Η Θεία Λειτουργία
είναι ένα δώρο ατίμητης αξίας που έδωσε ο Θεός στον άνθρωπο. Ο Χριστός,
παραδίδοντας το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, είπε στους μαθητές του: «Τούτο
ποιείτε εις την εμήν ανάμνησιν». Δεν εννοεί να κάνουμε την Θεία Ευχαριστία για
να τον φέρουμε απλώς στη σκέψη μας, αλλά για να τον φέρουμε πραγματικά ανάμεσά
μας. Η ανάμνησή του δεν είναι μια απλή συμβολική ενέργεια, αλλά μια ουσιαστική
πράξη: Να παρακαθίσουμε μαζί του στο δικό του τραπέζι, όπου μας καλεί, και,
ακόμη περισσότερο, το Σώμα και το Αίμα του, αυτός ο ίδιος, να είναι η τροφή
μας. «Λάβετε, φάγετε…». «Γεύσασθε και ίδετε…».
Με τον τρόπο αυτό ο
Χριστός, σε κάθε Θεία Λειτουργία, κάνει και εμάς κοινωνούς του Μυστικού Δείπνου
του. Και μας εισάγει από τώρα στην αναμενόμενη Βασιλεία του. Ο χρόνος της
Λειτουργίας γίνεται χρόνος της Βασιλείας του Θεού. Μας αναβιβάζει από το δικό
μας παρόν στην άχρονη πραγματικότητα της όγδοης ημέρας, στον χωροχρόνο του
μέλλοντος αιώνος. Εκεί όπου η Εκκλησία, στρατευομένη και θριαμβεύουσα,
βρίσκεται από τώρα όλη συναγμένη.
Σε κάθε Λειτουργία ο
Χριστός δεν είναι μόνο ο εσθιόμενος, η τροφή, αλλά και ο εστιάτορας. Αυτός που
παραθέτει «εστίασιν πνευματικήν» για την πνευματική αύξηση των μελών της
Εκκλησίας. «Ο εστιών εν εκατέρω των κόσμων» (Άγιος Νικόλαος Καβάσιλας). Αυτός
που τρέφει και τους δύο κόσμους. Και τον επίγειο, όπου ζούμε ακόμα εμείς, και
τον ουράνιο, όπου έχουν ήδη μετατεθεί όσοι κοιμήθηκαν.
Η Θεία Λειτουργία
είναι η πνευματική τράπεζα του θείου νυμφώνα. Τρέφονται και οι ζώντες και οι
κεκοιμημένοι με αυτή. Γι’ αυτό η Εκκλησία δίνει πολύ συχνά την ευκαιρία να
παρακαθίσουμε στην τράπεζα αυτή. Και το ιερό Σαρανταλείτουργο, που τελείται συνήθως
κατά τη νηστεία των Χριστουγέννων, εντάσσεται στη διαρκή αυτή προσπάθεια της
Εκκλησίας να μας τρέφει πνευματικά με τον ουράνιο άρτο, τον Χριστό. Όπως έχουμε
τονίσει και αλλού, η Θεία Λειτουργία προσφέρεται πάντα και για τους ζώντες και
για τους κεκοιμημένους (Βλ. σχετικό άρθρο μας, Το Σαρανταλείτουργο [α]). Είναι
εδραιωμένη όμως η αντίληψη ότι το Σαρανταλείτουργο τελείται περισσότερο για την
ανάπαυση των κεκοιμημένων.
Οι προσευχές και οι
προσφορές υπέρ των ψυχών είναι αρχαία πρακτική, κάτι που συνηθιζόταν ακόμα και
στην προ Χριστού εποχή. Από πολύ παλιά υπήρχε η πεποίθηση, ότι η ζωή
συνεχίζεται και μετά τον θάνατο και ότι οι ζωντανοί μπορούν να επηρεάσουν προς
το καλύτερο τη μεταθανάτια κατάσταση των ψυχών. Είναι πράγματι έτσι; Έχει
κάποια αξία το πράγμα, ή είναι …λόγια των παπάδων, κατά το λεγόμενο, για να
εκμεταλλεύονται τους αφελείς;
Αναφέρεται στην
Παλαιά Διαθήκη, ότι ο βασιλιάς της Συρίας Αντίοχος Δ΄ ο Επιφανής (176-164 π.
Χ.), εκ των διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου, αθετώντας τη συνετή πολιτική των
προκατόχων του, στράφηκε εναντίον των Εβραίων, λεηλάτησε τον Ναό του Σολομώντα,
ερήμωσε την Ιερουσαλήμ και άλλες πόλεις και επέβαλε με τη βία τη λατρεία των
ειδώλων. Τότε μαρτύρησαν πολλοί ευσεβείς Ιουδαίοι, μεταξύ των οποίων και οι
θαυμάσιοι επτά παίδες οι Μακκαβαίοι με τη μητέρα τους Σολομονή και τον δάσκαλό
τους Ελεάζαρο (τιμούμε τη μνήμη τους την 1η Αυγ.). Οι καταστροφές και τα φοβερά
εγκλήματα του ασεβούς Αντιόχου εξώθησαν τους Ισραηλίτες στη μεγάλη μακκαβαϊκή επανάσταση.
Ο ευσεβής ιερέας Ματταθίας ο Μακκαβαίος, με τους πέντε γιους του και πλήθος
άλλων πιστών Ιουδαίων πέρασαν στην ένοπλη εξέγερση κατά του Αντιόχου.
Αρχηγός των
επαναστατών ήταν ο ένας από τους γιούς του Ματταθία, ο γενναίος Ιούδας ο
Μακκαβαίος. Η ορμή του υπήρξε φοβερή και ακατάβλητη. Αλλά και η ευσέβειά του
μεγάλη. Επικαλούμενος πάντα τη βοήθεια του Θεού, κατάφερε να κατανικήσει παντού
τους στρατηγούς του Αντιόχου και των διαδόχων του και να εξασφαλίσει απόλυτη
θρησκευτική ελευθερία στο Ισραήλ. Κάποτε, μετά από πολλές επιχειρήσεις,
στρατοπέδευσε στην πόλη Οδολλάμ. Αφού ο στρατός του αγνίσθηκε κατά την ημέρα
του Σαββάτου, ο Ιούδας έδωσε εντολή να θάψουν τους στρατιώτες του που είχαν
πέσει στις τελευταίες μάχες. Οι άνδρες του μάζεψαν τα πτώματα των νεκρών για να
τα θάψουν κοντά στους συγγενείς τους, στους τάφους των πατέρων τους.
Ενώ όμως τους
ετοίμαζαν για την ταφή, ανακάλυψαν κάτω από τα ρούχα τους μικρά χρυσά και
αργυρά αφιερώματα στα είδωλα, που είχαν πάρει κρυφά οι στρατιώτες αυτοί σε
κάποια μάχη στην πόλη Ιάμνεια. Αυτό ήταν μεγάλη αμαρτία, γιατί ο νόμος του Θεού
απαγόρευε κάθε επαφή με τα είδωλα. Όλοι τότε κατάλαβαν την αιτία, για την οποία
οι άντρες αυτοί σκοτώθηκαν, και δόξασαν τον Θεό που είναι δίκαιος κριτής και
φανερώνει πράγματα κρυμμένα.
Κατόπιν επιδόθηκαν
σε προσευχή, για να συγχωρήσει ο Θεός την αμαρτία που διαπράχθηκε και να μην
έλθουν και άλλες συμφορές επάνω τους εξ αιτίας της. Ο γενναίος, αλλά και
ευλαβής Ιούδας επωφελήθηκε από την ευκαιρία, για να συστήσει σε όλους να ζουν
μακριά από κάθε αμαρτία, ώστε να αποφεύγονται παρόμοιες καταστρεπτικές
συνέπειες. Εν συνεχεία ζήτησε να γίνει ένας έρανος μεταξύ των στρατιωτών του, ο
οποίος και απέδωσε το ποσό των 2.000 αργυρών δραχμών της εποχής. Έστειλε τα
χρήματα αυτά στα Ιεροσόλυμα, για να προσφερθεί θυσία εξιλαστήρια, για τη
συγχώρηση της συγκεκριμένης αμαρτίας των νεκρών Ιουδαίων.
Η πράξη αυτή του
γενναίου Ιούδα χαρακτηρίστηκε ως άκρως επαινετή και αναγκαία, διότι υπαγορεύτηκε
από την πίστη που είχε στη μέλλουσα ανάσταση των νεκρών. «Υπέρ αναστάσεως
διαλογιζόμενος». Αν δεν πίστευε ότι οι φονευθέντες στρατιώτες του θα αναστηθούν,
θα ήταν ανώφελο και ανόητο να ζητεί προσευχές υπέρ των νεκρών. Ήξερε όμως ότι
όσοι πέθαιναν με ευσέβεια, θα είχαν «κάλλιστον χαριστήριον», την καλύτερη
αμοιβή. Γι’ αυτό και φρόντισε να γίνει η θυσία του εξιλασμού για τους νεκρούς
εκείνους, ώστε να απαλλαγούν και αυτοί από την αμαρτία που είχαν διαπράξει (Β΄
Μακ. κεφ. 12).
Η πίστη αυτή διήκει
από την αρχαιότατη εποχή της Παλαιάς Διαθήκης μέχρι τις μέρες μας. Ακολουθώντας
και εμείς την πανάρχαια τακτική των πατέρων μας, προσφέρουμε όχι μια απλή,
ατελή, αιματηρή θυσία εξιλασμού, αλλά την υπέρτατη, αναίμακτη και τέλεια θυσία
της Θείας Ευχαριστίας, για την ανάπαυση των κεκοιμημένων μας και για την πνευματική
προκοπή των ζώντων. Η προσφορά αυτή είναι απόλυτα σημαντική και ευεργετική για
τις ψυχές που έχουν αποδημήσει από τα επίγεια και δεν μπορούν πλέον να
φροντίσουν από μόνες τους για αυτά που χρειάζονται στην νέα κατάσταση, όπου
έχουν εισέλθει. Το χρέος για τη φροντίδα τους βαρύνει πλέον απόλυτα τους δικούς
μας ώμους.
Το Σαρανταλείτουργο
μας δίνει την μοναδική ευκαιρία να ευφράνουμε τους αγαπημένους μας που δεν
βρίσκονται πλέον μαζί μας. Σε κάθε Θεία Λειτουργία η τράπεζα του Θεού είναι
γεμάτη και ανοιχτή σε όλους τους προσκεκλημένους. Προς το παρόν, για όσο θα
ζούμε, τις προσκλήσεις ο Θεός τις έβαλε στα χέρια μας, να τις μοιράζουμε εμείς.
Και θα ’ταν κρίμα να αδικήσουμε κάποιους και να ξεχάσουμε να τους καλέσουμε στο
πανευφρόσυνο τραπέζι της Βασιλείας του Θεού.
Πώς θα αντικρύσουμε το παραπονεμένο βλέμμα τους κατά την
ώρα της τελικής κρίσης;
ΚΑΛΟ ΣΑΡΑΝΤΑΗΜΕΡΟ – ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ!
Σαρανταήμερο 2018