Μνήμη του αγίου Πατρός ημών Διονυσίου του νέου επισκόπου
Αιγίνης του θαυματουργού του εκ Ζακύνθου. (17 Δεκεμβρίου)
Ένας νέος από
αρχοντική οικογένεια αφήνει τα εγκόσμια και πηγαίνει στο μοναστήρι. Αυτό
βέβαια δεν είναι συνηθισμένο και φυσικό, όχι μόνο σήμερα, αλλά και σε κάθε
καιρό. Το φυσικό και συνηθισμένο είναι μια καλή κοινωνική αποκατάσταση, να
ακολουθήσει το παιδί το έργο του πατέρα και να συνεχίσει την οικογενειακή παράδοση. Αλλ’
όμως βρίσκονται νέοι, κι ας διαμαρτύρονται κι ας αντιδρούν οι γονείς τους, που
βγαίνουν από τη συνήθεια και ξεπερνάνε τα ανθρώπινα μέτρα. Είναι, καθώς λέγει ο
Ιησούς Χριστός, «οι δυνάμενοι χωρείν».Ποτέ βέβαια με τη δική τους μόνο θέληση
και δύναμη, αλλά πάντα οπλισμένοι και δυνατοί με τη θεία χάρη.
Θαυμαστός λοιπόν
και μακαριστός είναι κι ο άγιος Διονύσιος, που αναφάνηκε στα νεώτερα χρόνια
αστέρας φαεινότατος, μαζί με πολλούς άλλους μάρτυρες και οσίους, μετά την άλωση
της Κωνσταντινουπόλεως. Ήταν οικονομία της θείας Πρόνοιας να στηριχθεί στη
δοκιμασία του το αιχμάλωτο γένος των ορθοδόξων χριστιανών. Ο άγιος Διονύσιος
γεννήθηκε στη Ζάκυνθο στα 1547 από γονείς που ξεχώριζαν στο νησί για τη
λαμπρή τους κοινωνική θέση και την οικονομική τους κατάσταση. Ο άγιος του Θεού
σε νεαρή ηλικία τα άφησε όλα, και κοινωνική θέση και πλούτο, κι έφυγε στο
μοναστήρι της Παναγίας της Παντοχαράς, που είναι στα Στροφάδια, δύο μικρά
αμπελοφυτεμένα νησιά, που βρίσκονται στο Ιόνιο πέλαγος στα νότια της Ζακύνθου.
Όταν τελειώθηκε
στη μοναχική άσκηση, χειροτονημένος εν τω μεταξύ ιερέας, ο άγιος Διονύσιος
ξεκίνησε να πάει προσκυνητής στους Αγίους Τόπους. Ο δρόμος του τον έφερε να
περάσει από την Αθήνα, και ο τότε Μητροπολίτης Αθηνών Νικάνορας, που είδε και
εκτίμησε την πνευματικότητα και τις αρετές του ιερομόναχου Διονυσίου, τον
κράτησε κοντά του και σε λίγο καιρό τον εξέλεξε και τον χειροτόνησε επίσκοπο
Αιγίνης. Στην παλιά πόλη της Αίγινας σώζεται και σήμερα έξω από την
Εκκλησία ο πέτρινος θρόνος, όπου ο άγιος Διονύσιος ανέβαινε και κήρυττε στους
χριστιανούς. Ο άγιος του Θεού ποίμανε το πνευματικό του στην Αίγινα ποίμνιο,
καθώς λέγει η θεία Γραφή, «μετ’ επιστήμης», σαν αληθινός δηλαδή και καλός
ποιμένας της Εκκλησίας. Το νησί της Αίγινας είναι ευλογημένος τόπος, όπου τον
πάτησαν και τον άγιασαν δύο όσιοι Πατέρες της Εκκλησίας· τότε μεν ο άγιος
Διονύσιος και στις ημέρες μας ο άγιος Νεκτάριος ο επίσκοπος Πενταπόλεως. Κι οι
δύο αξιωμένοι με τη χάρη των θαυμάτων, γι’ αυτό κι οι δύο στην Εκκλησία με τον
τίτλο του θαυματουργού.
Ο άγιος
Διονύσιος, αφού ποίμανε για καιρό την επαρχία του, ύστερα παραιτήθηκε, γύρισε
στην πατρίδα του τη Ζάκυνθο και πέρασε το υπόλοιπο του βίου του ως ηγούμενος
στο μοναστήρι της Αναφωνήτριας. Αυτό θα πει πως ο αληθινός μοναχός, κι όταν
λάβει ιερατικούς βαθμούς κι όταν φτάσει να γίνει επίσκοπος, δεν ξεχνάει και
θυμάται πάντα πως πρώτ’ απ’ όλα είναι μοναχός. Στο μοναστήρι
της Αναφωνήτριας έλαμψε ακόμα για μια φορά η αγιοσύνη του ανθρώπου του Θεού.
Συγχωρεί τον φονιά του αδελφού του!
Κάποια μέρα μπήκε
στο κελλί του ένας κυνηγημένος άνθρωπος, τρέμοντας και ζητώντας προστασία. Είχε
βάψει τα χέρια του σε ανθρώπινο αίμα, είχε σκοτώσει τον αδελφό του αγίου
Διονυσίου. Όταν το άκουσε, ο Άγιος ήταν φυσικό να κλάψει μέσα του και φανερά να
δακρύσει, ύστερα όμως σηκώθηκε, άνοιξε την πίσω πόρτα του κελλιού του και
οδήγησε το φονιά να φύγει, να κρυφτεί και να σωθεί. Αυτή είναι μια ξεχωριστή
και μοναδική πράξη στους βίους των Αγίων της Εκκλησίας, για την οποία δεν
υπάρχει ανθρώπινο μέτρο για να την κρίνουμε. Πολύ περισσότερο, που όταν οι
συγγενείς του σκοτωμένου, αλλά και του Αγίου, και τα όργανα της εξουσίας ήλθαν
στο κελλί και ρωτούσαν για το φονιά, ο άγιος Διονύσιος προσποιήθηκε κι απάντησε
πως δεν τον είχε δει και πως δεν ήξερε τίποτε. Γι’ αυτό ένας Ζακυνθινός
ποιητής, θέλοντας να εγκωμιάσει την αρετή του αγίου Διονυσίου και θαυμάζοντας
το παράδειγμά του, σ’ ένα του ποίημα έγραψε αυτό τον παράδοξο στίχο-«αγιάζει ο
δούλος του Θεού την ώρα που αμαρτάνει»!
Η αμαρτία του
Αγίου ήταν ότι έκρυψε το φονιά του αδελφού και είπε πως δεν τον είδε. Γι’ αυτό
λέμε ότι έδώ δεν υπάρχει ανθρώπινο μέτρο για να κρίνουμε την πράξη του αγίου
Διονυσίου. Ένα μόνο μέτρο υπάρχει, ο λόγος του Χριστού, που λέγει· «αγαπάτε
τους εχθρούς υμών». Τα παραπέρα δεν είναι δικά μας, αλλ’ ανήκουν στη κρίση του
Θεού.
Ο άγιος Διονύσιος
εκπλήρωσε το κοινό χρέος του βίου και «ετελειώθη εν ειρήνη» στα 1624, σε ηλικία
δηλαδή 77 ετών. Κατά την επιθυμία του, τον έθαψαν στο μοναστήρι της μετάνοιας
του στα Στροφάδια. Όταν ύστερα από χρόνια θελήσανε να κάμουν ανακομιδή των
αγίων λειψάνων του, το ιερό σκήνος βρέθηκε ολόκληρο και ακέραιο, ντυμένο
τα αρχιερατικά άμφια, όπως το είχαν θάψει, ξεχύνοντας μια πνευματική και
αγιασμένη ευωδία. Το μετέφεραν αργότερα στη Ζάκυνθο και είναι τώρα και το
προσκυνούν οι πιστοί στο ναό, που τιμάται στο όνομα του αγίου Διονυσίου.
Στα 1703 η Ιερά
Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ύστερα από αναφορές και αιτήσεις του
κλήρου και του λαού της Ζακύνθου, που βεβαίωναν για τα πολλά θαύματα και για
την πίστη και συνείδηση της τοπικής Εκκλησίας στην αγιοσύνη του, ανακήρυξε
επίσημα και συγκαταρίθμησε τον άγιο Διονύσιο επίσκοπο Αιγίνης στο εκκλησιαστικό
αγιολόγιο για να τιμάται και εορτάζεται από τους πιστούς και να δοξάζεται στο
όνομά του ο Θεός, που είναι «θαυμαστός εν τοις αγίοις αυτού», τώρα και πάντα
και στους ατελεύτητους αιώνες. Αμήν.
(Μητροπ. Σερβίων
και Κοζάνης +Διονυσίου, «Εικόνες έμψυχοι», εκδ. Αποστ. Διακονίας)
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Τῆς Ζακύνθου τὸv γόνον καὶ Αἰγίvης τὸν πρόεδρον, τὸv φρουρὸν μονῆς τὼv Στροφάδωv, Διοvύσιοv ἅπαντες, τιμήσωμεv συμφώνως οἱ πιστοί, βοῶντες πρὸς αὐτὸν εἰλικριvῶς· Tαῖς λιταῖς τοὺς τὴv σὴν μνήμην ἐπιτελοῦντας σῶσον καὶ βοῶντάς σοι· Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ· δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι· δόξα τῷ δωρησαμένῳ σε ἡμῖv, πρέσβυν ἀκοίμητον.
Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἑορτάζει σήμερον, τῶν Ζακυνθίων ἡ πόλις, ἑορτὴν χαρμόσυνον, σὺν τῇ μονῇ τῶν Στροφάδων, Αἴγιναν, τὴν ἐν Κυκλάσι προσκαλουμένη, ᾄσμασιν, ἀξιοχρέως συνευφημῆσαι, καὶ φαιδρῶς πανηγυρίσαι, τὸ κοινὸν κλέος, νῦν Διονύσιον.
Κάθισμα
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Ἀγάπης τῷ δεσμῷ, συντεθεὶς θεοφόρε, διέλυσας τρανῶς, τὴν κακίαν τῆς ἔχθρας· φονέα γὰρ συγγόνου σου, πεφευγότα τῇ σκέπῃ σου, μὴ εἰδότα σε, τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ εἶναι, δίκης ἔσωσας, ἐπικειμένου θανάτου, καὶ σῶον ἀπέστειλας.
Ὁ Οἶκος
Σιγησάτωσαν, ἤδη σιγησάτωσαν οἱ μέχρι δεῦρο σφαλερῶς λέγοντες, μὴ εἶναι τῇ θεοσώστῳ Ζακύνθῳ τὸν οἰκεῖον προστάτην, καὶ πρὸς Θεὸν πρέσβυν θερμότατον, καθὰ καὶ ἐν πολλαῖς τῶν ἐπισήμων πόλεων καὶ χωρῶν ὀρθοδόξων. Ἔνεστι γὰρ καὶ μάλα καλῶς ὁ σεπτὸς ἐν Ἱεράρχαις Διονύσιος, ὁ θαυμαστὸς Αἰγίνης πρόεδρος, ταύτης δὲ γόνος εὐκλεὴς καὶ θρέμμα ἀξιέπαινον. Οὐκέτι λοιπὸν ζηλοῖ Ζάκυνθος ἡ εὐδαίμων Κεφαλληνίαν καὶ Κέρκυραν, τὰς φίλας γείτονας, διὰ τὸ αὐτὰς μέγα σεμνύνεσθαι ἐπὶ τοῖς θείοις καὶ ἱεροῖς λειψάνοις Γερασίμου τε καὶ Σπυρίδωνος, ἀλλοδαποῖς τυγχάνουσιν, ἀλλ' ἐκείνας μὲν προσφιλῶς συγκαλεῖται πρὸς φαιδρὰν πανήγυριν τοῦ ἰδίου αὐτόχθονος, ὥσπερ δὴ καὶ προσφόρως τὴν ἐν Κυκλάσι προσφωνεῖ Αἴγιναν, σὺν τῇ πανσέπτῳ τῶν Στροφάδων Μονῇ, τῇ τὸ θεῖον καὶ ἱερὸν αὐτοῦ σκῆνος εὐτυχῶς θησαυρισάσῃ, τοῦ ἀξίως εὐφημῆσαι καὶ φαιδρῶς πανηγυρίσαι, τὸ κοινὸν κλέος, νῦν Διονύσιον.
Μεγαλυνάριον
Ήκεν εκ Στροφάδων ως θησαυρός, τη πόλει Ζακύνθου, το Σον Λείψανον το σεπτόν, και καταπλουτίζει, θαυμάτων ενεργείας, των ευσεβών τα στίφη, ω Διονύσιε.