Η επόμενη μαρτυρία
δημοσιεύθηκε σε άρθρο της δημοσιογράφου Ελένης Κυπραίου, παραμονή της Αλώσεως,
28 Μαΐου του 1990.
Ανάμεσα στα άλλα, αναφέρει μια συνταρακτική αποκάλυψη:
“Πριν μερικά χρόνια λοιπόν, λιγότερα από δεκαετία,
υπηρετούσαν, απ’ τη μια κι’ από την άλλη πλευρά του Έβρου, στα σύνορα, που
διαιρούν τη Θράκη μας στα δύο, αντίστοιχα, Έλλην και Τούρκος στρατηγός. Οι δύο
άνδρες είχαν συνδεθεί με στενή μεταξύ τους φιλία. Πολύ περισσότερο που ο
Τούρκος στρατηγός, είχε σύζυγο Ελληνίδα.
Όταν έφθασε ο καιρός να μετατεθούν για άλλη υπηρεσία, προσκάλεσε ο
Τούρκος τον Έλληνα συνάδελφό του.
«Τόσον καιρό»,
του είπε, «περάσαμε ανέφελα μαζί. Οι διαφορές που έχουν οι δύο χώρες μας ,
μεταξύ τους, δεν επηρέασαν τη φιλία μας. Αλλά κι’ εμείς οι Τούρκοι θεωρούμε τη
φιλία ιερή. Θα ήθελα αύριο το βράδυ να σου το αποδείξω».
Την επόμενη, στις
10 ακριβώς, ο Έλλην επιβιβαζόταν στο ιδιωτικό αυτοκίνητο του Τούρκου. Νύχτα
αφέγγαρη ήταν. Ερημικοί οι δρόμοι. Ανοιχτή κι η λεωφόρος ταχείας κυκλοφορίας
προς την Πόλη. Κοντά μεσάνυχτα πρέπει να πλησίασαν στις παρυφές της, Ύπνος
βαθύς είχε καθηλώσει στα κρεβάτια τους κατοίκους της. Ησυχία στους δρόμους.
Γρήγορος, ο
οδηγός Τούρκος, μπήκε, βγήκε από στενά, από περιπεπλεγμένα σαν κουβάρι
καλντερίμια. Νύχτα αφέγγαρη. Έσβησε τη μηχανή, σταμάτησε μπροστά σε
καγκελόπορτα με γραφές στα Ελληνικά.
Ο γοργός ρυθμός,
η αγωνία, η περιέργεια, δεν άφηναν στον Έλληνα περιθώρια να ψάξει, ούτε καν να
προβληματισθεί. Ακολουθούσε τον Τούρκο πειθήνια, σαν αυτόματο, χωρίς φόβο, με
περίσσια εμπιστοσύνη. Ούτε καν που του πέρασε απ’ το μυαλό, πως μπορούσαν να ’ναι και κακές οι
προθέσεις του.
Στάθηκαν μπροστά
σε διπλομανταλωμένη σιδερένια στενή θύρα. Έβγαλε κλειδί απ’ την τσέπη του ο
Τούρκος. Ξεκλείδωσε. Άνοιξε. Υπόγειο ήταν. Μούχλα ανέδιναν οι τοίχοι. Μούχλα
και κλεισούρα. Λησμονιά, καταχωνιασμένη στα έγκατα της γης. Περπάτησαν κι οι
δύο, σε διαδρόμους, χωρίς να σκοντάφτουν. Τους βάραινε η σιωπή, η αναμονή. Που
πήγαιναν, έτσι στα τυφλά; Που κατευθύνονταν; Ανάστροφα στο χρόνο. Σε ποιον
χρόνο; Τον ανθρώπινο ή τον Θεϊκό;
Ο Τούρκος ήξερε.
Αλλά δεν ήξερε ακόμη ο Έλληνας. Δεν μπορούσε να δικαιολογήσει την περιπλάνηση.
Μα ούτε και πρόφταινε να προβληματιστεί. Ακολουθούσε. Με την βεβαιότητα, πως η
στιγμή ήταν μοναδική. Πως δεν θα ’χε την ευκαιρία, ποτέ ξανά, να την ξαναζήσει.
Ακολουθούσε. Ονειρευόταν άραγε; Υπνοβατούσε; Φτερωμένη η φαντασία του, ανάπλαθε
μονοπάτια, που μόνο σε ελαφρύ ύπνο βαδίζει κανείς; Ένα ήταν σίγουρο: Δεν θα
ξανάβρισκε ποτέ τον δρόμο. Δεν θα τον ξανάβρισκε χωρίς οδηγό.
Είχαν φτάσει στο
τέρμα. Θύρα και πάλι αρματωμένη μπροστά τους. Βαριά σιωπή. Η σιγή της ύστατης
ώρας. Που ήρθε να διακόψει μόνο το τρίξιμο της κλειδαριάς. Το γκρίνιασμα του
σκουριασμένου σίδερου.
Μισάνοιξε η βαριά
θύρα. Ισχνό φως στο εσωτερικό. Υπερκόσμιο. Μυστηριακό. Υπόγειο; Μπουντρούμι;
Κενοτάφιο;
Και τότε, τότε
μόνον μίλησε ο Τούρκος:
«Εσείς οι
Έλληνες, δεν πιστεύετε στον θρύλο του Μαρμαρωμένου Βασιλιά; Δεν λέτε και
ξαναλέτε μεταξύ σας, πως βόλι εχθρού δεν τον άγγιξε; Πως δεν τον κατάπιε το
μανιασμένο πλήθος των πορθητών της Πόλης; Αλλά πως τον τράβηξε η Παναγιά στην αγκαλιά
της, για να τον κάνει Αθάνατο. Δεν είστε βέβαιοι πως ΖΕΙ Ο ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟΣ
ΒΑΣΙΛΙΑΣ; Δεν είναι θρύλος. Ψεύτικη ελπίδα. Ονειροφαντασία. Είναι ΑΛΗΘΕΙΑ. Δες
και μόνος σου».
Στο πάτωμα,
μισοανασηκωμένο στον ένα αγκώνα ο Έλληνας είδε, είδε με τα μάτια του, τον
ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΙΑ. ΑΝΑΣΗΚΩΜΕΝΟ.
Ρίγος μεταφυσικό
τον διαπέρασε. Θόλωσαν απ’ τα δάκρυα τα μάτια μου. Θαμπώθηκε η όραση του. Έκανε
το σταυρό του. Μπροστά του, εκεί, σε απόσταση ανάσας, το ΘΑΥΜΑ. Κι ήταν αυτός,
ο τυχερός, που είχε αξιωθεί να το ζήσει με τις αισθήσεις του. Σε συγκεκριμένο
χώρο και χρόνο.
Πηχτή η σιωπή,
σχεδόν, κοβόταν με το μαχαίρι.
Μίλησε και πάλι ο
Τούρκος:
«Πριν μερικά
χρόνια κειτόταν στο έδαφος ο ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ. Τον τελευταίο καιρό άρχισε
σιγά – σιγά ν’ ανασηκώνεται. Πάμε».
Ξανάκλεισαν τη
θύρα. Την ξανακλείδωσαν. Αντίστροφα βγήκαν μέχρι την αυλή απ’ τα υπόγεια.
Ξαναπέρασαν την καγκελένια πόρτα.
Δεν άφησαν πίσω
ίχνη απ’ τις πατημασιές τους. Κανείς δεν τους είχε δει. Μπήκαν στο αυτοκίνητο
πήραν τον δρόμο του γυρισμού. Σιωπηλοί. Χωρίς ν’ ανταλλάξουν κουβέντα.
Δεν είχε ακόμη
ξημερώσει σαν έφτασαν στον Έβρο. Προτού αποχωρισθούν, φιλήθηκαν σταυρωτά.
Το ποτάμι κυλούσε
ορμητικά προς το Αιγαίο.
«Γυρίζει πίσω το
ποτάμι», μονολόγησε ο Έλλην στρατηγός «Γυρίζει όταν το θελήσει ο Θεός».
Υπηρέτησε
αργότερα στο Κέντρο.
Προτού
αποστρατευθεί θεώρησε υποχρέωση του ν’ αποκαλύψει το μεγάλο μυστικό στην
προσωπικότητα που μας το εμπιστεύθηκε, κατονομάζοντας και τον στρατηγό, κάτω
από το βλέμμα του Θεού και της Παναγιάς. Κάναμε και μείς το σταυρό μας
μουρμουρίζοντας «Η ΠΟΛΙΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΑΛΩ»”!
Ο Στρατηγός
αναφέρεται πως κοιμήθηκε το 2001 και τη μαρτυρία επιβεβαίωσε η αδελφή του
Ελένη, η οποία ανέφερε επιπρόσθετα πως ο αδερφός της είχε δει και μια επιγραφή
πάνω από το κεφάλι του Μαραμρωμένου
Βασιλέα, που έγραφε το όνομα “Ιωάννης”!