Άγιος Παΐσιος
Αγιορείτης
Εκείνοι που τρέφονται από την αγάπη του Θεού, πολλές φορές
αδιαφορούν για τις υλικές τροφές ή, όταν τρώνε, δεν αισθάνονται, διότι και
τότε τον Θεό αισθάνονται έντονα και τρέφονται από την γλυκιά ευλογία της αγάπης
Του.
Η επιθυμία για τις καλές τροφές είναι το δόλωμα του
πονηρού, και, όποιος δεν τις κόψει, πιάνεται από το αγκίστρι του εχθρού
και μετά τηγανίζεται με το ίδιο του το λίπος από την πυρωμένη του σάρκα.
Αντίθετα, η επιθυμία για τις πνευματικές τροφές ξεκόβει την καρδιά από τα
γήϊνα και ανεβάζει την ψυχή στους Ουρανούς, και γεύεται από την τροφή των
Αγγέλων.
Όσοι δεν φρενάρουν την καρδιά τους από τις υλικές
επιθυμίες, τις μη απαραίτητες, – ούτε κάν λόγος γίνεται για σαρκικές επιθυμίες
– και δεν συμμαζέψουν τον νου τους μέσα στην καρδιά, για να δοθούν όλα μαζί με
την ψυχή στον Θεό, αλλά τα αφήνουν αδέσποτα, διπλή δυστυχία τους περιμένει.
***
– Γέροντα, όταν έχω συνέχεια πτώσεις στον αγώνα μου, με
πιάνει λύπη.
–Να ψέλνης το «Πάντων
προστατεύεις, αγαθή» και το «Πάντων θλιβομένων η χαρά», . Αυτό να
το κάνης σαν κανόνα, και η Παναγία θα σε βοηθήση. Η Παναγία δεν μας αφήνει· μας
κουβαλάει στην πλάτη Της, αρκεί κι εμείς να το θέλουμε και να μην κλωτσάμε, όπως
κάνουν τα άτακτα παιδιά.
–Γέροντα, θα ήθελα η Παναγία να κρατήση κι εμένα στην
αγκαλιά Της, όπως κρατάει τον Χριστό.
–Δεν σε κράτησε ποτέ εσένα; Δεν ένιωσες καμμιά φορά σαν
μωρό στην αγκαλιά Της; Εγώ αισθάνομαι σαν παιδάκι κοντά Της. Την νιώθω Μάνα
μου.
Πολλές φορές πηγαίνω και ακουμπώ στην εικόνα Της και λέω: «Τώρα, Παναγία μου, θα θηλάσω λίγο Χάρη». Νιώθω σαν μωρό που θηλάζει στην αγκαλιά της μάνας του ξέγνοιαστο, αμέριμνο, και νιώθει την μεγάλη της αγάπη και την ανέκφραστη στοργή της, και τρέφομαι με Χάρη.
Πολλές φορές πηγαίνω και ακουμπώ στην εικόνα Της και λέω: «Τώρα, Παναγία μου, θα θηλάσω λίγο Χάρη». Νιώθω σαν μωρό που θηλάζει στην αγκαλιά της μάνας του ξέγνοιαστο, αμέριμνο, και νιώθει την μεγάλη της αγάπη και την ανέκφραστη στοργή της, και τρέφομαι με Χάρη.
–Γέροντα, γιατί η Παναγία άλλοτε μου δίνει αμέσως αυτό που
Της ζητώ και άλλοτε όχι;
– Η Παναγία, όποτε έχουμε ανάγκη, απαντά αμέσως στην
προσευχή μας• όποτε δεν έχουμε, μας αφήνει, για να αποκτήσουμε λίγη παλληκαριά.
Όταν ήμουν στην Μονή Φιλοθέου , μια φορά, αμέσως μετά την αγρυπνία της Παναγίας με έστειλε ένας Προϊστάμενος να πάω ένα γράμμα στην Μονή Ιβήρων.
Όταν ήμουν στην Μονή Φιλοθέου , μια φορά, αμέσως μετά την αγρυπνία της Παναγίας με έστειλε ένας Προϊστάμενος να πάω ένα γράμμα στην Μονή Ιβήρων.
Ύστερα έπρεπε να πάω κάτω στον αρσανά της μονής και να
περιμένω ένα γεροντάκι που θα ερχόταν με το καραβάκι, για να το συνοδεύσω στο
μοναστήρι μας – απόσταση μιάμιση ώρα με τα πόδια.
Ήμουν από νηστεία και από αγρυπνία.
Τότε την νηστεία του Δεκαπενταυγούστου την χώριζα στα
δύο· μέχρι της Μεταμορφώσεως δεν έτρωγα τίποτε, την ημέρα της Μεταμορφώσεως
έτρωγα, και μετά μέχρι της Παναγίας πάλι δεν έτρωγα τίποτε.
Έφυγα λοιπόν αμέσως μετά την αγρυπνία και ούτε σκέφθηκα να
πάρω μαζί μου λίγο παξιμάδι.
Έφθασα στην Μονή Ιβήρων, έδωσα το γράμμα και κατέβηκα στον
αρσανά, για να περιμένω το καραβάκι. Θα ερχόταν κατά τις τέσσερις το απόγευμα,
αλλά αργούσε να έρθη.
Άρχισα εν τω μεταξύ να ζαλίζωμαι. Πιό πέρα είχε μια
στοίβα από κορμούς δένδρων, σαν τηλεγραφόξυλα, και είπα με τον λογισμό μου:
«Ας πάω να καθήσω εκεί που είναι λίγο απόμερα, για να μη με δη κανείς και αρχίση να με ρωτάη τί έπαθα».
«Ας πάω να καθήσω εκεί που είναι λίγο απόμερα, για να μη με δη κανείς και αρχίση να με ρωτάη τί έπαθα».
Όταν κάθησα, μου πέρασε ο λογισμός να κάνω
κομποσχοίνι στην Παναγία να μου οικονομήση κάτι. Αλλά αμέσως αντέδρασα
στον λογισμό και είπα:
«Ταλαίπωρε, για τέτοια τιποτένια πράγματα θα ενοχλής την Παναγία;». Τότε βλέπω μπροστά μου έναν Μοναχό. Κρατούσε ένα στρογγυλό ψωμί, δύο σύκα και ένα μεγάλο τσαμπί σταφύλι. «Πάρε αυτά, μου είπε, εις δόξαν της Κυρίας Θεοτόκου», και χάθηκε. Έ, τότε διαλύθηκα• με έπιασαν τα κλάματα, ούτε ήθελα να φάω πιά… Πά, πά! Τί Μάνα είναι Αυτή!
Να φροντίζη και για τις μικρότερες λεπτομέρειες! Ξέρεις τί θα πη αυτό!
«Ταλαίπωρε, για τέτοια τιποτένια πράγματα θα ενοχλής την Παναγία;». Τότε βλέπω μπροστά μου έναν Μοναχό. Κρατούσε ένα στρογγυλό ψωμί, δύο σύκα και ένα μεγάλο τσαμπί σταφύλι. «Πάρε αυτά, μου είπε, εις δόξαν της Κυρίας Θεοτόκου», και χάθηκε. Έ, τότε διαλύθηκα• με έπιασαν τα κλάματα, ούτε ήθελα να φάω πιά… Πά, πά! Τί Μάνα είναι Αυτή!
Να φροντίζη και για τις μικρότερες λεπτομέρειες! Ξέρεις τί θα πη αυτό!