2ο Διεθνὲς Συνέδριο
μὲ θέμα «Ἅγιοι Τόποι καὶ Ρωμηοσύνη»
Εἰσηγητής: κ.
Ἐμμανουὴλ Γ. Βαρβούνης, Ἀναπληρωτὴς Καθηγητὴς Λαογραφίας, Τμῆμα Ἱστορίας καὶ
Ἐθνολογίας Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης
Θέμα: «Ὁ Πανάγιος
Τάφος στὴ λαϊκὴ θρησκευτικὴ παράδοση τῆς Ρωμηοσύνης»
Ο Πανάγιος Τάφος
υπήρξε ανέκαθεν το ιερότερο παλλάδιο της Ορθοδοξίας, αλλά και της
χριστιανοσύνης γενικότερα. Όπως είναι γνωστό, ήδη από τον πρώτο χριστιανικό
αιώνα ο τόπος όπου σταυρώθηκε, πέθανε, ετάφη και αναστήθηκε ο Θεάνθρωπος Ιησούς
αποτέλεσε προσκύνημα για όλους τους χριστιανούς. Καθιερώθηκε έτσι η πρακτική
της προσκυνηματικής θεωρίας, η οποία παρά τις ιστορικές και άλλες περιπέτειες
της περιοχής, παρά τις κατακτήσεις και τις κάθε λογής καταστροφές, παρά την –
επώδυνη συχνά – συνύπαρξη με τις άλλες μεγάλες μονοθεϊστικές θρησκείες της
ανθρωπότητος, συνεχίζεται με αμείωτο ενδιαφέρον και με αυξανόμενη ένταση ως και
τις μέρες μας.
Το σπουδαιότερο μνημείο της χριστιανοσύνης, που αποτελεί
πόλο έλξης και προσκυνήματος για εκατομμύρια πιστούς κάθε χρόνο, απαντά με
διάφορα ονόματα, στις πηγές και τη βιβλιογραφία που διαθέτουμε. Οι παλαιότερες
ελληνικές πηγές τον αναφέρουν ως «Μαρτύριον», «Ανάστασιν», «Ναό του Κυριακού
Τάφου» και «Ναό του Αγίου Τάφου», ενώ στους ευρωπαίους, και ευρύτερα στη διεθνή
κοινότητα, είναι γνωστός ως «Holy Sepulchre». Στους παλαιότερους μάλιστα
προσκυνηματικούς οδηγούς και τα «Προσκυνητάρια» των Αγίων Τόπων γίνονται
θαυμαστικές και εγκωμιαστικές αναφορές στο μέγεθος, την παλαιότητα και την
θρησκευτική σπουδαιότητά του, αφού περικλείει τους βασικούς χώρους του
μαρτυρίου και της Αναστάσεως του Κυρίου.
Έχοντας ακολουθήσει τις ιστορικές περιπέτειες και τις
τύχες των Αγίων Τόπων, ο Ναός διαμορφώθηκε σταδιακά, στο πέρασμα των αιώνων,
μέσα από μια διαδικασία καταστροφών, επισκευών και ανοικοδομήσεων, ώστε σήμερα
να μην παρουσιάζει την κλασική εικόνα ενός χριστιανικού ναού. Με τις ιδιοτυπίες
και την ασυμετρία που παρουσιάζει, και με τον εσωτερικό του χώρο να αποτελείται
από πολλά και σχεδόν αυτόνομα προσκυνήματα, ο Ναός απεικονίζει τη δράση και το
έργο των διαφόρων κατακτητών, των καταστροφέων, των επισκευαστών του, αλλά και
των ποικίλων χριστιανικών ομολογιών, πλην της κυρίαρχης ελληνορθόδοξης
Αγιοταφικής Αδελφότητας, που κατά καιρούς κατείχαν – ή συνεχίζουν να κατέχουν –
τμήματά του.
Είναι μάλιστα απολύτως ενδεικτικό, για τη στενή λατρευτική
και ψυχική σχέση της Ρωμιοσύνης ολόκληρης με τον Πανάγιο Τάφο το γεγονός ότι
όταν το 1808, σφοδρή πυρκαγιά, που ξεκίνησε από το παρεκκλήσιο των Αρμενίων,
κατέστρεψε μεγάλο μέρος του Ναού, η καταστροφή προκάλεσε την άμεση παρέμβαση
του Γένους, που με εράνους προχώρησε στην αποκατάσταση του κτίσματος, υπό την
επίβλεψη του Έλληνα αρχιτέκτονα Κομνηνού από τη Μυτιλήνη, επί Πατριάρχου
Πολυκάρπου. Έτσι, παρά τις αντιδράσεις των άλλων ομολογιών, το έργο
αποπερατώθηκε ταχύτατα, και τότε κατασκευάσθηκε και το Ιερό Κουβούκλιο του
Παναγίου Τάφου που βλέπει σήμερα ο προσκυνητής. Πρόκειται για έργο που
εκτελέστηκε αποκλειστικά από ελληνικά χέρια, όπως φανερώνει το σχετικό πρακτικό
με τις υπογραφές των μαστόρων, που σώζεται στο Πατριαρχικό Αρχείο, και με τις
οικονομικές δυνάμεις του Γένους των Ρωμαίων και μόνον.
Όπως είναι γνωστό από την πλούσια σχετική βιβλιογραφία, η
πυρκαγιά του 1808 κατέστρεψε την παλαιότερη κατασκευή που προστάτευε τον Τάφο,
ώστε κατά την επισκευή του Ναού που ακολούθησε, με κοινή οικονομική συνεισφορά
ολοκλήρου του Γένους, το μνημείο να δεχτεί επένδυση με πλάκες τοπικού
ερυθρόλευκου λίθου, λαμβάνοντας την μορφή του Ιερού Κουβουκλίου, την οποία
σήμερα βλέπει ο προσκυνητής, στο δυτικό μέρος της Ροτόντας. Έτσι, οι Έλληνες
Ορθόδοξοι, δηλαδή η Αγιοταφική Αδελφότητα και το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων,
αποτελούν ιστορικά τους μόνους και αποκλειστικούς ανακαινιστές, αλλά και τους
ουσιαστικούς και δικαιωματικούς κατόχους και κυριάρχους του ιερού αυτού
προσκυνήματος, γεγονός που επισημαίνεται και από την παρουσία Ελληνορθόδοξου
φύλακα του Παναγίου Τάφου στην είσοδο του Ιερού Κουβουκλίου, που πάντοτε
ρυθμίζει τα της εισόδου των προσκυνητών, και φροντίζει για την άσκηση των
διακαιωμάτων της Αγιοταφικής Αδελφότητος και την απαρέγκλιτη τήρηση των όρων
του ισχύοντος προσκυνηματικού καθεστώτος. Αυτές οι παράμετροι, ιστορικά
κατοχυρωμένες και αναλλοίωτες στο πέρασμα του χρόνου φανερώνουν την
διαχρονικότητα της λατρευτικής σχέσης του Γένους με τον Πανάγιο Τάφο, αλλά και
αποτελούν την βάση πάνω στην οποία εδράζεται η απρόσκοπτη συνέχιση της σχέσης
αυτής.
Πορευόμενος προς τον Πανίερο Ναό της Αναστάσεως, και προς
την ολοκλήρωση του προσκυνήματός του, ο ευσεβής προσκυνητής, μέσω στενών οδών
με καταστήματα, που κατά κανόνα πωλούν είδη θρησκευτικής λαϊκής τέχνης και
σχετιζόμενα με την «προσκυνηματική θεωρία», εισέρχεται στην Αγία Αυλή, και
βλέπει μπροστά του το επιβλητικό οικοδόμημα του Ναού. Στην Αγία Αυλή τελείται,
την Μεγάλη Πέμπτη, η τελετή του Ιερού Νιπτήρα, με τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων να
υποδύεται τον Χριστό, και δώδεκα ιερείς να έχουν τον ρόλο των μαθητών του. Η
περιγραφή που ακολουθεί είναι δομημένη με βάση την πορεία που συνήθως
ακολουθείται μέσα στο Ναό, και η οποία υπακούει στην ιστορική αλληλουχία των
γεγονότων του Πάθους και της Αναστάσεως του Κυρίου, στα οποία είναι αφιερωμένα
τα επιμέρους προσκυνήματα που ο Ναός περικλείει.
Αισθάνεται δε ο προσκυνητής άμεση, κυριαρχική και
δεσπόζουσα την παρουσία της Ρωμιοσύνης στον Πανάγιο Τάφο, αφού απολύτως κυριαρχική
είναι η θέση του Ελληνορθοδόξου Πατριαρχείου Ιεροσολύμων τόσο στο Ναό της
Αναστάσεως, όσο και στα υπόλοιπα ιερά προσκυνήματα της Παλαιστίνης. Στην
πνευματική, διοικητική και ποιμαντική διακαιοδοσία του Πατριαρχείου ανήκουν
σήμερα ο Ναός της Αναστάσεως, και ειδικότερα το μεγάλο «καθολικό των
Ορθοδόξων», ο Γολγοθάς, ο Πανάγιος Τάφος και τα παρεκκλήσια του Αδάμ, του
Ακανθίνου Στεφάνου, του εκατόνταρχου Λογγίνου, των κλαπών και της φυλακής του
Χριστού.
Η κυριαρχία του Γένους των Ρωμαίων στο βασικό αυτό
προσκύνημα, έχει επιβεβαιωθεί και με θαυματουργικό τρόπο, που αντανακλάται στην
λαϊκή θρησκευτική πίστη και παράδοση της Ρωμιοσύνης. Την συναντά ο προσκυνητής
ήδη με την είσοδό του στο Ναό της Αναστάσεως, στο μνημειακό μαρμάρινο φάτνωμα
της κεντρικής εισόδου. Ο μεσαίος κίονας στο αριστερό μέρος του εισερχομένου,
φέρει στο κάτω μέρος του τη σχισμή του Αγίου Φωτός. Σύμφωνα με την παράδοση, το
1580 ο σουλτάνος Μουράτ Γ΄ παραχώρησε το δικαίωμα της αφής του Αγίου Φωτός
στους Αρμενίους, μετά από σχετική χρηματική προσφορά προς την Υψηλή Πύλη. Έτσι,
το μεσημέρι του Μεγάλου Σαββάτου εκείνης της χρονιάς οι ορθόδοξοι, έχοντας
επικεφαλής τους κληρικούς και τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων , συγκεντρώθηκαν στην
αγία Αυλή, ενώ ο Αρμένιος Πατριάρχης εισήλθε στο Ιερό Κουβούκλιο. Ωστόσο, παρά
τις προσευχές του το Άγιο Φως δεν εμφανίστηκε μέσα στο Ναό, παρά ξεπήδησε από
την συγκεκριμένο κίονα, προξενώντας και την ρωγμή που σήμερα βλέπει ο
προσκυνητής. Μάλιστα, ο παριστάμενος εμίρης Τούνομ, σύμφωνα πάντοτε με την ίδια
παράδοση, βλέποντας το θαύμα ομολόγησε το μεγαλείο της «πίστεως των Ελλήνων»,
με αποτέλεσμα να τιμωρηθεί με θάνατο. Η αρμενική εκδοχή της ίδιας παράδοσης
αναφέρεται σε θαυμαστή εκπήδηση του Αγίου Φωτός από τη σχισμή αυτή, ώστε να το
λάβουν φτωχοί προσκυνητές που δεν είχαν χρήματα να πληρώσουν για να μπουν στο
Ναό, αν όμως συνδυάσουμε την παράδοση με την ως σήμερα εκφρασμένη – και
διαχρονικώς ισχύουσα – αρμενική διεκδίκηση επί της τελετής του Αγίου Φωτός,
φαίνεται ότι η ελληνική εκδοχή είναι πλησιέστερη προς την ιστορική αλήθεια.
Η θέση του Παναγίου Τάφου στην λαϊκή λατρευτική παράδοση
της Ρωμιοσύνης υπογραμμίζεται και από τις περιπτώσεις κατά τις οποίες το
ιεροσολυμιτικό τυπικό επέδρασε άμεσα πάνω σε μορφές της ελληνικής λαϊκής
λατρείας. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της τελετής του Νιπτήρα, που από
τα Ιεροσόλυμα διαδόθηκε και σε άλλες ελληνικές περιοχές. Σύμφωνα με το τυπικό
του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, το πρωί
της Μεγάλης Πέμπτης ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων ιερουργεί στο παρεκκλήσιο του
αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου, και μετά το πέρας της θείας λειτουργίας στον Ιερά
Αυλή τελείται η ακολουθία του Νιπτήρος, εν μέσω πλήθους προσκυνητών : πάνω σε
ειδική εξέδρα, ο Πατριάρχης πλένει συμβολικά τα πόδια δώδεκα αρχιμανδριτών και
ιερέων, ενώ ταυτοχρόνως διαβάζονται τα αντίστοιχα ευαγγελικά αναγνώσματα, σε
ανάμνηση των πράξεων του Κυρίου, ο οποίος έπλυνε τα πόδια των μαθητών του στο
υπερώον, πριν τον Μυστικό Δείπνο. Κατόπιν, ο Πατριάρχης και οι κληρικοί
πορεύονται στο κτήριο του Πατριαρχείου, όπου ευλογούνται οι πιστοί. Με βάση την
τέλεση του Νιπτήρα στα Ιεροσόλυμα, η τελετή αυτή διαδόθηκε κατόπιν στην Πάτμο,
στη Σάμο και σήμερα εξαπλώνεται σε διάφορες ελληνικές περιοχές, οι επίσκοποι
των οποίων υιοθετούν την τέλεσή του, με σκοπό πάντοτε την καλλιέργεια της ευλάβειας
και της ευσέβειας στο ποίμνιό τους.
Κυριαρχική όμως είναι η μοναδική τελετή του Αγίου Φωτός,
που συγκλονίζει ολόκληρη τη χριστιανοσύνη, το Μεγάλο Σάββατο, και σχετίζεται
άμεσα με τον Πανάγιο Τάφο. Πρόκειται για αναστάσιμο φως, που εξέρχεται
θαυματουργικά από τον Πανάγιο Τάφο, και διανέμεται στους πιστούς από τον
Πατριάρχη Ιεροσολύμων προς ευλογία και αγιασμό, στερείται δε καυστικής δύναμης.
Για το Άγιο Φως έχουν, κατά τη διαδρομή των αιώνων, γραφτεί πολλά, από τα οποία
ξεχωρίζουν η σχετική διατριβή του Νεοφύτου του Καυσοκαλυβίτου «Περί επιταφίου
φωτός» και η επιστολή του Νικηφόρου Θεοτόκη προς τον Μιχαήλο Λαρισαίο, του
1775, αλλά και το σχετικό κείμενο του Αδαμαντίου Κοραή «Διάλογος περί του εν
Ιεροσολύμοις Αγίου Φωτός».
Το μεσημέρι του Μεγάλου Σαββάτου ο Ελληνορθόδοξος
Πατριάρχης Ιεροσολύμων λιτανεύει, μαζί με τους αρχιερείς και τον κλήρο του
Πατριαρχείου, στο Καθολικό του Ναού της Αναστάσεως και γύρω από τον Πανάγιο
Τάφο. Προηγουμένως, ο Πατριάρχης και οι κληρικοί έχουν ενδυθεί τα άμφιά τους
στο Καθολικό, όπου έχουν προσέλθει οι θρησκευτικοί και πνευματικοί λειτουργοί
των υπολοίπων χριστιανικών ομολογιών για να «πάρουν καιρό» από τον Πατριάρχη,
ώστε να λάβουν μέρος στην τελετή του Αγίου Φωτός. Στη συνέχεια βγαίνουν από
εκεί με λαμπρή λιτανευτική πομπή, στην οποία προηγούνται λάβαρα και χοροί που
ψάλουν «Την Ανάστασίν σου, Χριστέ Σωτήρ». Η θύρα του Κουβουκλίου έχει από πριν
σφραγιστεί, αφού ο χώρος ερευνηθεί μήπως υπάρχουν εκεί υλικά από τα οποία θα
μπορούσε να παραχθεί φως. Από την σφραγίδα της θύρας κρέμονται δύο ταινίες, από
τις οποίες μία κρατά Ελληνορθόδοξος και μία Αρμένιος μοναχός Στη συνέχεια, και
αφού σβηστούν όλα τα φώτα του Ναού, σπάζει η σφραγίδα της θύρας και ο
Πατριάρχης μπαίνει στο Κουβούκλιο μόνο με ένα λευκό στιχάριο, αφού πριν
ερευνηθεί μήπως φέρει μαζί του κάτι από το οποίο θα μπορούσε να ανάψει φως,
κατόπιν δε η θύρα σφραγίζεται, ώστε να μην υπάρχει δυνατότητα αφής φωτός.. Μέσα
στον Πανάγιο Τάφο, ο Πατριάρχης προσεύχεται γονυκλινής μέχρις ότου εμφανιστούν
«Θεού ευδοκία» θαυματουργικά σταγόνες Αγίου Φωτός, από τις οποίες ανάβει δύο
δέσμες από τριάντα τρία κεριά κάθε μία.
Από τους πυρσούς αυτούς, ο Πατριάρχης μεταδίδει το Άγιο
Φως στους πιστούς, έξω από τον Πανάγιο Τάφο, οι οποίοι πανηγυρίζουν με
εκδηλώσεις χαράς και ευφροσύνης για την ευλογία της ελεύσεως και πάλι του Αγίου
Φωτός. Πριν την μετάδοση στους πιστούς, ο Πατριάρχης, μέσω δύο ειδικών οπών στα
τοιχώματα του πρώτου θαλάμου του Κουβουκλίου, μεταδίδει το Άγιο Φως σε
εκπρόσωπο μιας οικογένειας Ορθοδόξων, που το μεταφέρει στο άγιο Βήμα του
Καθολικού και το παραδίδει στον Σκευοφύλακα, από την δεξιά οπή, και στους
εκπροσώπους των Αρμενίων, των Κοπτών και των Σύρων, από την αριστερή οπή. Στην
τελετή αυτή συγκεντρώνεται μέγα πλήθος πιστών, τόσο προσκυνητών όσο και
αραβοφώνων Ορθοδόξων, με αποτέλεσμα και η πρόσβαση στο Ναό να είναι αδύνατη,
αλλά και συνωστισμός να παρατηρείται. Μόλις ο Πατριάρχης βγει από το Ιερό
Κουβούκλιο κρατώντας δύο αναμμένους πυρσούς κατευθύνεται στο άγιο Βήμα του
Καθολικού, ενώ οι χοροί ψάλουν το «Ανάστα ο Θεός κρίνων την Γην», και αρχίζει η
καθιερωμένη θεία λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου, ενώ οι Αρμένιοι εισέρχονται
στον Πανάγιο Τάφο και πλένουν το μάρμαρο του Αγίου Τάφου με ροδόσταγμα. Η όλη
τελετή είναι λαμπρή, η δε ευλογία του Αγίου Φωτός μεταδίδεται πλέον σε πολλά
σημεία της Ορθόδοξης Χριστιανοσύνης, καθώς μεταφέρεται με ειδικές πτήσεις, ώστε
να διανεμηθεί το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου, στους κατά τόπους ορθοδόξους
ναούς, κατά την τελετή της Αναστάσεως.
Τέλος, ας σημειωθεί ότι η αφή του Αγίου Φωτός είναι
προνόμιο του Ελληνορθόδοξου Πατριάρχη Ιεροσολύμων, δύο δε τουλάχιστον φορές
στην ιστορία του Ναού της Αναστάσεως μαρτυρείται ότι η απομάκρυνση του
Πατριάρχη και η παραχώρηση του προνομίου σε ετεροδόξους, Λατίνους και
Αρμενίους, επέφερε την μη επέλευση του Αγίου Φωτός, έως ότου ή θαυματουργικά
εμφανίστηκε στο σημείο που στεκόταν ο Πατριάρχης ή κατέστη αναγκαία η πρόσκλησή
του στον Πανάγιο Τάφο, ώστε με τις δικές του προσευχές να εμφανιστεί
θαυματουργικά το Άγιον Φως. Με ειδική πτήση, το Άγιον Φως μεταφέρεται στην
Ελλάδα, και από εκεί σε κάθε γωνιά της ελληνικής επικράτειας, ώστε να
διανεμηθεί στους πιστούς κατά την ακολουθία της Αναστάσεως, το βράδυ του
Μεγάλου Σαββάτου. Οι μαρτυρίες των πηγών μας υποδεικνύουν ότι το Άγιον Φως,
μαζί με το «βάπτισμα» στον Ιορδάνη, αποτελούσαν τα δύο βασικά σημεία της
τελετουργίας του προσκυνήματος των Ρωμιών στον Πανάγιο Τάφο, για την οποία θα
γίνει εκτενέστερος λόγος στη συνέχεια.
Το τελετουργικό προσκύνημα, το «χατζηλίκι», υπήρξε η
κυριότερη τελετουργική δίοδος μέσω της οποίας σφυρηλατήθηκε η ουσιαστική στενή
λατρευτική σχέση της Ρωμιοσύνης, ιδιαίτερα δε του Γένους στην ευρύτερη περιοχή
της Μικράς Ασίας, με τον Πανάγιο Τάφο. Κατά την ηλεκτρονική Εγκυκλοπαίδεια
Μείζονος Ελληνισμού, του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού, «Πρόκειται για
φαινόμενο επαναλαμβανόμενο σε ετήσια βάση. Για λόγους ασφαλείας και όχι μόνο οι
προσκυνητές κινούνταν σε ομάδες, είτε ακολουθούσαν χερσαίους δρόμους είτε
θαλάσσιους. Η διάρκεια του ταξιδιού μπορούσε να φθάσει συνολικά ως και τους 6
μήνες. Ξεκινούσε δηλαδή συχνά στα τέλη Οκτωβρίου, και συγκεκριμένα μετά τη γιορτή
του αγίου Δημητρίου, και τελείωνε με την επιστροφή των χατζήδων στον οικισμό
μετά το Πάσχα, ως και τα μέσα Μαΐου. Σε αυτή την περίπτωση το ταξίδι
καθοριζόταν από ετήσιες κανονικότητες που καθόριζαν και άλλες πτυχές της ζωής
στις παραδοσιακές κοινωνίες. Ενώ η επιστροφή γινόταν πάντα μετά το Πάσχα, με
πιθανότερη ημερομηνία αναχώρησης από τα Ιεροσόλυμα την Κυριακή του Θωμά, η
ημερομηνία έναρξης του ταξιδιού ποίκιλλε ανά περιοχή από τα τέλη Οκτωβρίου ως
και την Καθαρά Δευτέρα». Επρόκειτο για
ταξίδι επικίνδυνο και πολυέξοδο, που απαιτούσε μακροχρόνια προετοιμασία και
αποτελούσε λατρευτική και προσκυνηματική εμπειρία ζωής για το Γένος, επί σειρά
αιώνων. Σύμφωνα δε με την ίδια εγκυκλοπαίδεια «Στο χατζηλίκι συμμετείχαν και
άνδρες και γυναίκες. Η συμμετοχή των δύο φύλων επιβεβαιώνεται και από τις
προσφωνήσεις με τις οποίες δηλώνεται η πραγματοποίηση του προσκυνήματος.
Τέτοιες προσφωνήσεις κατέληγαν συχνά να ενσωματωθούν στο όνομα ως πρώτο
συνθετικό. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι η ενσωμάτωση του τίτλου του χατζή στα
ανδρικά βαπτιστικά, από όπου προήλθαν αργότερα και πολλά επίθετα».
Από τη σχετική πλούσια βιβλιογραφία, γνωρίζουμε όλες τις
λεπτομέρειες του μεγάλου αυτού προσκυνηματικού εγχειρήματος. Αναγράφεται
χαρακτηριστικά στην ηλεκτρονική Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, του
Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού : «Κατά τη διάρκεια της παραμονής στους Αγίους
Τόπους οι προσκυνητές επισκέπτονταν τα προσκυνήματα εντός και εκτός
Ιεροσολύμων. Ανάλογα με τη χρονική στιγμή της άφιξής τους συμμετείχαν διαδοχικά
στις εξής σημαντικές θρησκευτικές εορτές: Χριστούγεννα, Φώτα, Ευαγγελισμός της
Θεοτόκου, Πάσχα. Η συμμετοχή στην τελετή αφής του Αγίου Φωτός κατά τη διάρκεια
της ακολουθίας της Αναστάσεως ήταν ένα από τα απαραίτητα συμβολικά στοιχεία της
διαδικασίας του προσκυνήματος…. Προμηθεύονταν επίσης δώρα για συγγενείς, φίλους
και κατ’ επέκταση για τα μέλη της κοινότητας. Συνήθως επρόκειτο για αναμνηστικά
δώρα ή φυλαχτά. Αγόραζαν ακόμη σάβανα για ηλικιωμένα μέλη της κοινότητας
κατόπιν παραγγελίας…. Η είσοδος των χατζήδων στο χωριό κατά την επιστροφή τους
γινόταν επίσης με τελετουργικό τρόπο. Σχηματιζόταν πομπή που κατέληγε στην
εκκλησία, όπου τελούνταν πανηγυρική δοξολογία. Ακολουθούσαν επισκέψεις στα
σπίτια των χατζήδων, όπου μοιράζονταν τα δώρα που εκείνοι είχαν φέρει».
Με μια εκφραστική περιγραφή ο Βασ. Φαρασόπουλος (στην
ιστοσελίδα www.athos.edo.gr) αποτυπώνει το λατρευτικό βίωμα των προσκυνητών
σχετικά με τον Πανάγιο Τάφο και τις θρησκευτικές τελετές που τελούνται εκεί :
«Στην ακολουθία της Ανάστασης πηγαίνουν όλοι ανεξαιρέτως οι προσκυνητές. θέλουν
και είναι ηθική επιταγή να μη λείψει κανείς από τη μεγάλη ακολουθία της
ανάστασης του Κυρίου. Περιμένουν με αγωνία να βγει το άγιο φως και να
λαμπρυνθούν οι καρδιές, γιατί πιστεύουν πως, αν συμβεί και δεν βγει το άγιο
φως, περιμένουν τους ανθρώπους μεγάλες δυσκολίες. Μόλις βγαίνει ο δεσπότης από
την κρύπτη με τη λαμπάδα αναμμένη, ακούγεται από όλους τους προσκυνητές βαθύς
και δυνατός στεναγμός ανακούφισης και τα πρόσωπα χαμογελούν πασχαλινά. Χιλιάδες
πιστοί, που μιλάνε διαφορετικές γλώσσες, θα κάνουν απέραντη υπομονή, για να
ανάψουν τη λαμπάδα τους από τη γνήσια πηγή φωτός. Όταν έρθει η ώρα και ακουστεί
το “Χριστός Ανέστη”, οι καμπάνες θα ηχήσουν χαρμόσυνα και το ποδοβολητό των
χριστιανών θα σείσει τον περίχωρα του ναού, Τα χρόνια εκείνα δεν υπήρχαν
κροτίδες και βεγγαλικά. Τα όπλα που κρατούν δυνατά, ούτε υπάρχουν ούτε
επιτρέπονται. Σε αντικατάσταση όλων αυτών έρχεται η χαρά και εκδηλώνεται με
ισχυρό ποδοβολητό που έχει τον συμβολισμό του. Ο ολοκληρωμένος χρόνος παραμονής
στους Αγίους Τόπους είναι μέχρι την Πεντηκοστή. Οι περισσότεροι όμως
προσκυνητές αρχίζουν το ταξίδι του γυρισμού μετά την Κυριακή του Θωμά».
Αυτά τα ιδιαίτερα ιεροσολυμιτικά προσκυνηματικά
ενθυμήματα, οι σταυροί και τα είδη από σεντέφι, ελεφαντόδοντο και
μαργαριταρόριζα, αλλά και τα φυλακτά από τον Πανάγιο Τάφο, τα σάβανα και τα
μικρά δοχεία με λάδι και αγιάσματα από το Ναό της Αναστάσεως και από τα πανάγια
προσκυνήματα της Αγίας Γης έπαιζαν ανέκαθεν καθοριστικό ρόλο στην λαϊκή
λατρευτική συμπεριφορά του Γένους. Ο Βασ. Φαρασόπουλος, επικεντρωνόμενος κυρίως
στους Καππαδόκες προσκυνητές του Παναγίου Τάφου, περιγράφει με λεπτομέρεια τα
αγιοταφίτικα αυτά λατρευτικά ενθυμήματα : «Ένα σπουδαίο και συνηθισμένο δώρο
είναι το σάβανο με τους σταμπωτούς σταυρούς και την παράσταση της ανάστασης του
Κυρίου. Αυτό προορίζεται για πολλούς ηλικιωμένους, που το περιμένουν ή το έχουν
παραγγείλει. Μετά έρχεται το δώρο για τον παπά και την εκκλησία του χωριού. Εδώ
πρέπει να είναι κάτι που χρησιμεύει και αρμόζει στο έργο του ιερέα. Για την
εκκλησία μπορεί να είναι κάποιο εικόνισμα, κάποιο εκκλησιαστικό βιβλίο ή κάποιο
καντήλι ασημένιο, να στέκει κα( να φωτίζει μπρος στο εικόνισμα του αγίου, Που
έρχεται από τα άγια χώματα. Τα δώρα που έρχονται από τους Αγίους Τόπους είναι
πολλά και διάφορα. Όλα όμως αυτά δεν πρέπει να έχουν μεγάλο όγκο και βάρος,
γιατί θα είναι δύσκολη η μεταφορά. Ανάλογα με τον βαθμό συγγενείας και
εκτίμησης είναι και τα δώρα που έρχονται. Σταυροί σε διάφορα μεγέθη και από
διάφορα υλικά, εικόνες, κομπολόγια, διαφορετικών υλικών και χρωμάτων,
κομποσκοίνια, θυμίαμα γιά την εκκλησία και για τα σπίτια, ιερά σκεύη για την
εκκλησία και άλλα πράγματα που συνδέονται με τη θρησκευτική ζωή των ανθρώπων».
Είναι δε απολύτως χαρακτηριστικό το ότι τα τελετουργικά
αυτά αντικείμενα συχνά αποτελούσαν κύρια όργανα πολλών μαγικοθρησκευτικών
πράξεων και πρακτικών, στα πλαίσια πάντοτε της λαϊκής λατρείας, όπως την
αντιλαμβάνεται και την εξασκεί το ευσεβές Γένος μας. Σήμερα βεβαίως, που το
προσκύνημα έχει σημαντικά διευκολυνθεί, κάποτε δε παίρνει και την μορφή του
λεγόμενου «προσκυνηματικού τουρισμού», πολλά από τα τελετουργικά αυτά στοιχεία
έχουν απλοποιηθεί ή ξεχαστεί. Στην ψυχή όμως των Ορθοδόξων, το προσκύνημα στον
Πανάγιο Τάφο πάντοτε συνδέεται με την αίσθηση μιας ξεχωριστής συγκίνησης και
συνεπάγεται την πρόσκτιση μοναδικών πνευματικών εμπειριών. Γι’ αυτό και οι
ομάδες προσκυνητών εξακολουθούν να μεταβαίνουν στην Αγία Πόλη των Ιεροσολύμων,
με την πρωτοβουλία πια των ενοριών ή των ειδικευμένων στα προσκυνήματα
ταξιδιωτικών γραφείων, αποζητώντας τον αγιασμό και την ευλογία δια του
προσκυνήματος στα μέρη όπου έζησε και δίδαξε ο Ιησούς Χριστός, κυρίως δε στον
Πανάγιο Τάφο Του.
Τη στενή λατρευτική σχέση της Ρωμιοσύνης με τον Πανάγιο
Τάφο συντηρεί και δομεί η δράση της Αγιοταφιτικής Αδελφότητος. Οι κληρικοί και
οι μοναχοί που στελεχώνουν σήμερα τον Πανάγιο Τάφο και το Ναό της Αναστάσεως,
και οι οποίοι φυλάγουν τα προσκυνήματα και επιβλέπουν την τάξη και την ευκοσμία
του προσκυνήματος, ανήκουν στην γεραρά και ευφήμως γνωστή, στον χριστιανικό
κόσμο αλλά και παγκοσμίως, Αγιοταφική Αδελφότητα, η ύπαρξη και η δράση της
οποίας είναι αρρήκτως συνδεδεμένη με την ιστορική πορεία και την διαχρονική
παρουσία των προσκυνημάτων αυτών.
Ήδη από το 326, οπότε και αναδείχθηκαν ο Πανάγιος Τάφος
και ο Γολγοθάς με την οικοδόμηση των πρώτων ναών, μία ομάδα μοναχών και
κληρικών συσπειρώθηκε γύρω τους, με σκοπό την διαφύλαξή τους, τη συνεχή λατρεία
του Κυρίου και την ανάπτυξη οργανωμένης πνευματικής ζωής. Οι κληρικοί και οι
μοναχοί αυτοί είναι γνωστοί στις πηγές ως «Τάγμα των Σπουδαίων», ή «Σπουδαίοι
της Αγίας του Χριστού Αναστάσεως», και αποτελούν τους προδρόμους της σημερινής
«Αγιοταφικής Αδελφότητος», που διακονεί τον Πανάγιο Τάφο και τα Ιερά
Προσκυνήματα της Αγίας Γης, στελεχώνει το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων και κρατά
άσβεστο το φως της Ορθοδοξίας στους Αγίους Τόπους. Είναι απολύτως
χαρακτηριστικό το ότι ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων, ήδη τον 4ο αιώνα, γράφει
για κληρικούς που τελούσαν την θεία λατρεία στον Γολγοθά αδιαλείπτως.
Από περιγραφές και πληροφορίες προσκυνητών και περιηγητών
γνωρίζουμε ότι ακόμη και στους πρώτους αιώνες οι «Σπουδαίοι» τελούσαν
καθημερινά μεταμεσονύκτιες ακολουθίες στον Πανάγιο Τάφο, ενώ με το πέρασμα του
χρόνου διαμορφώθηκε ιδιαίτερο τυπικό για τις ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδος
και της Διακαινησίμου Εβδομάδος από τους Αγιοταφίτες, το οποίο εν πολλοίς
ισχύει μέχρι και σήμερα. Ηγούμενος του Τάγματος υπήρξε ο εκάστοτε Επίσκοπος ή
Πατριάρχης Ιεροσολύμων, όπως και σήμερα συμβαίνει. Σχηματίστηκε έτσι ένα
μοναδικό στην ορθόδοξη παράδοση και ιστορία κοινό των Αγιοταφιτών, με την δική
του ιεραρχική δομή, που με την παρουσία και το έργο του, τους αγώνες και τις
θυσίες του, τις άοκνες προσπάθειες και τις ανύστακτες μέριμνες, συντέλεσε ώστε να
διατηρηθεί ανάμεσα στις χιλιετίες τόσο η ελληνικότητα του Πατριαρχείου και η
ελληνική κυριαρχία επί των σπουδαιοτέρων και των περισσοτέρων προσκυνημάτων,
όσο και η δογματική και λειτουργική ορθοδοξία. Μέσα στους αιώνες, οι
Αγιοταφίτες αντιμετώπισαν την αίρεση στο πρόσωπο ομάδων όπως οι μονοφυσίτες, οι
μονοθελήτες, οι αντιχαλκηδόνιοι, οι νεοωριγενιστές και οι πελαγιανοί, που
επιδίωξαν να πάρουν τον Θρόνο της Σιωνίτιδος Εκκλησίας, και ανέπτυξαν υψηλής
ποιότητος και θεόπνευστου περιεχομένου θεολογικό λόγο, για να τους
αντικρούσουν.
Λόγω των επαλλήλων εχθρικών κατακτήσεων, των καταστροφών
και των διωγμών, οι Αγιοταφίτες πατέρες ενωρίς συνειδητοποίησαν ότι χρειάζονταν
καθημερινοί αγώνες για τη διαφύλαξη κτισμάτων, σκευών και κειμηλίων, έναντι
πολλών και επίβουλων διεκδικητών και σφετεριστών. Με συνεχείς και συχνά άνισους
αγώνες, οι Αγιοταφίτες κατάφεραν να προασπίσουν αποτελεσματικά το προνόμιο της
παραχώρησης της φύλαξης των προσκυνημάτων σε Έλληνες μοναχούς, που είχε δοθεί
ήδη από την εποχή του Μ. Κωνσταντίνου, γι’ αυτό και Έλληνες υπήρξαν οι κατά
καιρούς Πατριάρχες Ιεροσολύμων, και στην ελληνική γλώσσα γράφτηκαν όλα τα
σχετικά κείμενα. Άλλωστε, και οι κατά καιρούς κατακτητές της Αγίας Πόλης,
χαλίφες και σουλτάνοι, με επίσημα έγγραφά τους αναγνώρισαν την ρωμαίϊκη
κυριότητα των προσκυνημάτων και την ζέουσα ρωμιοσύνη του Πατριαρχείου
Ιεροσολύμων.
Αλλά και το ποίμνιο του Πατριαρχείου ήταν ανέκαθεν
ελληνικής καταγωγής, και παρά το γεγονός ότι πολλοί έγιναν αραβόφωνοι,
συνέχισαν να παρακολουθούν τις τελετές στην ελληνική γλώσσα και να ομολογούν
ότι ανήκουν πνευματικώς στην Ελληνορθόδοξη Εκκλησία. Σε ορισμένες μάλιστα
περιπτώσεις, η ελληνική καταγωγή των Αγιοταφιτών έγινε αιτία πολλών βασάνων και
δεινών, όπως για παράδειγμα στα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης (1821 κ.εξ.),
οπότε και οι οθωμανικές αρχές θεώρησαν συλλήβδην ύποπτους όχι μόνον τους
κληρικούς, αλλά και τους ελληνικής καταγωγής προσκυνητές του Παναγίου Τάφου,
που συνέπεσε τότε να βρίσκονται στα Ιεροσόλυμα. Στο ιστορικό αυτό πλαίσιο, οι
οθωμανικές άρχισαν να επιβάλλουν όλο και περισσότερους φόρους, απειλώντας ότι
θα δημεύσουν τα προσκυνήματα και θα προβούν σε μαζικές σφαγές των ορθοδόξων, με
αποτέλεσμα να εκποιηθούν πολλά πολύτιμα αφιερώματα αλλά και να συναφθούν πολλά
και υπέρογκα δάνεια από διάφορους δανειστές, για να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις
αυτές.
Τότε ήταν που άρχισαν να προβάλλονται και συνεχείς
συστηματικές διεκδικήσεις άλλων χριστιανικών ομολογιών, επί της κυριότητος των
προσκυνημάτων, κυρίως δε των Αρμενίων και των Συρίων. Κατά περιόδους οι
Αγιοταφίτες αντιμετώπισαν ανάλογες διεκδικήσεις και από τους Κόπτες και τους
Λατίνους, οι οποίοι στα Ιεροσόλυμα εκπροσωπούνται κυρίως από το Τάγμα των
Φραγγισκανών, τόσο για τα επιμέρους προσκυνήματα, όσο και για το ίδιο το Πατριαρχείο
Ιεροσολύμων. Παρά το ότι το ισλάμ κατοχύρωσε τα δικαιώματα των Αγιοταφιτών
επισήμως, συχνά οι μουσουλμάνοι τους καταπίεσαν σε φρικτό βαθμό, ενώ κατά
περιπτώσεις βίαιες υπήρξαν οι συγκρούσεις τους με τους Λατίνους, τους Αρμενίους
και τους Κόπτες, για ζητήματα κυριότητος των ιερών προσκυνημάτων. Μάλιστα, οι
διεκδικήσεις αυτές, παρά το ότι τα ζητήματα κυριότητος των προσκυνημάτων
ρυθμίστηκαν και με διεθνείς συνθήκες, συνεχίζονται μέχρι σήμερα, με αποτέλεσμα
οι Αγιοταφίτες να δίνουν καθημερινά αγώνα ώστε και τα πανάρχαια προνόμια του
Γένους να διατηρηθούν, και τα δικαιώματα της Αγιοταφικής Αδελφότητος να
ασκούνται συνεχώς και απαρεγκλήτως.
Τέλος, πρέπει ιδιαιτέρως να τονιστεί η συμβολή της
Αγιοταφικής Αδελφότητος στην διαμόρφωση του ορθοδόξου λατρευτικού τυπικού. Το
περίφημο Ιεροσολυμιτικό Τυπικό μορφοποίησε μια ολόκληρη πρακτική για την τέλεση
της θείας λατρείας, και διαμόρφωσε την θεολογία της ορθόδοξης λατρείας, σε
βαθμό που και σήμερα είναι ορατός και διαπιστώσιμος στην καθημερινή λατρεία της
Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Στις σημερινές δύσκολες συνθήκες, οι Αγιοταφίτες πατέρες
συνεχίζουν, γενιά τη γενιά, το επίμοχθο και μοναδικής σημασίας έργο τους. Με
αυταπάρνηση, πίστη και υψηλή αίσθηση του καθήκοντος, φυλάσσουν όλα τα ιερά
προσκυνήματα, σε όλη την έκταση των Αγίων Τόπων. Οι κληρικοί και οι μοναχοί της
Αδελφότητος αντλούν δύναμη από την πίστη τους στον Αναστάντα Χριστό, και από
την ευλογία του να βρίσκονται καθημερινά γύρω από τον Πανάγιο Τάφο, εκεί όπου
άλλαξε άπαξ δια παντός η πορεία του γένους των ανθρώπων, και μεταδίδουν την
μαρτυρία της πίστεως όχι μόνον στους ευλαβείς προσκυνητές, αλλά και στους
οπαδούς των υπολοίπων μονοθεϊστικών θρησκειών, του ισλάμ και του ιουδαϊσμού,
που επίσης δραστηριοποιούνται στα Ιεροσόλυμα και στην Παλαιστίνη.
Από τα παραπάνω, συνάγεται πιστεύω η στενή σχέση του
Παναγίου Τάφου με την λαϊκή λατρευτική παράδοση της Ρωμιοσύνης. Σχέση
ουσιαστική και θερμή, που δομήθηκε στο πέρασμα των αιώνων, και που αποτελεί την
πεμπτουσία της λαϊκής μας θρησκευτικότητας, επειδή συνδέεται με το ιερότερο
προσκύνημα της χριστιανοσύνης. Με το προσκύνημα στο άκουσμα του οποίου ρίγη
ιερής συγκινήσεως καταλαμβάνουν τους χριστιανούς, ιδιαιτέρως δε τους
Ορθοδόξους, οι οποίοι κατά την πραγμάτωση της ιερής αποδημίας τους διαπιστώνουν
– συχνά έκπληκτοι – ότι η ελληνική σημαία που στην πατρίδα μας κάποτε
διασύρεται και υβρίζεται καιόμενη, στα Ιεροσόλυμα και στον Πανάγιο Τάφο
συνεχίζει να υψώνεται και να τιμάται, από τους σύγχρονούς μας ηρωϊκούς Φύλακες
του Τάφου, τους σεμνούς, ταπεινούς, αλλά και δυναμικούς και ανυποχώρητους για
τα δίκαια του Γένους και της Ορθοδοξίας Αγιοταφίτες Πατέρες.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΑΓΑΘΟΣ ΕΥΣΤ., Παλαιστίνη ή Αγία Γη. Τα επ’ αυτής
προσκυνήματα και το νέον κράτος του Ισραήλ. Αθήνα 2003
ΑΚΟΓΛΟΥΣ Ξ., Από τη
ζωή του Πόντου: Λαογραφικά Κοτυώρων 1, Αθήνα 1939
ΑΛΕΒΙΖΟΣ Γ., Σύντομη περιγραφή των Αγίων Τόπων. Αθήνα
1973
ΑΡΒΑΝΙΤΑΚΗΣ Γ., Ο Γολγοθάς και ο Τάφος. Αλεξάνδρεια 1923
ABEL V., Jerusalem.
Recherches de la topographie, d’ archeologie et d’ histoire 1-2. Paris 1914-1926.
BOWMAN G., «Christian ideology and the image of a holy
land: The place of Jerusalem pilgrimage in the
various Christianities», στο Eade, J. – Sallnow, M. (επιμ.),
Contesting the sacred: The anthropology of Christian pilgrimage, London – New
York 1991, σ. 98-121.
ΒΡΑΧΥΠΕΔΗΣ Γ., Οδηγός των προσκυνητών των Ιερών
Προσκυνημάτων της Αγίας Γης. Ιεροσόλυμα 1906
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ
Ιεροδιάκονος, Ιεροσολυμιάς, ήτοι επίτομος ιστορία της Αγίας Πόλεως
Ιερουσαλήμ από της θεμελιώσεως αυτής έως των νεωτάτων χρόνων. Εν Ιεροσολύμοις
1862
CONANT K.J., The
Holy Sites at Jerusalem in the First and Fourth Centuries A.D. London 1958.
ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗΣ Β., «Το
χατζηλίκι στα Κουβούκλια Προύσης», Μικρασιατικά Χρονικά 2 (1939), σ. 400-420
ΔΟΥΚΑΚΗΣ ΔΩΡΟΘΕΟΣ
Αρχιμανδρίτης, Αγία Σιών ήτοι περιγραφή απάντων των εν τη Αγία Γη
σεβασμίων και ιερών προσκυνημάτων μεθ’ ερμηνείας και συνοπτικής αυτών ιστορίας.
Εν Σμύρνη 1911.
DOWLING T., The
Orthodox Greek Patriarchate of Jerusalem. London 1913.
Eκατονταετηρίς του
Πανιέρου Ναού της Αναστάσεως 1810-1910. Εν Ιεροσολύμοις 1911 [ = Νέα Σιών
(1911)]
ΘΕΜΕΛΗΣ ΝΙΚ., «Οι Άγιοι Τόποι και τα επ’ αυτών δίκαια
του ελληνικού έθνους», Νέα Σιών (1995), σ. 23 κ.εξ.
ΘΕΜΕΛΗΣ ΤΙΜΟΘΕΟΣ
Αρχιεπίσκοπος Ιορδάνου και Πατριαρχικός Επίτροπος εν Βηθλεέμ, Η
Ιερουσαλήμ και τα μνημεία αυτής 1-2. Ιεροσόλυμα 1932
ΘΕΜΕΛΗΣ ΤΙΜΟΘΕΟΣ, «Η τελετή του Αγίου Φωτός»,
Eκατονταετηρίς του Πανιέρου Ναού της Αναστάσεως 1810-1910. Εν Ιεροσολύμοις 1911
[ = Νέα Σιών (1911)] , σ. 115 κ.εξ.
HARTMANN R., «Die Palastina-Route des Itinerium
Burdigalense», Zeitschrift des Deutschen Palastina-Vereins 33 (1970), σ. 169 κ.εξ.
HEISENBERG A., Die Grabeskirche in Jerusalem. Leipzig
1908.
ΙΕΡΟΘΕΟΣ
Αρχιεπίσκοπος Θαβώρ, Προσκυνητάριον Αγίων Τόπων (επιμ. Χρυσάνθου Καμαράση).
Μόσχα 1837
ΙΩΑΝΙΔΗΣ ΒΕΝΙΑΜΙΝ
Αρχιμανδρίτης, Του Προσκυνηταρίου της Αγίας Γης 1 : Η Αγία Πόλις Ιερουσαλήμ και
τα περίχωρα αυτής. Ιεροσόλυμα 1877
ΚΑΔΑΣ Σ. Ν.,
Εικονογραφημένα Προσκυνητάρια των Αγίων Τόπων (τέσσερα ελληνικά χειρόγραφα
17ου-18ου αι.). Θεσσαλονίκη 1984.
ΚΑΔΑΣ Σ.Ν.,
Προσκυνητάρια των Αγίων Τόπων. Δέκα ελληνικά χειρόγραφα 16ου-18ου αιώνα.
Θεσσαλονίκη 1986
ΚΑΛΟΥΔΗΣ ΑΡΣΕΝΙΟΣ
Αρχιμανδρίτης, Προσκυνητάριον των Ιερών Τόπων όπου ευρίσκονται εις την Αγία
Πόλιν Ιερουσαλήμ. Βενετία 1661, 1679 (β΄ έκδ.)
ΚΑΠΕΝΕΚΑΣ ΙΑΚΩΒΟΣ
Αρχιεπίσκοπος Διοκαισαρείας, Οι Άγιοι Τόποι της Παλαιστίνης και το Τάγμα
των Αγιοταφιτών. Εν Ιεροσολύμοις 1982
ΚΑΡΑΠΑΤΑΚΗΣ Γ., Αι περιπέτειαι των εν Ιεροσολύμοις και
των πέριξ ιερών προσκυνημάτων και το ελληνικό έθνος από Χριστού μέχρι σήμερον.
Κωνσταντινούπολις 1910
ΚΑΡΑΠΙΠΕΡΗΣ Μ., «Το
Πατριαρχείον Ιεροσολύμων 451-1951», Πανηγυρικός τόμος της 1500ής επετείου του
Πατριαρχείου Ιεροσολύμων 1. Ιεροσόλυμα 1952, σ. 9-99
ΚΑΡΙΩΤΟΓΛΟΥ ΑΛ., Μήτηρ των Εκκλησιών. Ιερουσαλήμ Θεού
Κατοικητήριον. Αθήνα 1996
ΚΗΛΑΔΗΣ ΕΙΡ., «Ο
φρικτός Γολγοθάς (νέα αρχαιολογική θεωρία και κριτική αυτής)», Νέα Σιών (1914),
σ. 343 κ.εξ.
ΚΟΙΚΥΛΙΔΗΣ Κ. – ΦΩΚΥΛΙΔΗΣ Ι., Αρχαία λατινικά, ελληνικά, ρωσικά και
γαλλικά τινά οδοιπορικά ή προσκυνητάρια της Αγίας Γης. Ιεροσόλυμα 1912
ΚΟΠΑΣΗΣ ΑΝΔΡ.,
«Έλεγχος κενοφωνιών περί του τάφου του Χριστού», Νέα Σιών (1904), σ. 352 κ.εξ.,
446 κ.εξ.
ΚΟΥΪΜΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΣ
Δ.Ι., «Φωτός Αγίου τελετή», Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ελευθερουδάκη 12 (1931), σ.
768.
ΚΟΥΝΤΟΥΡΙΩΤΗΣ Γ., Ιερά Γεωγραφία ή Γεωγραφία της
Παλαιστίνης. Αθήναι 1949
LECLERCQ H.,
«Pelerinages aux Lieux Saints», Dictionaire d’ Archeology Chretienne et de
Liturgie 14 : 1, σ. 65 κ.εξ.
MΑΚΡΗΣ ΣΠ., «Φως
Άγιον», Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία
12 (1968), στ. 13 κ.εξ.
ΜΑΥΡΟΜΜΑΤΗΣ ΓΕΡΜ. – ΑΡΒΑΝΙΤΑΚΗΣ Γ., Προσκυνητάριον Αρσενίου (1512-1520).
Αλεξάνδρεια 1899.
ΜΗΛΙΑΡΑΣ ΚΑΛΛΙΣΤΟΣ
Αρχιμανδρίτης, Οι Άγιοι Τόποι εν Παλαιστίνη και τα επ’ αυτών δίκαια του
ελληνικού έθνους 1-2. Εν Ιεροσολύμοις 1928-1933
ΝΤΑΜ ΧΡΥΣ.,
Ορθόδοξος Εκκλησία. Αρχαία Πατριαρχεία Ανατολής. Offenburg 1964.
ΟΙΚΟΝΟΜΟΣ Κ.,
Σιωνίτης προσκυνητής. Αθήναι 1850.
ΟΛΥΜΠΙΟΥ ΝΙΚ., Ιερά Κειμήλια του Παναγίου Τάφου 1.
Χρυσοκέντητα. Αθήνα 2006
ΠΑΛΑΣΚΑΣ ΣΤΕΦ.
Αρχιμανδρίτης, Η Παλαιστίνη άλλοτε χώρα ελληνική. Τα εν τη Αγία Γη πανάγια
προσκυνήματα. Ο ελληνικός κλήρος αυτόθι. Ιεροσόλυμα 1950.
ΠΑΠΑΓΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ-ΠΑΛΑΙΟΣ
Α., «Αναστάσεως Ναός εν Ιεροσολύμοις», Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία 2
(1963), στ. 557 κ.εξ.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ
Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, Ιστορία της Εκκλησίας Ιεροσολύμων. Εν Ιεροσολύμοις
και Αλεξανδρεία 1910 – β΄ έκδ. επηυξημένη, εν Αθήναις 1970
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ
Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, Η Εκκλησία
Ιεροσολύμων κατά τους τέσσαρας τελευταίους αιώνας (1517-1900), Αθήναι
1900.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ-ΚΕΡΑΜΕΥΣ
ΑΘ., «Ανωνύμου περιγραφή των Αγίων Τόπων περί τα τέλη της ιδ΄ εκατονταετηρίδος
(ρωσ. Μετάφραση Γ. Δεστούνη)», Pravoslavnij Palestinskij Sbornik 9 [26] (1890),
σ. 1 κ.εξ.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ-ΚΕΡΑΜΕΥΣ
ΑΘ., «Οκτώ ελληνικαί περιγραφαί των Αγίων Τόπων εκ του ιδ΄, ιε΄ και ις΄ αι.
(ρωσ. Μετάφραση Π. Μπεζομπράζωφ)», Pravoslavnij Palestinskij Sbornik 19 [56] (1903),
σ. 1 κ.εξ.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ-ΚΕΡΑΜΕΥΣ
ΑΘ., Ανάλεκτα Ιεροσολυμιτικής Σταχυολογίας 4, Πετρούπολις 1897
ΠΑΥΛΙΔΗΣ Ε., Ιερουσαλήμ, ήτοι περιγραφή απάντων των εν
τη Αγία Γη σεβασμίων και ιερών προσκυνημάτων. Αθήναι 1908, 1912 (β΄ έκδ.)
ΠΕΧΛΙΒΑΝΙΔΗΣ Γ.Π.,
Αττάλεια και Ατταλειώτες 2, Αθήνα 1989
ΣΥΜΕΩΝ Αρχιμανδρίτης, Προσκυνητάριον της Αγίας
Πόλεως Ιερουσαλήμ και πάσης Παλαιστίνης. Βιέννη 1749
ΤΖΑΦΕΡΗΣ Β., Άγιοι Τόποι. Αθήνα 1986, 1992 (β΄ έκδ.)
ΤΖΑΦΕΡΗΣ Β., Προσκυνητάριο του Ορθοδόξου Χριστιανού.
Palphot, Χερτζελία (Ισραήλ) 1999
TZAFERIS V., The Holy Land. Athens 1988 (β΄ έκδ.)
ΧΡΥΣΑΝΘΟΣ Πατριάρχης Ιεροσολύμων, Ιστορία και περιγραφή
της Αγίας Γης. Εν Ιερουσαλήμ 1862.
ΧΡΥΣΑΝΘΟΣ εκ Προύσης,
Προσκυνητάριον της Αγίας Πόλεως Ιερουσαλήμ και πάσης Παλαιστίνης. Βιέννη 1787,
1807 (β΄ έκδ.)
http://www.romiosini.org.gr/