Το σημαντικότερο μέρος του έργου του Ιωάννου του Χρυσοστόμου, του πολυγραφότερου πατέρα της εκκλησίας, αποτελούν οι ποικίλου περιεχομένου λόγοι και ομιλίες που εκφώνησε με διάφορες αφορμές. Στους λόγους αυτούς χρωστά τη μεγάλη φήμη που απολάμβανε ως εκκλησιαστικός ρήτορας ήδη από την εποχή του (φήμη που τον χάρισε άλλωστε από τον 5ο αι. μ.Χ. την προσωνυμία "Χρυσόστομος").
Η ρητορική του δεινότητα οφειλόταν εν πολλοίς στην εξαιρετική εκπαίδευση που είχε λάβει ως νέος στην Αντιόχεια κοντά στον περίφημο ρητοροδιδάσκαλο Λιβάνιο. Τα θέματα που συνήθως τον απασχολούν είναι κυρίως ηθικά και κοινωνικά, ενώ η γλώσσα του είναι σχετικά απλή. Πολλοί από τους λόγους του έχουν επικαιρικό χαρακτήρα, αλλά αρκετοί είναι επίσης κατηχητικοί, δογματικοί και εορταστικοί. Στους κατηχητικούς (τους σχετικούς δηλ. με τη διδασκαλία του δόγματος) λόγους του Ιωάννη συγκαταλέγεται και ο Κατηχητικὸς εἰς τὸ ἅγιον πάσχα, ο οποίος μέχρι και σήμερα διαβάζεται στο τέλος της Λειτουργίας της Αναστάσεως. Αν και η γνησιότητα του λόγου έχει αμφισβητηθεί από ορισμένους φιλολόγους, ο λόγος δεν παύει σε κάθε περίπτωση να αποτελεί εξαίρετο δείγμα έντεχνης χριστιανικής πεζογραφίας. Η ιδιαιτερότητά του δεν έγκειται μόνο στην ευρεία χρήση ρητορικών τρόπων αλλά και στα ποιητικά στοιχεία που ενυπάρχουν σ αυτόν, τα οποία επιτρέπουν ίσως τη διαπίστωση συγγένειας με την υμνογραφία.
ΑΡΧΙΚΟ ΚΕΊΜΕΝΟ
[59.721] Εἴ τις εὐσεβὴς καὶ φιλόθεος, ἀπολαυέτω τῆς καλῆς ταύτης καὶ λαμπρᾶς πανηγύρεως· εἴ τις δοῦλος εὐγνώμων, εἰσελθέτω χαίρων εἰς τὴν χαρὰν τοῦ Κυρίου αὐτοῦ· εἴ τις ἔκαμε νηστεύων, ἀπολαβέτω νῦν τὸ δηνάριον. εἴ τις ἀπὸ πρώτης ὥρας εἰργάσατο, δεχέσθω σήμερον τὸ δίκαιον ὄφλημα· εἴ τις μετὰ τὴν τρίτην ἦλθεν, εὐχαριστῶν ἑορτάσῃ· εἴ τις μετὰ τὴν ἕκτην ἔφθασε, μηδὲν ἀμφιβαλλέτω· καὶ γὰρ οὐδὲν ζημιοῦται· εἴ τις ὑστέρησεν εἰς τὴν ἐνάτην, προσελθέτω μηδὲν ἐνδοιάζων· εἴ τις εἰς μόνην ἔφθασε τὴν ἑνδεκάτην, μὴ φοβηθῇ τὴν βραδυτῆτα. φιλότιμος γὰρ ὢν ὁ δεσπότης, δέχεται τὸν ἔσχατον, καθάπερ καὶ τὸν πρῶτον· ἀναπαύει τὸν τῆς ἑνδεκάτης, [59.722] ὡς τὸν ἐργασάμενον ἀπὸ τῆς πρώτης· καὶ τὸν ὕστερον ἐλεεῖ, καὶ τὸν πρῶτον θεραπεύει· κἀκείνῳ δίδωσι, καὶ τούτῳ χαρίζεται. καὶ τὰ ἔργα δέχεται, καὶ τὴν γνώμην ἀσπάζεται. καὶ τὴν πρᾶξιν τιμᾷ, καὶ τὴν πρόθεσιν ἐπαινεῖ. οὐκοῦν εἰσέλθητε πάντες εἰς τὴν χαρὰν τοῦ Κυρίου ἡμῶν. καὶ πρῶτοι καὶ δεύτεροι τὸν μισθὸν ἀπολάβετε, πλούσιοι καὶ πένητες μετ᾽ ἀλλήλων χορεύσατε, ἐγκρατεῖς καὶ ῥᾴθυμοι τὴν ἡμέραν τιμήσατε, νηστεύσαντες καὶ μὴ νηστεύσαντες εὐφράνθητε σήμερον. ἡ τράπεζα γέμει, τρυφήσατε πάντες· ὁ μόσχος πολύς, μηδεὶς ἐξέλθοι πεινῶν. πάντες ἀπολαύσατε τοῦ πλούτου τῆς χρηστότητος. μηδεὶς θρηνείτω πενίαν· ἐφάνη γὰρ ἡ κοινὴ βασιλεία. μηδεὶς ὀδυρέσθω τὰ πταίσματα· [59.723] συγγνώμη γὰρ ἐκ τοῦ τάφου ἀνέτειλε· μηδεὶς φοβείσθω τὸν θάνατον· ἠλευθέρωσε γὰρ ἡμᾶς ὁ τοῦ Σωτῆρος θάνατος· ἔσβεσεν αὐτόν, ὑπ᾽ αὐτοῦ κατεχόμενος· ἐκόλασε τὸν ᾅδην κατελθὼν εἰς τὸν ᾅδην. ἐπίκρανεν αὐτὸν γευσάμενον τῆς σαρκὸς αὐτοῦ. καὶ τοῦτο προλαβὼν Ἡσαΐας ἐβόησεν· ὁ ᾅδης, φησίν, ἐπικράνθη. συναντήσας σοι κάτω ἐπικράνθη· καὶ γὰρ κατηργήθη· ἐπικράνθη, καὶ γὰρ ἐνεπαίχθη. ἔλαβε σῶμα, καὶ Θεῷ περιέτυχεν· ἔλαβε γῆν, καὶ συνήντησεν οὐρανῷ· ἔλαβεν ὅπερ ἔβλεπε, [59.724] καὶ πέπτωκεν ὅθεν οὐκ ἔβλεπε. ποῦ σου, θάνατε, τὸ κέντρον; ποῦ σου, ᾅδη, τὸ νῖκος; ἀνέστη Χριστός, καὶ σὺ καταβέβλησαι· ἀνέστη Χριστός, καὶ πεπτώκασι δαίμονες· ἀνέστη Χριστός, καὶ χαίρουσιν ἄγγελοι· ἀνέστη Χριστός, καὶ νεκρὸς οὐδεὶς ἐπὶ μνήματος. Χριστὸς γὰρ ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν, ἀπαρχὴ τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο. αὐτῷ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων· ἀμήν.
MIGNE, Patrologia Graeca 59, 721-724
MIGNE, Patrologia Graeca 59, 721-724
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΣΙΤΣΙΡΙΔΗΣ
Αν είναι κανείς πιστός και ευλαβής, ας απολαύσει την ωραία αυτή και λαμπρά πανήγυρη. Αν είναι κανείς δούλος σώφρων, ας εισέλθει χαρούμενος στη χαρά του Κυρίου του. Αν καταπονήθηκε κανείς από τη νηστεία, ας λάβει τώρα το δηνάριο.1 Αν δούλεψε κανείς από την αυγή, ας δεχτεί σήμερα τη δίκαιη αμοιβή. Αν κανείς ήλθε αργά το πρωί, ας εορτάσει ευγνώμων. Αν έφτασε κανείς μεσημέρι, ας μην αμφιβάλλει καθόλου· γιατί καθόλου δεν ζημιώνεται. Αν έφτασε κανείς αργά το απομεσήμερο, ας πλησιάσει χωρίς ενδοιασμό. Αν έφτασε κανείς μόλις την ενδεκάτη,2 ας μην φοβηθεί για την αργοπορία· όντας ο κύριος του οίκου γενναιόδωρος δέχεται τον έσχατο όπως ακριβώς και τον πρώτο. Προσφέρει ξεκούραση σε κείνον που εργάστηκε την ενδεκάτη όπως σε κείνον που εργάστηκε από την αυγή. Και τον τελευταίο ευσπλαχνίζεται, και τον πρώτο περιποιείται. Και σε κείνον δίνει, και σ᾽ αυτόν χαρίζει. Και τα έργα υποδέχεται, και τη γνώμη καλωσορίζει. Και την πράξη τιμά, και την πρόθεση επαινεί. Εισέλθετε λοιπόν όλοι στη χαρά του Κυρίου μας. Και οι πρώτοι και οι δεύτεροι λάβετε την αμοιβή σας. Πλούσιοι και φτωχοί χορέψτε αγκαλιασμένοι. Εγκρατείς και αμέριμνοι τιμήσατε την ημέρα. Νηστεύσαντες και μη νηστεύσαντες ευφρανθείτε σήμερα. Το τραπέζι είναι γεμάτο, απολαύστε την πολυτέλεια όλοι. Ο μόσχος είναι πολύς, κανείς ας μη φύγει πεινασμένος. Απολαύστε τον πλούτο της χρηστότητας. Κανείς ας μη θρηνεί τη φτώχεια· εμφανίστηκε η κοινή βασιλεία. Κανείς ας μην οδύρεται για τα σφάλματά του· γιατί ανέτειλε από τον τάφο η συγχώρεση. Κανείς ας μη φοβάται το θάνατο· γιατί ο θάνατος του Σωτήρα μάς ελευθέρωσε. Τον έσβησε, ενώ ήταν υπό την εξουσία του. Τιμώρησε τον Άδη, αφού πρώτα κατέβηκε στον Άδη. Τον επίκρανε, όταν εκείνος γεύτηκε τη σάρκα του. Ο Ησαΐας το προφήτευσε αυτό: «Ο Άδης», λέει, «επικράνθη».3 Οταν σε συνάντησε κάτω, επικράνθη. Γιατί καταργήθηκε. Επικράνθη, γιατί ενεπαίχθη. Πήρε στα χέρια του ανθρώπινο σώμα, και βρέθηκε μπροστά στον Θεό. Πήρε γη, και βρήκε ουρανό. Πήρε αυτό που έβλεπε, και έπεσε σ᾽ αυτό που δεν έβλεπε. «Πού είναι, θάνατε, το κεντρί σου; Πού είναι, Άδη, η νίκη σου;»4 Αναστήθηκε ο Χριστός, και συ καταβαραθρώθηκες. Αναστήθηκε ο Χριστός, και οι δαίμονες ρίχτηκαν κάτω. Αναστήθηκε ο Χριστός, και χαίρονται οι άγγελοι. Αναστήθηκε ο Χριστός, και κανείς νεκρός δεν μένει πια στο μνήμα. Γιατί ο Χριστός σηκώθηκε από το μνήμα και έγινε οδηγός των κεκοιμημένων. Σ᾽ αυτόν η δόξα και η δύναμη στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
(μετάφραση Σταύρος Τσιτσιρίδης)
1Το δηνάριο (εδώ μεταφορικά, αντί για την "αμοιβή") ήταν το ασημένιο νόμισμα των Ρωμαίων.
2 Η μέτρηση της ώρας προέκυπτε από τη διαίρεση της ημέρας (= ανατολή - δύση ηλίου) σε 12 διαστήματα (ὧραι καιρικαὶ). Το ίδιο ίσχυε και για τη νύχτα. Η έκτη ώρα συνέπιπτε πάντα με το μεσημέρι. Η ενδεκάτη ώρα προσδιόριζε συνεπώς το χρονικό διάστημα λίγο πριν αρχίσει να νυχτώνει.
3 Ησαΐας 14,9.
4 Προς Κορινθίους Α΄ 15,55.