Ἄς
μετανοήσουμε ὅσο εἶναι στήν διάθεσί μας ὁ χρόνος, ὅσο ἔχουμε τόν καιρό μπροστά
μας. Ὁ Θεός εἶναι τόσο καλός, ὁ Οὐράνιος Πατέρας ἔχει τέτοια καρδιά πού ὅλοι
χωρᾶμε μέσα Του, ἀρκεῖ νά προσέλθουμε ἐν μετανοίᾳ καί ἐξομολογήσει.
Γέροντας
Εφράιμ ο Φιλοθεΐτης – Ἀπό τό βιβλίο: “ Ἡ τέχνη τῆς σωτηρίας”
Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἡ Ἄνω Ἱερουσαλήμ, ὁ οὐράνιος
κόσμος, ὁ αἰώνιος καί ἀναλλοίωτος εἶναι ὁ νυμφώνας τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖ πού κατοικεῖ ὁ
Θεός ἐν φωτί, ἐκεῖ πού οἱ ἄγγελοι ψάλλουν ἀκαταπαύστως τό: «Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος
εἶ ὁ Θεός ἡμῶν».
Σ᾿ ἐκεῖνον τόν οὐράνιο κόσμο βρίσκεται ἡ
μακαριότητα τοῦ Θεοῦ, ἡ εὐτυχία, τό κάλλος καί ἡ ὀμορφιά.
Ψυχές κεκαθαρμένες καί μέ τά δάκρυα ἁγνισμένες,
αἰσθάνονται αὐτόν τόν οὐράνιο νυμφῶνα· ἀπό τώρα τόν γεύονται· τόν βλέπουν μέ τά
μάτια τῆς ψυχῆς· τόν ὀρέγονται, τόν ποθοῦν καί νοσταλγοῦν τήν ἡμέρα καί τήν ὥρα
πού θά ἀπέλθουν διά νά κατοικήσουν εἰς αὐτόν.
Ἡμεῖς ὅμως οἱ ταλαίπωροι ἄνθρωποι δέν ἔχουμε
τήν πληροφόρησι τῆς συνειδήσεως, γιατί ἡ ψυχή μας δέν εἶναι καθαρή, μήτε τό σῶμα
μας. Γι᾿ αὐτό ἀκριβῶς καί δέν εἶναι ἀνοιγμένα τά μάτια τῆς ψυχῆς μας, νά δοῦμε
τόν οὐράνιο αὐτό κόσμο, αὐτήν τήν ὀμορφιά, τήν ὁποία εἶδε γιά λίγο ὁ Ἀπόστολος
Παῦλος καί ἀνεφώνησε ἀπό ἔκπληξι καί θάμβος καί εἶπε:
«Ὦ βάθος πλούτου καί σοφίας καί γνώσεως Θεοῦ!
Ὡς ἀνεξερεύνητα τά κρίματα αὐτοῦ καί ἀνεξιχνίαστοι αἱ ὁδοί αὐτοῦ!… » (Ρωμ. 11:
33), καί ἀλλοῦ πάλιν· «Ἅι ὀφθαλμός οὐκ εἶδε καί οὖς οὐκ ἤκουσε καί ἐπί καρδίαν ἀνθρώπου
οὐκ ἀνέβη, ἅ ἡτοίμασεν ὁ Θεός τοῖς ἀγαπῶσιν Αὐτόν» (Α΄ Κορ. β΄: 9).
Σ᾿ αὐτόν τόν νυμφῶνα τόν οὐράνιο καλούμεθα νά
γίνουμε οἰκήτορες, νά κατοικήσουμε, νά συναυλιζώμεθα μετά τῶν Ἀγγέλων, μετά τῶν
Ἁγίων, σέ οὐράνια παστάδα, στήν Ἄνω Ἱερουσαλήμ, στό κάλλος τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν,
στό φῶς τό ἀπρόσιτον, στόν ὑπέρφωτον γνόφον τῆς ἀγνωσίας τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ
καθάρουμε τόν χιτῶνα τῆς ψυχῆς μας.
Σ᾿ αὐτήν τήν κάθαρσι τοῦ χιτῶνος, πού
καλούμεθα νά ἐπιτύχουμε, μᾶς βοηθεῖ πάρα πολύ ἡ Ἐκκλησία μας. Γι᾿ αὐτό, τόν
χρόνο αὐτό, πού ἀνοίχθηκε μπροστά μας καί φέτος, αὐτές τίς ἅγιες ἡμέρες –μέ τήν
γενική ἄποψι τῆς νηστείας, ὄχι μόνον ἀπό τροφές, ἀλλά κυρίως ἀπό ἐγκράτεια κακῶν
ἐπιθυμιῶν– πρέπει ὁ κάθε χριστιανός πού ποθεῖ νά σωθεῖ, νά ἀνασυγκροτήση τίς
σκέψεις καί τίς ἀποφάσεις του καί νά ἀγωνισθῆ νά ζήση πιό σεμνά, πιό ἀπέριττα,
πιό ἁπλᾶ, σταματῶντας τήν ἐξωτερική προσπάθεια τῆς καλλωπίσεως καί στρεφόμενος
στόν ἐσωτερικό καλλωπισμό του.
Τό ἐξωτερικό σκεῦος καταστρέφεται, διαλύεται,
γίνεται βορά καί τροφή τῶν σκωλήκων καί τῆς φθορᾶς. Τήν ὀμορφιά ὅμως τῆς ψυχῆς,
ὄχι μόνο κανένα πρᾶγμα δέν τή φθείρει, ἀλλά μᾶλλον τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ τήν ἐξωραΐζει
πρός τό εὐγενέστερον.
Ὁ χρόνος ὁλοένα καί συντέμνεται, ὅλο καί
λιγοστεύει. Κάθε ἡμέρα πού περνᾶ, εἶναι καί ἕνα βῆμα πρός τόν θάνατο. Νά
ξέρετε, ὅτι καί ἕνα μόνο δάκρυ ἰσοδυναμεῖ μέ τό λουτρό. Ὅπως τό λουτρό ἀνακουφίζει
τό σῶμα καί τό πλύσιμο καθαρίζει τό ἔνδυμα, οὕτω πως καί τά δάκρυα τῆς
μετανοημένης ψυχῆς ἁγνίζουν τήν καρδιά, ἁγνίζουν τό νοῦ, ἁγνίζουν τό σῶμα, ἁγνίζουν
τήν ζωή, ἁγνίζουν τόν λόγο, ἁγνίζουν ἀκόμα καί τήν κάθε ἔκφρασι τοῦ ἀνθρώπου.
Νά γονατίζουμε καί νά προσευχώμεθα μέ πολλή
ταπείνωσι. Σέ κάθε μετανοημένη ψυχή δίδεται λόγος, τῆς δίδεται φωτισμένη
προσευχή. Αὐτό τό βλέπουμε στήν πόρνη τοῦ Εὐαγγελίου κατά τήν Μεγάλη Τρίτη. Ποῦ
ἤξερε αὐτή, μιά γυναίκα τοῦ δρόμου νά κάνη προσευχή; Ἀφ᾿ ἧς στιγμῆς ὅμως ἀπεφάσισε
νά μετανοήση καί ἄρχισε νά κλίνη πρός τό φῶς καί πρός τήν ἀλήθεια, τῆς δόθηκε
πνεῦμα προσευχῆς. Πόσο ὡραῖα εἶναι τά λόγια της μπροστά στόν Σωτῆρα! Γονάτισε
μπροστά Του καί ἀσφαλῶς ἔκανε ἕναν ἐσωτερικό διάλογο μαζί Του! Ἐξέφρασε μέ ὅλη
τήν καρδιά της τήν μετάνοιά της, διότι τῆς ἀπεκαλύφθη ὅτι Αὐτός εἶναι ὁ μόνος
Σωτήρας της καί ὅλοι οἱ ἄλλοι τήν ἐξηπάτησαν. Εἶδε ὅτι μόνον ὁ Ἰησοῦς, ὁ
Χριστός, εἶναι Αὐτός πού θά τῆς δώση τό φῶς, τήν ἀνακούφισι, τήν χαρά καί τήν ἄφεσι
τῶν πολλῶν της ἐγκλημάτων.
«Δέξαι με –εἶπε– τήν ἁμαρτωλή, δέξαι μου τό
πέλαγος τῆς ἁμαρτίας!». Καί εἴδατε ὅτι τά δάκρυά της ἦταν τόσα πολλά, πού ἔβρεξαν
τά ἄχραντα πόδια τοῦ Χριστοῦ καί ἀναγκάσθηκε νά τά σκουπίση μέ τήν πλούσια κόμη
της.
Δέν χρειαζόταν ἄλλο μύρο γιά τόν Χριστό μας.
Τό πολυτιμότερο μύρο ἦταν τά δάκρυά της, πού ἄξιζαν μεγάλο πλοῦτο. Ἦταν σέ θέσι
νά ἐξαλείψουν ὅλο τό χρέος πού εἶχε ἀπέναντι στόν Θεό. Καί ἐνῷ ἦταν
καταβουρκωμένη, καταπνιγμένη στή βρωμιά καί στή δυσωδία, τά πολύτιμα ἐκεῖνα
δάκρυα τήν βοήθησαν νά λαμπρύνη τό ἔνδυμα τῆς ψυχῆς της καί νά γίνη ἀποδεκτή ἀπό
τόν Σωτῆρα μας. Ἐμεῖς, ἄραγε, πότε θά λαμπρύνουμε τό ἔνδυμα τῆς ψυχῆς μας;
Ἔτσι καί κάθε ἁμαρτωλή ψυχή πού κλαίει, πού
βρέχει νοερῶς τά πόδια τοῦ Χριστοῦ μας, δέχεται τήν αὐτήν ἀνταπόκρισιν, τήν ὁποία
δέχηκε καί ἡ πόρνη γυναίκα. Δέν εἶναι μόνον τό ὅτι σώθηκε, ἀλλά καί ἔγινε
φωτεινό παράδειγμα γιά κάθε ψυχή παραστρατημένη, γιατί τῆς δείχνει τόν τρόπο,
τόν δρόμο καί τό φῶς γιά ἐπιστροφή. Ἄν μποροῦσε κανείς νά ἐμβαθύνη στήν ψυχή αὐτῆς
τῆς γυναίκας, καθ᾿ ἥν στιγμήν ὠλοφύρετο καί ἔκλαιγε καί ἔβρεχε τούς ἀχράντους
πόδας τοῦ Ἰησοῦ, θά ἔβλεπε ὁποία ἡ ἀνακούφισις, ὁποῖον βάρος τῆς ἔφυγε καί ὁποίαν
ἀνάπαυσιν ἔλαβε ἡ συνείδησίς της. Ὁ Χριστός γι᾿ αὐτά τά δάκρυά της τῆς ἔδωσε
πλήρη τήν ἄφεσι ὅλων τῶν ἁμαρτιῶν της.
Ἔτσι καί σέ κάθε ἄνθρωπο, πού ἐπιστρέφει
κοντά Του, τοῦ δίνει πλούσια τήν συγγνώμη, ἀρκεῖ νά μετανοήση εἰλικρινά. Οὐδέν
πρόβλημα μετά τήν μετάνοια. «Οὐ θελήσει θέλω τόν θάνατον τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ὡς τό ἐπιστρέψαι
καί ζῆν αὐτόν», λέγει ὁ Κύριος. Ὁρκίζεται στόν ἑαυτόν Του ὁ Θεός καί λέγει:
«Δέν θέλω κανένας ἄνθρωπος, καμμία ψυχή νά χαθῆ καί νά κολασθῆ, ἀλλά θά τήν
περιμένω. Θά ἐξαντλήσω κάθε περιθώριο χρόνου καί κάθε προσμονή γιά τήν ἐπιστροφή
της».
Ἄς ἀκολουθήσουμε τόν φωτεινό δρόμο τῆς
μετανοίας· ἐάν μετανοήσουμε εἰλικρινά, τότε ὁ Θεός δέχεται τήν μετάνοιά μας καί
δημιουργεῖ νέα σχέσι μαζί μας. Πολλές φορές ὁ ἄνθρωπος ἀπό τό βάρος τῆς ἁμαρτίας,
ἔρχεται στό σημεῖο νά λέγη:
«Μά, δύναται ὁ Θεός νά μοῦ συγχωρέση αὐτά πού
ἔκανα;». Ἀπό τή μιά πλευρά ἔχει δίκηο. Νοιώθει τό βάρος κι ἀναρωτιέται, ἄν τόσο
βάρος μπορεῖ νά τό σηκώση ὁ Θεός! Γιά ὄνομα τοῦ Θεοῦ! Δέν μπορεῖ ὁ Θεός, ὁ
Χριστός, τό πέλαγος τῆς εὐσπλαχνίας καί τῶν οἰκτιρμῶν, νά σηκώση τό βάρος μιᾶς
ψυχῆς ἁμαρτωλῆς; Μιά χούφτα ἄμμος ὅταν ριφθῆ, μέσα στούς ὠκεανούς, ἔχει καμμία ὑόστασι;
Καμμία ὑπόστασι, χάνεται. Φαίνεται τίποτε στήν ἐπιφάνεια; Μηδαμῶς. Ἀκριβῶς ἔτσι
εἶναι καί ὅλα τά ἁμαρτήματα τῆς ἀνθρωπότητος. Εἶναι ἕνα μηδέν ἐμπρός στήν ἄβυσσο
τῆς εὐσπλαχνίας τοῦ Θεοῦ. Πολλῷ μᾶλλον τά ἁμαρτήματα μιᾶς καί μόνον ψυχῆς!
Ἔρχεται ὅμως ἀπό τά δεξιά, ὁ ἀλλότριος τῆς
σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου, ὁ δαίμων καί συμβουλεύει τήν ψυχή: «Δέν συγχωρεῖσαι μέ
τίποτε!» τήν σπρώχνει, τήν πιέζει καί τήν «πρεσσάρει» γιά νά τήν ἐξωθήση στό ἔγκλημα
τῆς αὐτοκτονίας. Γι᾿ αὐτόν τόν λόγο, ἡμεῖς ποτέ νά μή πιστέψωμε κάτι τέτοιο, ἀκόμη
καί ἄν κάθε μέρα ἐγκληματοῦμε. Ποτέ νά μή χάσουμε τήν ἐλπίδα, ὅσα κι ἄν
πράττουμε, ὅσο κι ἄν πίπτουμε, ὅσο κι ἄν τραυματιζώμεθα καί χτυπᾶμε· μηδαμῶς ἀπελισία
καί ἀπόγνωσις.
Μά, θά πῆ ὁ λογισμός: «Ἕως πότε θά μέ
περιμένη ὁ Θεός;» Ἐφ᾿ ὅσον ὁ Θεός σοῦ χαρίζει ζωή, αὐτό εἶναι μία ἐγγύησις τοῦ
Θεοῦ ὅτι σέ περιμένει. Δέν μπορεῖς ἐσύ νά ἀποκλείσης τό δικαίωμα τῆς προσμονῆς
τοῦ Θεοῦ. Μ᾿ αὐτήν τήν ἐλπίδα, μ᾿ αὐτό τό θάρρος νά προσερχώμεθα στόν Θρόνο τῆς
Χάριτος τοῦ Θεοῦ.
Ἔχουμε ἀναρίθμητα φωτεινά παραδείγματα
μετανοίας ἀνθρώπων, μακράν τοῦ Θεοῦ εὑρισκομένων, οἱ ὁποίοι ἐπέστρεψαν καί ὄχι ἁπλῶς
σώθηκαν, ἀλλά ἄγγιξαν μεγάλα μέτρα ἁγιότητος.
Ἡ Ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία τί ἦτο; Πόσοι καί
πόσες σάν τήν Ὁσία Μαρία, δέν ὑπῆρξαν ἁμαρτωλοί ἄνθρωποι, πού ἔγιναν ἅγιοι
κατόπιν! Γι᾿ αὐτό κανείς νά μήν ἀπελπίζεται, ἀλλά νά προσέρχεται μέ μετάνοια
στόν πνευματικό, πού δύναται μέ τόν λόγο του νά οἰκειώση τόν ἁμαρτωλό μετά τοῦ
Θεοῦ, νά τόν δικαιώση αὐτοστιγμεί. «Ὅσα ἐάν λύσητε ἐπί τῆς γῆς, ἔσται λελυμένα καί
ἐν τῷ οὐρανῷ. Ἡ Χάρις τοῦ Παναγίου Πνεύματος ἔχει σε συγκεχωρημένον καί
λελυμένον καί ἐν τῷ νῦν αἰῶνι καί ἐν τῷ μέλλοντι». Αὐτομάτως τό «κομπιοῦτερ» τοῦ
Θεοῦ χτυπάει μηδέν ἁμάρτημα καί συγχρόνως ἀνοίγεται ἡ πύλη τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν.
Ὁ νυμφώνας τοῦ Χριστοῦ δέχεται τόν ἄνθρωπο, τόν προηγουμένως μή ἔχοντα
«λελαμπρυσμένον» τόν χιτῶνα τῆς ψυχῆς.
Γι᾿ αὐτήν τήν μεγάλη εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ, ἄς
Τόν εὐχαριστήσουμε, ἄς Τόν προσκυνήσουμε μέ ὅλη τήν εὐγνωμοσύνη τῆς ψυχῆς μας. Ἐάν
ὁ Θεός δέν ἦτο τόσον ἀπείρως εὔσπλαχνος, οὐδείς ὁ σωζόμενος. Κανείς δέν θά ἐσώζετο,
διότι οὐδείς εὑρίσκεται καί ὑπῆρξεν ἐπί τῆς γῆς ἄμεμπτος καί χωρίς σφάλμα καί
κηλίδα. Οὐδείς ἠμπορεῖ νά καυχηθῆ ὅτι ἐτήρησε τήν καρδίαν του ἄμεμπτη καί
καθαρή. Ἡ εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ ὅμως εἶναι τόσο δραστική, τό φάρμακο αὐτό εἶναι
τόσο φοβερό καί τρομερό, πού ἐξαλείφει τά πάντα. Κάνει τρομερές ἐπεμβάσεις, ἀπίθανες
ἐγχειρήσεις καί σώζει τόν ἄνθρωπο ἀπό βέβαιο ψυχικό θάνατο.
Ἐδῶ βλέπουμε ψυχές, πού ἔφυγαν ἀπό τήν ζωή ἀμετανόητες
καί «θείᾳ ἐπεμβάσει καί θείᾳ προνοίᾳ» διά πρεσβειῶν ἁγίων ἀνθρώπων, ἐπεστράφησαν
πίσω καί ἔλαβαν τήν συγγνώμη. «Μετά θάνατον οὐκ ἔστι μετάνοια» ἀπό τήν ἴδια τήν
κολασμένη ψυχή. Γιά νά μετανοήση ἡ ἴδια, πρέπει νά ἐπιστρέψη στήν ζωή. Ἀκόμη
καί τέτοια θαύματα ἔκανε ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ, γιά νά σώση τόν ἄνθρωπο.
Ὁ νυμφώνας «ἠνέωκται», ὁ Χριστός μᾶς
περιμένει· δέν πρέπει νά βραδύνουμε. Τό στάδιον τῆς νηστείας καί τῆς καθάρσεως
τό βαδίζουμε τώρα, τό λουτρό τῆς μετανοίας μᾶς περιμένει. Ἄς ἀξιοποιήσουμε τόν
χρόνο τώρα, πού ὅλα συμβάλλουν στήν μετάνοια. Τά λόγια τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὅλα
κατανυκτικά, ἀρκεῖ νά προσέξουμε τήν ἔννοιά των. Ἄς γονατίζουμε κάθε μέρα, κάθε
νύχτα καί ἄς ἐπικαλούμεθα πνεῦμα κατανύξεως καί δακρύων νά μᾶς χαρίζη ὁ Θεός.
Κι ὅταν ἀγγίξη ὁ Θεός τά μάτια μας, νά Τόν εὐχαριστήσουμε,
νά ταπεινωθοῦμε καί νά Τοῦ ἐκφράσουμε τήν ἀδυναμία μας, κι ὅτι μέ τήν εὐσπλαχνία
Του καί μόνον μετανοοῦμε καί ὄχι ὅτι εἴμεθα ἱκανοί καί ἄξιοι γιά μετάνοια. Καί
τό ὅτι πιστεύουμε στόν Θεό καί τό ὅτι ἀναγνωρίζουμε τήν ἁμαρτωλότητά μας εἶναι
Χάρις Θεοῦ, εἶναι εὐσπλαχνία. Ἐάν ἡ Χάρις δέν ἐπισκιάση, ὁ ἄνθρωπος δέν ἀλλάζει.
Ἐάν σκεπτώμεθα ἐπιστροφή, ἐάν μετανοοῦμε, ἐάν ἀλλάζουμε, αὐτό εἶναι Χάρις Θεοῦ.
Γιά νά ἔλθη ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, εἴμεθα δεκτοί ἀπό τήν Χάρι.
Ἄς μετανοήσουμε ὅσο εἶναι στήν διάθεσί μας ὁ
χρόνος, ὅσο ἔχουμε τόν καιρό μπροστά μας. Ὁ Θεός εἶναι τόσο καλός, ὁ Οὐράνιος
Πατέρας ἔχει τέτοια καρδιά πού ὅλοι χωρᾶμε μέσα Του, ἀρκεῖ νά προσέλθουμε ἐν
μετανοίᾳ καί ἐξομολογήσει. Ἰδιαίτερα τώρα νά προσερχώμεθα στίς Προηγιασμένες
Λειτουργίες, διότι εἶναι γεμᾶτες κατάνυξι καί χάρι. Τί ὡραῖο τό Χερουβικό τῆς
Προηγιασμένης Λειτουργίας! Μά, κι ἐκεῖνο τό Χερουβικό τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, τί
δογματική καί θεολογία περιέχει!
Ἄς βιάσουμε τούς ἑαυτούς μας, γιά νά βρεθοῦμε
γρηγοροῦντες καί νήφοντες καί νά καταπολεμήσουμε τήν ἀμέλεια καί τή ραθυμία,
γιατί αὐτά ἐμποδίζουν τά ἀγαθά τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο. Ἔρχεται ὁ δαίμων καί
μᾶς φέρνει κόπωσι, κομάρες καί μᾶς ψιθυρίζει: «Μή κάνης τίς μετάνοιες, μή
σηκώνεσαι τώρα γιά προσευχή, εἶσαι κουρασμένος, κοιμήσου λίγο παραπάνω, θά πᾶς
γιά δουλειά καί τόσα ἄλλα». Ἄς μή τόν ἀκούσουμε, ἄς βιασθοῦμε, διότι δέν
ξέρουμε μετά ἀπό λίγες στιγμές τί μπορεῖ νά συμβῆ. «Ὅπου εὕρω σε, ἐκεῖ καί κρινῶ
σε». Ἄν μᾶς βρῆ ἐπάνω στή βία, θά μᾶς κατατάξη μετά τῶν βιαστῶν. Ἄν μᾶς βρῆ
στήν ἀμέλεια καί στή ραθυμία, θά μᾶς κατατάξη μετά τῶν ραθύμων καί τῶν ἀποτυχημένων.
Νά βοηθήσουμε καί τούς συνανθρώπους μας· νά
τούς μιλήσουμε γιά τόν Θεό, γιά τήν ἀγάπη τοῦ Οὐρανίου Πατρός· νά τούς δώσουμε
θάρρος κι ἐλπίδα. Μία ψυχή νά βοηθήσουμε, εἶναι ἡ μεγαλυτέρα ἐλεημοσύνη. Ὅπως
κι ἐμᾶς μᾶς βοήθησαν ἄλλοι ἄνθρωποι, ὀφείλουμε κι ἐμεῖς νά κάνουμε τό ἴδιο.
Ἄς βιασθοῦμε λοιπόν σέ ὅλα, γιά νά εἰσέλθουμε
στόν νυμφῶνα τοῦ Χριστοῦ· διότι «τῶν βιαστῶν εἶναι ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν». Ἀμήν.
Τέλος καί τῷ
Θεῷ δόξα!
Γέροντας
Εφραίμ ο Φιλοθεΐτης
orthodoxia.online