«Πως φθάνει κανείς, ώστε να μη είναι από τον κόσμο; Εάν
σταυρώσει τον εαυτό του ως προς τον κόσμο και τον κόσμο στον εαυτό του, όπως
έλεγε και ο Παύλος· ‘’εμοί κόσμος εσταύρωται καγώ τω κόσμω’’ (Γαλάτες, 6:14).
Και ως προς τι, λέγει, συμφωνούν αυτά τα λόγια προς
εκείνα; Τα λόγια βέβαια, λέγει, είναι άλλα, η δύναμη όμως και των δύο είναι μία
και η αυτή.
Πράγματι, όπως εκείνος που βρίσκεται έξω από την οικία,
δεν διακρίνει αυτούς που βρίσκονται κλεισμένοι μέσα, έτσι ούτε ο σταυρωμένος ως
προς τον κόσμο, δηλαδή ο νεκρωμένος, δεν έχει κάποια αίσθηση προς τα πράγματα
του κόσμου. Και όπως πάλι το νεκρό σώμα δεν έχει καμία αίσθηση ούτε προς τα
ζωντανά ούτε και τα νεκρά σώματα που βρίσκονται μαζί του, έτσι και εκείνος, που
βρίσκεται έξω από τον κόσμο και ζει μέσα στο θείο Πνεύμα και μαζί με τον Θεό, δεν
μπορεί να έχει αίσθηση προς τον κόσμο ή τα πράγματα του κόσμου.
Έτσι λοιπόν, αδελφοί, και πριν το θάνατο και την ανάσταση
των σωμάτων συμβαίνει θάνατος και ανάσταση των ψυχών έμπρακτος και κατά τρόπο
δυναμικό, εμπειρικό και αληθινό. Όταν δηλαδή το θνητό φρόνημα εξαφανίζεται από
τον αθάνατο νου και η νεκρότητα διώκεται από τη ζωή, τότε η ψυχή, σαν να
αναστήθηκε από τους νεκρούς, βλέπει ομολογουμένως τον εαυτό της, όπως ακριβώς
βλέπουν τον εαυτό τους εκείνοι που σηκώθηκαν από τον ύπνο, και αναγνωρίζουν τον
Θεό που την ανέστησε, τον οποίο, αφού τον κατανοήσει και τον ευχαριστήσει,
προσκυνά και δοξολογεί την άπειρη αγαθότητά του. Ενώ το σώμα δεν έχει
καμία έμπνευση ή κίνηση ή ενθύμηση προς τις δικές του επιθυμίες, αλλά με όλα
αυτά γίνεται νεκρό και χωρίς πνοή».
(Απόσπασμα από τον εικοστό όγδοο «Κατηχητικό λόγο» του
Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, «Περί της ζωοποιού νεκρώσεως», Τ. Φ 19Δ, σελ.
363-365).