Ήταν μια όμορφη και αμαρτωλή γυναίκα σε κάποια πόλη και
πολλούς φίλους είχε. Πηγαίνει σ΄αυτήν ο ένας άρχων και της λέγει: Φρονίμεψε και
εγώ σε παίρνω γυναίκα μου. Εκείνη συμμορφώθηκε. Την πήρε λοιπόν και και την
πήγε στο μέγαρό του. Στο μεταξύ, οι φίλοι της, αναζητώντας την, έλεγαν: Ο δείνα
άρχων την πήρε στο σπίτι του.
Αν λοιπόν πάμε στην πόρτα του σπιτιού του και το
αντιληφθεί, θα μας κάνει κακό. Να τη πρέπει να κάνουμε:
Να πάμε πίσω από το σπίτι και να της σφυρίξουμε.
Καταλαβαίνοντας τότε από το σφύριγμα ότι εμείς είμαστε, θα κατέβη η ίδια σ΄εμάς
και έτσι δεν θα μπορεί κανείς να μας κατηγορήσει.
Άκουσε λοιπόν η γυναίκα το σφύριγμα, έφραξε τα αυτιά της ,
όρμησε στην πιο μέσα κρεβατοκάμαρη και έκλεισε πίσω της τις πόρτες.
Εκείνη η γυναίκα
συμβολίζει την ψυχή.
Οι φίλοι της είναι
τα πάθη και οι άνθρωποι.
Ο άρχων είναι ο
Χριστός.
Και το εσωτερικό του
σπιτιού, η αιώνια μονή.
Αυτοί όμως που σφύριξαν, είναι οι σκοτεινοί οι δαίμονες.
Αλλά η ψυχή της ξεφεύγει μένοντας πιστή στον Κύριο».
» Είπε ο Γέρων» Εκδ.»Αστήρ»
https://www.askitikon.eu