλυτης μειοδοτικής
υποχώρησης με ρητή διευθέτηση αναπομπής στο δίκαιο της Θαλάσσης, ενδεχομένως
στο «sea law -Volume 69», και στο πλαίσιο του άρθρου περί «οικονομικής
συνεργασίας».
Το άρθρο 13 θα μπορούσε άνετα να μην υπάρχει στην συμφωνία
δεδομένου πως τα Σκόπια συνορεύουν και με την Αλβανία και την Βουλγαρία, αλλά
και από καθαρά διπλωματική στάση μικρότερου συμβιβασμού και λιγότερων
παραχωρήσεων.
Μπορεί να εκληφθεί πως το άρθρο 11 της συμφωνίας αποτελεί
αυτούσια παραγγελία του ΟΑΣΕ ή OSCE, που αποτελεί μια μετεξέλιξη μέσα από τη
«Χάρτα των Παρισίων για μια Νέα Ευρώπη» & ODIHR (Office for Democratic
Institutions and Human Rights) και των γενικών αρχών του συμβουλίου της Ευρώπης
– που συνδέεται άμεσα και με το συμβούλιο της ευρωπαϊκής τράπεζας ανάπτυξης
«CEB» – που είναι παλαιότερος οργανισμός «με σκοπό την ευρωπαϊκή ενοποίηση, με
ιδιαίτερη έμφαση στα νομικά πρότυπα και την προστασία των ανθρωπίνων
δικαιωμάτων, τη δημοκρατική ανάπτυξη και τη ρύθμιση των νομοθεσιών, καθώς και
την πολιτισμική συνεργασία στην Ευρώπη».
Ο συσχετισμός ενδεικτικά συμμετοχής διεθνών οργανισμών
μετά το ΝΑΤΟ που ανιχνεύονται ως έχοντες διαφαινόμενα πρωταγωνιστικό ρόλο στη
διαμόρφωση του περιεχομένου και των όρων της συμφωνίας.
Αυτό εύκολα μπορεί να διαπιστωθεί από τις γενικές
ενασχολήσεις του ΟΑΣΕ στην ιστοσελίδα του, που αναπαράγονται ως προς τις
περιγραφές σχεδόν αυτολεξεί -μαζί με αυτούσια αποσπάσματα εκ της ενδιάμεσης
συμφωνίας – σε αρκετά μέρη της συμφωνίας μεταξύ Ελλάδος και Σκοπίων.
Διαπιστώνεται επίσης μέσω του ρόλου του οργανισμού ως συνδετικός κρίκος της
ένταξης των Σκοπίων στο βορειοατλαντικό σύμφωνο του NATO ως σημαντικός εταίρος
του NATO που είναι ο OSCE, αλλά και της συσχέτισης του με την υπογραφή της
τελικής πράξης του Ελσίνκι.
Το άρθρο 4 μπορεί να αποτελέσει αίτιο σφοδρών αντιδράσεων
και στα Σκόπια, αλλά για προφανείς λόγους δεν θα σταθούμε εκεί. Δεν θα μπορούσε
ωστόσο να θεωρηθεί το άρθρο 4 σε σχέση με τα υπόλοιπα της συμφωνίας ως
διασφάλιση της Ελλάδος απέναντι σε αλυτρωτισμούς ή αποτροπή εμπλοκής διεθνών
οργανισμών στα εσωτερικά της Ελλάδος.
Σε σχέση με την τρίτη παράγραφο του άρθρου 4 που θεωρητικά απαγορεύει ρητά την αλλαγή ή και ερμηνεία του συντάγματος ως βάση παρέμβασης και προστασίας πολιτών άλλου Μέρους της συμφωνίας, οι οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή το ΕΔΑΔ λειτουργούν παρά ταύτα ανεξάρτητα από διακρατικές συμφωνίες – ακόμα και ιστορικές συνθήκες- εξετάζοντας και αναγνωρίζοντας ατομικούς και συλλογικούς αυτοπροσδιορισμούς και αυτοδιαθέσεις μόνο κατά την προσφυγή εκπροσώπων σε αυτές αδιαφορώντας για διακρατικές συνθήκες και συμφωνίες. Το βλέπουμε με την απόφαση του 2001 για τους προσδιοριζόμενους ως Μακεδόνες εντός της Βουλγαρίας αλλά και με την υπό συνεχή παραβίαση της συνθήκης της Λωζάνης.
Σε σχέση με την τρίτη παράγραφο του άρθρου 4 που θεωρητικά απαγορεύει ρητά την αλλαγή ή και ερμηνεία του συντάγματος ως βάση παρέμβασης και προστασίας πολιτών άλλου Μέρους της συμφωνίας, οι οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή το ΕΔΑΔ λειτουργούν παρά ταύτα ανεξάρτητα από διακρατικές συμφωνίες – ακόμα και ιστορικές συνθήκες- εξετάζοντας και αναγνωρίζοντας ατομικούς και συλλογικούς αυτοπροσδιορισμούς και αυτοδιαθέσεις μόνο κατά την προσφυγή εκπροσώπων σε αυτές αδιαφορώντας για διακρατικές συνθήκες και συμφωνίες. Το βλέπουμε με την απόφαση του 2001 για τους προσδιοριζόμενους ως Μακεδόνες εντός της Βουλγαρίας αλλά και με την υπό συνεχή παραβίαση της συνθήκης της Λωζάνης.
Τα άρθρα 6-7-8 εάν συσχετιστούν ως προς την ισχύ τους και
την αντίφαση που έρχονται με άλλα τμήματα της συμφωνίας είναι αυτά που θα
μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως προς την ασάφεια τους και της μη διαχειρίσιμης
εφαρμογής και επίκλησης τους ως κάποιο διακρατικό «political correctness».
Ενώ η συμφωνία υποστηρίζει με πρόσχημα τη σταθερότητα και
την ειρήνη, να μην εμπλέκονται ή να μην δραστηριοποιούνται κρατικοί ή ιδιωτικοί
φορείς που εκφράζουν «προπαγάνδες» (χωρίς να αναφερθούν και χωρίς να υπάρχει
κάποιο θεωρητικό αναλυτικά υπόβαθρο για τα όρια και τι είδους περιεχόμενου και
έντασης και τύπου προπαγάνδας) ,»σωβινισμό» ή «μίσος» ή «αναθεωρητισμό», στην
πραγματικότητα καθιερώνει και θεσμοθετεί έναν ολοκληρωτισμό υποχρεώσεων και
παράλληλα εμπλοκής και παρεμβατισμό ντιρεκτίβων από διεθνούς φορείς. Ο
συνδυασμός «δικαιωμάτων-υποχρεώσεων» και συνεχούς διευθέτησης επί αυτών, είναι
ο ορισμός του διεθνούς παρεμβατισμού και ανάμειξης οργανισμών.
Η ιστορία όπως είναι, η διδακτέα σχολική ύλη, η άποψη για
τους μακεδονικούς αγώνες και τους μακεδονομάχους θα τεθούν λόγω τις συμφωνία
στις υποκειμενικές διμερείς υποχρεώσεις απαγόρευσης και αλλοίωσης ως προς την
απόδοση τους μέσω της εποπτείας και δικαιώματος καταγγελίας εκλαμβανόμενης
προπαγάνδας ή σωβινισμού.
Επίσης γίνεται αναφορά για έλεγχο της δραστηριότητας αλυτρωτισμού της Ελλάδος, δηλαδή του Πρώτου Μέρους, προς τα Σκόπια, που φυσικά δεν υφίσταται κάτι τέτοιο.
Επίσης γίνεται αναφορά για έλεγχο της δραστηριότητας αλυτρωτισμού της Ελλάδος, δηλαδή του Πρώτου Μέρους, προς τα Σκόπια, που φυσικά δεν υφίσταται κάτι τέτοιο.
Αυτό το πλαίσιο περί καταγγελίας του αλυτρωτισμού θα
μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τη πλευρά των Σκοπίων σε μια προσφυγή με το
παρανοϊκό πρόσχημα πως με δεδομένο την αναγνώριση μακεδονικής ιθαγένειας,
αλυτρωτισμός είναι η αναφορά σε μακεδομάχους σε «μακεδονικούς αγώνες», αλλά και
η «επιμονή» ‘Ελλήνων να χρησιμοποιούν όνομα τοπικού προσδιορισμού το
«Μακεδόνες» άνω των ορίων της Θεσσαλίας.
Η αναγνώριση μακεδονικής ιθαγένειας ως βασικό συστατικό
του «Μακεδονισμού», και η εκλαμβανόμενη ως διφορούμενη απόδοση της έννοιας της
«Μακεδονίας» για τους κατοίκους της του κράτους υπό αναγνώριση ως «Βόρεια
Μακεδονία» και για τους βορειοελλαδιτες, δεν μπορεί να αποκλείσει το
πλεονέκτημα ενίσχυσης βλέψεων αλυτρωτισμού των αναγνωρισμένων ως Μακεδόνες για
την περιφέρεια της Ελληνικής Μακεδονίας. Η πραγματική εξέλιξη είναι μία γύρω
από τη συμφωνία, και είναι αυτή της δημιουργίας ενός συντριπτικού πλεονεκτήματος
των Σκοπίων πλάγιας επικύρωσης γεωγραφικού αλυτρωτισμού πολιτών «μακεδονικής
ιθαγένειας» και γλώσσης.
Ειδικά το όγδοο άρθρο στην πρώτη και πέμπτη παράγραφο
αποτελεί μια φάρσα που αναιρεί αλλεπάλληλα επιμέρους και θέτει υπό ερμηνείες το
άρθρο 7 και άρα θέτει επι μέρους αναθεωρητισμούς.
Άρθρο 8.1
«Εάν οιοδήποτε από τα μέρη πιστεύει ότι ένα ή περισσότερα
σύμβολα τα οποία συνιστούν μέρος της ιστορικής ή πολιτιστικής κληρονομιάς που
χρησιμοποιείται από το άλλο Μέρος, θα θέσει υπ’ όψιν του άλλου Μέρους τη χρήση την
οποία επικαλείται, και το άλλο Μέρος θα προβεί στις κατάλληλες διορθωτικές
ενέργειες για να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά το ζήτημα και να διασφαλίσει τον
σεβασμό στην προαναφερόμενη κληρονομιά.»
Ως προς το άρθρο 8.1 οι συντάκτες και σχεδιαστές της συμφωνίας
έχοντας διαχωρίσει (θεωρητικά και σχετικά) την έννοια της Μακεδονίας γνωρίζουν
αν μη τι άλλο πως θα καθιερώσουν μέσω της τελικής επικύρωσης δολίως συνθήκες
που θα προκαλούν ατέρμονες διενέξεις μέσω διεθνών οργανισμών και διεθνών
δικαστηρίων σε εξίσου μείζονος σημασίας διακρατικά θέματα λόγω αμετάκλητων
υποχρεώσεων.
Ο νομικός αλλά ανιστόρητος διαχωρισμός έγινε σε
πολιτιστική ιστορική κληρονομιά για το Μέρος της συμφωνίας που αντιστοιχεί στην
Ελλάδα, και σε εθνοτικά και γλωσσικά που αντιστοιχεί σε αναγνωρισμένους ως
«Μακεδόνες». Το ερώτημα που προκύπτει, ένα από τα πολλά βεβαίως λοιπόν γι’ αυτή
τη σχιζοειδή συμφωνία, είναι πως γίνεται, αφού η ιστορική και πολιτιστική
κληρονομία που κατανέμεται στο άρθρο 7 στο συμβαλλόμενο Μέρος που αντιστοιχεί
στην Ελλάδα, να θέτονται στοιχεία πολιτιστικής κληρονομιάς (σύμβολα ή ό,τι
άλλο) στην επίκληση διορθωτικών ενεργειών βάσει του 8.1 από το άλλο
συμβαλλόμενο Μέρος.
Η συμφωνία όσον αφορά τον πολιτιστικό τομέα και τα
εμπορικά σήματα -που είναι αλληλένδετα με τα υπόλοιπα- δημιουργεί ένα
τετελεσμένο στα πρότυπα «political correctness» και συνδυασμό
«υποχρεώσεων-δικαιωμάτων» μεταξύ των δύο μερών, και των δύο περιεχομένων υπό
τον όρο «Μακεδονία» πολιτιστικά ιστορικά για την Ελλάδα και Εθνοτικά
πολιτιστικά και γλωσσικά για τα Σκόπια.
Το 6.3 είναι μια απολύτως ενδεικτική ασάφεια νοοτροπίας
«pollitical corectness» εξεταζόμενων περιπτώσεων υποκίνησης («πιθανής
υποκίνησης») σωβισμού ή εχθρότητας (ενδεχομένως από το «εχθροπάθεια») που
αδυνατεί κανείς να φανταστεί τι τροπή και τι αντίκτυπο στην Ελληνική κοινωνία
θα έχει η επιβολή ντιρεκτίβων για εφαρμογή αυτών.
Με τη γενικότερη ισχύ της συμφωνίας και μείζονος σημασίας
τετελεσμένα είναι βέβαιο πως θα αποτελέσουν βάση δημιουργίας επικίνδυνων
καταστάσεων, ικανές να προσβάλουν τη διεθνή ειρήνη της Χώρας όσον αφορά την
Ελλάδα.
Η έννοια και ο όρος Μακεδονία ρητά εντός της συμφωνίας
αποκτάει διπλή ξεχωριστή σημασία για τα δύο Μέρη, ταυτοχρόνως η συμφωνία
δεσμεύοντας την Ελλάδα αφήνει επιζήμια ένα μπάχαλο -αυτός είναι και ο σκοπό
της- προς διμερή «διευθέτηση» και αμφισβήτηση απείρων πραγμάτων και παραμέτρων
εξίσου όλων εξαιρετικά σημαντικών.
Μια κατάσταση η οποία το λιγότερο που θα δημιουργήσει
είναι αναίτιες υποχωρήσεις και υποχρεώσεις της Ελλάδος που θα προκύπτουν
αλλεπάλληλα, δημιουργώντας την ανάγκη καταφυγής συνεχώς στα διεθνή δικαστήρια.
Το Ελληνικό κράτος δεσμευμένο μέσω της συμφωνίας θα αναμένει μειονεκτικά
αποφάσεις πάνω σε αντιφατικά και αντικρουόμενα ερμηνευτικά τμήματα της
συμφωνίας με τετελεσμένο ρητά στις τελικές διατάξεις (20.9) το αμετάκλητο
γεγονός αναγνώρισης «μακεδονικής ιθαγένειας» για το γειτονικό κράτος.
Εξάλλου η συμφωνία που κλείστηκε από Κοτζιά-Ζάεφ σε πολλά
μέρη συνεχώς επισημαίνει την καταφυγή σε διορθωτικές ενέργειες μέσω δικαστηρίων
και πως κάθε διαφορά θα επιλύεται σύμφωνα με τον χάρτη των ηνωμένων εθνών και
του διεθνούς δικαστηρίου στο άρθρο 19. Άρα η συμφωνία χάνεται ως προς τις
ερμηνείες και αυταπόδεικτα αποτελεί προϊόν συμβιβασμού εν είδη ηττημένων
πολέμου εν καιρώ ειρήνης.
Εν ολίγοις, το σκεπτικό της συμφωνίας εγκαθιδρύει ένα
εκουσίως κατασκευασμένο προπαρασκευαστικό επικυρωμένο «μπάχαλο» εν είδη μη
διαχειρίσιμης χείριστης διεθνούς «νομολογίας» που δεν είναι δυνατόν να
εφαρμοστεί δεδομένου πως δεν υπήρξε τετελεσμένο ως προς τις ασύμμετρες
απορρέουσες υποχρεώσεις, δεν αντικατοπτρίζεται στη υπάρχουσα εν καιρώ ειρήνης
γεωπολιτική σαφή συνοριακή κατάσταση και σχέση Ελλάδος -Σκοπίων (fyrom), ούτε
αιτιολογείται βάσει στα μέχρι πριν την συμφωνία πλεονεκτήματα της Ελλάδος
απέναντι στο ιδεολόγημα του «μακεδονισμού» με τη μη αναγνώριση της ούτως ή
άλλως αβάσιμης «μακεδονικής» ταυτότητας, κάτι που ανατρέπεται όμως με τη
δέσμευση της συμφωνίας.
Σε κάθε προσπάθεια εφαρμογής εξαιτίας των ενεργειών της
κυβέρνησης δια της επικύρωσης της συμφωνίας θα τείνει να προσβάλλεται και να αμφισβητείται
όλο και περισσότερο εμμέσως και άμεσα ποικιλοτρόπως η εθνική κυριαρχία της
χώρας με την ασύμμετρα αντίρροπη ενδυνάμωση της σκοπιανής και διεθνούς
ανάμειξης στο εσωτερικό της Ελλάδος.
Εμπεδοκλής