Πίσω απ’ το τάλαντο της Ψαλτικής κρύβεται ο Παράδεισος. Έλεγεν ένας παλαιός παπάς «από το πως ψάλλεις, φαίνεται πόσον αγώνα πνευματικό κάνεις».
Κι είναι αλήθεια. Στο διακόνημα της Ψαλτικής κρύβεται ένας παράδεισος του οποίου η κατάκτηση δε κρίνεται από το τάλαντο που χάρισεν ο Θεός στον ψάλλοντα, μα από τον τρόπο διαχείρισης του ταλάντου από τον Ιεροψάλτη.
Διαχείριση του ταλάντου, πρώτα απ’ όλα σημαίνει αναζήτηση της σχέσης του Ιεροψάλτη με τον Θεό κι έπειτα με την ίδια την τέχνη της Μουσικής. Άλλωστε, αν κάποιος ψάλλει επαγγελματικά και μόνο, χωρίς ν’ αναζητά τον Θεό, αυτό αργά η γρήγορα γίνεται κατανοητό. Ας ψηλώνει το αναλόγιο…
Έπειτα, η σχέση του ψάλτη με την ίδια την τέχνη της μουσικής και μάλιστα, όχι μόνο με την βυζαντινή μουσική αποκλειστικά, αλλά την εν γένει, ως οδό έκφρασης και επικοινωνίας.
Άλλωστε, τίποτε δε γεννήθηκε από μόνο του, τουλάχιστον από τότε που άρχισαν οι άνθρωποι να φτιάχνουν τις πρώτες κοινωνίες και σιγά σιγά να επινοούν τη γραφή.
Ο Ιεροψάλτης μετέχει της Τέχνης. Δεν είναι εκτελεστής αλλά μυσταγωγούμενος εν Εκκλησία, εκφράζει τον αγώνα του για την υπέρβαση από την φθαρτότητα του κόσμου. Τι ευλογημένη αντίθεση! Ένα προϊόν πολιτισμού, όπως η Μουσική, λιβανίζεται μες την εκκλησιά της Ανάστασης.Μέσα σ’ αυτήν γίνεται δοξολογία, ικεσία, και μετάνοια.
Σε μια συναυλία βυζαντινής μουσικής θα θαυμάσει κανείς την τεχνική μιας χορωδίας και τις δυνατότητές της. Πράγμα σπουδαίο μα… βυζαντινή μουσική χωρίς ακολουθία, χωρίς λιβάνι, χωρίς Θεία Λειτουργία δεν θα μπορέσει ποτέ στ’ αλήθεια να υπάρξει.
Όπως αναζητά τον Θεό στη ζωή του, ο Ιεροψάλτης θα Τονε αναζητήσει και πάνω στο ψαλτήρι. Μας παρέδωσαν οι πατέρες μας ταπεινούς ψαλτάδες και δασκάλους. Ψαλτάδες που όταν έψαλλαν κοίταζαν μονάχα το βιβλίο καθ΄ όλη τη διάρκεια της ακολουθίας.
Δε γύριζαν το κεφάλι, μετά από ένα επιβλητικό «Κύριε Ελέησον», να δουν τη συγκίνηση και τον θαυμασμό του κόσμου ώστε να φορτίσουν τις εγωιστικές τους μπαταρίες. Δε μειδιούσαν όταν ο αριστερός τους έκανε κάποιο λάθος κι ούτε το σχολίαζαν περιπαικτικά στον Δομέστικο.
Ο Χριστός κι η μουσική, δεν υπήρχε τίποτ’ άλλο. Καμιά φορά βλέπεις στ’ αναλόγια ένα μικρό χάρτινο εικονάκι καρφιτσωμένο πάνω- πάνω: υπάρχουν ψάλτες που κοιτάζουν, σ’ όλη την ακολουθία, βιβλίο κι εικονάκι. Κι η προσευχή του ψάλτη ταξιδεύει στο εκκλησίασμα, αυτό είναι το μόνο σίγουρο!
Οι τρεις παίδες στο φλεγόμενο καμίνι έψαλλαν μ’ ένα στόμα στον Σωτήρα τους Θεό. Δε κοίταζε κανείς απ’ τους τρεις προφήτες ν’ ακουστεί περισσότερο. Έτσι και στο Ψαλτήρι: η φωνή του Πρωτοψάλτη είναι σα την Φωνή του Θεού πάνω στα ύδατα, που συνταιριάζει όλες τις άλλες φωνές κι ακούγονται σα να ‘ναι μία.
Οι ισοκράτες διαιωνίζουν τη φωνή του Πρωτοψάλτη, δίδοντας προοπτική στον ήχο κι όχι υπερβαίνοντας τον λόγο.
Το ψαλτήρι λοιπόν δεν είναι τόπος επίδειξης αλλά διδασκαλίας και καλλιέργειας των ταλάντων που δόθηκαν απ’ τον Θεό.
Έτσι, καταλήγουμε, ότι στην Αγία μας Εκκλησία δε λέμε «τραγουδάκια»! Πόσο μάλλον όταν ψάλλουμε στον Θεό τροπάρια, τα οποία προέρχονται απ’ τα ασκητικά κελιά των βυζαντινών μοναχών.
Ο λόγος της βυζαντινής μας υμνολογίας είναι βιωματικός και όχι συναισθηματικός. Ο Ιεροψάλτης δε προσπαθεί να συγκινήσει κάποιο ακροατήριο αλλά να συνεπάρει στα ανείπωτα των Εσχάτων τον λαό του Θεού. Έναν λαό, ο οποίος δεν απαρτίζει κάποιο ακροατήριο αλλά συμμετέχει -και μάλιστα ενεργά- στην τέλεση του Μυστηρίου.
Όλες οι ιερές τέχνες που μας άφησαν οι πατέρες μας δεν έχουν χαρακτήρα διδακτικό μονάχα για τον λαό, τον αποδέκτη δηλαδή της τέχνης, αλλά και για τον εκφραστή της.
Το πρώτο πράγμα που μαθαίνει ο Ιεροψάλτης είναι να κάνει υπακοή στο συλλογικό βίωμα της Εκκλησίας.
Το «Τυπικό», δηλαδή οι κανόνες σχετικά με το τι ψάλλεται και πότε, έχει βαθιά ποιμαντικό χαρακτήρα.
Η Εκκλησία δεν καθαιρεί την προσωπική έκφραση του καθένα αλλά την εντάσσει στο διακόνημά της στον κόσμο που δεν είναι άλλο από την Σωτηρία του, με την βυζαντινή μας μουσική ν’ αποτελεί ένα από τα χρησιμότερα πνευματικά εργαλεία στον ευαγγελισμό του κόσμου.