ΕΥΣΕΒΙΟΥ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ,
Εκκλησιαστική Ιστορία, εκδόσεις ΕΠΕ τόμος 1, σελ. 131-135, (οι υπογραμμίσεις
δικές μας όπως και μια ελαφρά μεταγλώττιση της απόδοσης των εκδόσεων ΕΠΕ)
«Περί της επιβουλής
του Ηρώδη κατά των παιδιών και περί του τέλους της ζωής του».
Αξίζει όμως εν προκειμένω να παρατηρήσει κανείς και την
τιμωρία της τόλμης του Ηρώδη κατά του Χριστού και των συνομιλήκων του, πόσο
γρήγορα, χωρίς την παραμικρή αναβολή, η θεία δίκη τον έδιωξε ζωντανό ακόμη,
καταδεικνύοντας τα προοίμια εκείνων τα οποία τον ανέμεναν μετά την από εδώ
μετάστασή του.
Πόσο αμαύρωσε αυτός την υποτιθέμενη ευτυχία της βασιλείας
του με τις αλλεπάλληλες οικογενειακές του συμφορές, τους φόνους της γυναίκας,
των τέκνων και των άλλων, των στενότερων συγγενών και καλύτερων φίλων, δεν
είναι δυνατόν ούτε περιληπτικά να εκθέσουμε τώρα.
Η περί τούτων υπόθεση, όπως την διαπραγματεύεται εκτενώς
στα ιστορικά του συγγράματα ο Ιώσηπος, επισκιάζει όλη την τραγική δραματουργία.
Δεν είναι όμως άσχημο να ακούσουμε τις φωνές του συγγραφέα
περί του πώς αμέσως με την επιβουλή κατά του Σωτήρος μας και των άλλων νηπίων,
τον κατέλαβε θεόσταλτη μάστιγα και τον οδήγησε σε θάνατο.
Αυτός στο δέκατο έβδομο βιβλίο της Ιουδαικής Αρχαιολογίας
περιγράφει το τέλος του βίου του με τον εξής τρόπο κατά λέξη.
«Για τον Ηρώδη η νόσος γινόταν πολύ πικρότερη, καθώς ο
Θεός επέβαλε τιμωρία για τις παρανομίες του. Πράγματι υπήρχε σ’αυτόν μαλακό
πύρωμα, το οποίο σ’ αυτούς που τον πλησίαζαν δεν έδειχνε τόση φλόγωση όση
κάκωση προσέθετε εσωτερικά.
Είχε δε δεινή επιθυμία να φάει κάτι, και ήταν αδύνατον να
μην εξυπηρετηθεί, έλκωση, δεινοί πόνοι των εντέρων και μάλιστα του κόλου, υγρό
και διαυγές φλέγμα στα πόδια.
Παραπλήσια δε κάκωση υπήρχε στο υπογάστριο, και μάλιστα
σήψη του αιδοίου, δημιουργώντας σκουλήκια, ορθόπνοια, και αυτή πολύ αηδιαστική
λόγω της δυσάρεστης οσμής και της πυκνής αναπνοής. Συνταρασσόταν δε σε όλα τα
μέλη με ανυπόφορη δριμύτητα.
Λεγόταν λοιπόν από τους μάντεις και όσους γνωρίζουν να
προλέγουν σχετικά, ότι αυτή την ποινή εισπράττει ο Θεός από τον εξόχως δυσσεβή
βασιλέα». Αυτά λέει στη δηλωθείσα γραφή ο προαναφερθείς συγγραφέας.
Και στο δεύτερο δε βιβλίο των Ιστοριών παραδίδει (ο
Ιώσηπος) περί αυτού παραπλήσια, γράφοντας ως εξής.
«Έπειτα η νόσος αφού κατέλαβε όλο το σώμα του, διαμοίραζε
σ’ αυτό ποικίλα πάθη. Πράγματι υπήρχε αρκετός πυρετός, αφόρητος κνησμός σε όλη
την επιφάνεια, συνεχείς πόνοι του κόλου, πρήξιμο στα πόδια υδρωπικού χαρακτήρα,
φλεγμονή του υπογαστρίου, σήψη στο αιδοίο που δημιουργούσε σκουλήκια, ορθόπνοια
και δύσπνοια, σπασμοί όλων των μελών, ώστε οι μάντεις να λέγουν ότι τα νοσήματα
ήταν ποινή.
Αυτός όμως, αν και πάλευε με τόσα πάθη, παρέμενε στη ζωή,
ήλπιζε σε σωτηρία και εφεύρισκε θεραπείες. Παιρνώντας λοιπόν από τον Ιορδάνη
χρησιμοποίησε τα θερμόλουτρα της Καλλιρόης, τα οποία εκβάλλουν στην Ασφαλτίτη
λίμνη, λόγω δε της γλυκύτητας είναι και πόσιμα.
Εδώ αυτός, καθώς οι γιατροί αποφάσισαν να περιθάλψουν όλο
το σώμα με θερμό έλαιο και το ξάπλωσαν σε λεκάνη γεμάτη έλαιο, λιποθύμησε και
ανέστρεψε τους οφθαλμούς σαν νεκρός.
Επειδή οι υπηρέτες θορύβησαν, αναστέναξε για τη συμφορά,
και απογοητευμένος στο εξής για τη σωτηρία, διέταξε να διανείμουν στους
στρατιώτες από πενήντα δραχμές και πολλά χρήματα στους διοικητές και τους
φίλους.
Αυτός επέστρεψε και έφθασε στην Ιεριχώ, με μελαγχολία και
σχεδόν απειλώντας τον εαυτό του με θάνατο.
Προέβη μάλιστα στο σχεδιασμό μιας αθέμιτης πράξης.
Αφού συγκέντρωσε τους επίσημους άνδρες από κάθε κώμη όλης
της Ιουδαίας, διέταξε να τους κλείσουν στον καλούμενο ιππόδρομο, και αφού
προσκάλεσε την αδελφή του Σαλώμη και τον άνδρα της Αλεξά, είπε «γνωρίζω ότι οι
Ιουδαίοι θα γιορτάσουν το θάνατό μου· μπορώ όμως να πενθηθώ με άλλα μέσα και να
λάβω λαμπρό επιτάφιο, αν θελήσετε να εκτελέσετε τις εντολές μου.
Μόλις εκπνεύσω, φονεύστε τάχιστα αυτούς τους φρουρούμενους
άνδρες, αφού τους περικυκλώσετε με τους στρατιώτες, έτσι ώστε όλη η Ιουδαία και
κάθε οίκος να δακρύσει για μένα, έστω και ακούσια».
Και με λίγα λόγια λέει. «Κατόπιν δε [επειδή βασανιζόταν
από έλλειψη τροφής και σπασμωδικό βήχα] νικημένος από τους πόνους, επιχείρησε
να προφθάσει την ειμαρμένη.
Αφού πήρε ένα μήλο, ζήτησε και μαχαίρι γιατί συνήθιζε να
τρώει κόβωντας σε τεμάχια. Έπειτα, αφού κοίταξε τριγύρω, μήπως υπάρχει κάποιος
ο οποίος θα τον εμπόδιζε, σήκωσε το δεξί του χέρι για να αυτοτραυματιστεί».
Πέραν δε τούτων ο ίδιος συγγραφέας ιστορεί ότι αυτός πριν
το θάνατό του φόνευσε με εντολή του και άλλον γνήσιο γιό, τρίτο μετά τους δύο
φονευθέντες προηγουμένως, και αμέσως έπειτα παρέδωσε τη ζωή του με φοβερούς
πόνους.
Τέτοιο ήταν λοιπόν το τέρμα της ζωής του Ηρώδη που υπέστη
δίκαια ποινή για τα παιδιά τα οποία φόνευσε στη Βηθλεέμ από επιβουλή κατά του
Σωτήρα μας. https://www.askitikon.eu